10/9/10

Δύο βιβλία, δύο όψεις της Τουρκίας

ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΠΥΛΙΑ

ΑΧΜΕΤ ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ, Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας, (μετάφραση Νίκος Ραπτόπουλος, επιστημονική επιμ. Νεοκλής Σαρρής), εκδόσεις Ποιότητα, σελ. 845
ΑΧΜΕΤ ΙΝΣΕΛ, ΑΛΙ ΜΠΑΪΡΑΜΟΓΛΟΥ (επιμ.), Ο τουρκικός στρατός. Ένα πολτικό κόμμα, μια κοινωνική τάξη, (επιμ. για την ελληνική έκδοση, Σία Αναγνωστοπούλου, Στρατής Μπουρνάζος), εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 383

Και τα δύο βιβλία που παρουσιάζονται εδώ, εκκινώντας από το όριο του τέλους του Ψυχρού Πολέμου ξεδιπλώνουν -από διαφορετική σκοπιά- καθαρά, αποκαλυπτικά, και απολύτως συμπληρωματικά, το μετακινούμενο και αναβαθμισμένο πολιτικό τοπίο της σύγχρονης Τουρκίας.
Ο ακαδημαϊκός, εξωκοινοβουλευτικός Υπ. Εξωτερικών της κυβέρνησης Ερντογάν, Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο του, Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας, αναπτύσσει αυτό ακριβώς που υπόσχεται ο τίτλος του: αναδιοργανώνει την ιστορική μνήμη και χαράζει την εξωτερική πολιτική, αποκαθιστώντας ιδεολογικά και εργαλειοποιώντας το οθωμανικό παρελθόν∙ ακολουθώντας τις ακρότατες νικηφόρες διαδρομές του οθωμανικού στρατού και των προγόνων του στα βάθη της ιστορίας, καταστρώνει νοερά το χάρτη των στρατηγικών συμφερόντων και των προσδοκιών της σύγχρονης αναβαθμισμένης περιφερειακής δύναμης που συγκροτεί η Τουρκία:
«Είναι αδύνατον για την Τουρκία, η οποία δημιουργήθηκε στη βάση του ιστορικού και γεωπολιτικού παρελθόντος του Οθωμανικού που υπεισήλθε στην κληρονομιά της, να διανοηθεί να σχεδιάσει την άμυνά της αποκλειστικά στο πλαίσιο των συνόρων που κατέχει […].
Ο ρόλος  της γέφυρας της Τουρκίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης έχει αρχίσει να τονίζεται περισσότερο από ποτέ. Πράγματι, η Τουρκία είναι μια χώρα της Ευρώπης, της Ασίας, των Βαλκανίων, του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου […]. Η στρατηγική εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας για τον επόμενο αιώνα συνοπτικά θα αποβλέπει στην αναδιαμόρφωση των σχέσεων με τα κέντρα ισχύος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές, και στη δημιουργία μιας ενδοχώρας (Hinterland) με την οποία θα ενισχυθούν οι μακροπρόθεσμοι πολιτισμικοί, οικονομικοί και πολιτικοί δεσμοί.
Υπό αυτή την άποψη, η Τουρκία την εφαρμογή αυτής της στρατηγικής εξωτερικής πολιτικής […] θα πρέπει να τη στηρίξει μέσω των τακτικών προτεραιοτήτων τριών σημαντικών γεωπολιτικών σφαιρών επιρροής:
  1. Της εγγύς χερσαίας περιοχής: Βαλκάνια-Μέση Ανατολή- Καύκασος.
  2. Της εγγύτερης θαλάσσιας περιοχής: Εύξεινος Πόντος-Αδριατική-Ανατολική Μεσόγειος-Ερυθρά θάλασσα-Περσικός κόλπος-Κασπία θάλασσα
  3. Της εγγύτερης προς την Τουρκία ηπειρωτικής περιοχής: Ευρώπη-Βόρεια Αφρική-Νότια Ασία-Κεντρική και Ανατολική Ασία.» (σελ. 83, 158, 192, 193)
Βλέπουμε εδώ, την τεράστια έκταση -γνώριμη από ανάλογες χρήσεις της νεοελληνικής ιστορίας από τη δική μας πολιτική και πνευματική ενδοχώρα- που μπορούν να πάρουν στον ιστορικό χώρο και χρόνο, οι στρατηγικές προσδοκίες που καλλιεργούνται στα εργαστήρια κατασκευής ιδεολογημάτων.
Όμως ο Νταβούτογλου δεν παρασύρεται από νεορομαντικό εθνικισμό. Προσαρμόζει ενεργητικά την πολιτική του στις συνθήκες, ή μάλλον στα «στρατηγικά κενά» που δημιούργησε η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και ο επανασχεδιασμός της πολιτικής του ΝΑΤΟ «στην εγγύτερη ηπειρωτική περιοχή». Αναγορεύει σε κεντρικό μοχλό εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής -όπως ακριβώς και στην οθωμανική εποχή- την πολιτισμική ταυτότητα και μάλιστα την θρησκευτική. Πρόκειται άλλωστε για μια επιτυχημένη μέθοδο, που συσπειρώνει στο εσωτερικό της Τουρκίας τον κουρδικό λαό στις τάξεις του AKP, έτσι ώστε να καταλάβει στις πρόσφατες εκλογές, στις νοτιοανατολικές περιοχές, 70 βουλευτικές έδρες έναντι 19 του φιλοκουρδικού κόμματος (BDP). 
Ο Νταβούτογλου αναπτύσσει και εργαλειοποιεί, δίπλα από την γεωπολιτική παράμετρο, μια νέα: τον γεωπολιτισμό. Επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις της Τουρκίας στον ισλαμικό και διεθνή χώρο, διεκδικώντας ηγεμονικό προφίλ. Ήδη μέλος των G-20 (Ομάδα των 20 πιο Ανεπτυγμένων Οικονομιών) η Τουρκία, την κατατάσσει άλλοτε στις παγκόσμιες περιφερειακές δυνάμεις (Τουρκία, Ινδία, Βραζιλία, Αίγυπτος, Αργεντινή, Ιράν) και άλλοτε στις περιφερειακές δυνάμεις της «εγγύτερης περιοχής» (Τουρκία, Αίγυπτος, Ιράν, Ουκρανία, Ινδία).
Υιοθετεί και θεωρητικοποιεί το περιφερειακό ηγεμονικό μοντέλο της μεταψυχροπολεμικής εποχής και το συναρτά με την ανάληψη ανεξάρτητων πρωτοβουλιών:
«Οι χώρες που είναι σε θέση να επεκτείνουν το πεδίο δράσης τους εισέρχονται εισπράττοντας μεγάλα οφέλη σε αυτή τη διαδικασία μετατροπής της ισορροπίας δυνάμεων σε μια διαδικασία μακράς διάρκειας […]. Οι πολιτικοί ηγέτες των χωρών που διαθέτουν βάθος στο όραμά τους για το μέλλον δεν γίνονται δέσμιοι της προκαθορισμένης επικαιρότητας. Αντίθετα, η επικαιρότητα διαμορφώνεται από τους ίδιους, γεγονός που καθιστά τη χώρα στοιχείο επιρροής ακόμη και στις σχέσεις μεταξύ τρίτων χωρών» (σελ. 70, 71).
Επεξεργάζεται σε έκταση την γεωοικονομία της ευρύτερης περιοχής, συνηθισμένο -αλλά καλά συγκαλυμμένο διακύβευμα- των διεθνών εντάσεων:
«Η σχεδόν παθητική θέση της Τουρκίας η οποία αναδύθηκε από τις στάχτες του οθωμανικού κράτους, που κυριαρχούσε σε όλη την περιοχή στις αρχές του 20ού αι. και διέθετε την ικανότητα να προσδιορίζει την γεωστρατηγική του πετρελαίου στις βασιζόμενες στο πετρέλαιο ισορροπίες, αποτελεί ένα γεγονός το οποίο πρέπει να εξετασθεί με προσοχή από τη σκοπιά της πολιτικής που ακολουθήθηκε στην περιοχή. Η Τουρκία είναι από τις κυριότερες χώρες που επηρεάστηκαν από την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ‘70 […] και εκείνες που υπέστησαν τις σοβαρότερες οικονομικές απώλειες από τον πόλεμο του Κόλπου τη δεκαετία του ‘90.
Άλλο ένα σημαντικό περιφερειακό γεωοικονομικό στοιχείο […] το οποίο αποκτά ολοένα και περισσότερη σημασία […] και έναν χαρακτήρα εν δυνάμει πεδίου σύγκρουσης» (σελ. 504).
Όπως φαίνεται και στην παραπάνω διατύπωση, ο Νταβούτογλου δεν αρκείται στην επικαιροποίηση, αποκατάσταση και χρήση του οθωμανικού παρελθόντος, αλλά προβαίνει σε σαφή κριτική του κεμαλισμού, απολύτως ενδεικτική των ιδεολογικών αλλαγών που έχουν ήδη συντελεσθεί στην Τουρκία: «Κατά την περίοδο της Ένωσης και Προόδου […] επανέφερε το δόγμα ‘ή απόλυτη κυριαρχία ή απόλυτη εγκατάλειψη’, απωλέσθη σε σύντομο χρονικό διάστημα και ο άξονας Βαλκάνια-Μέση Ανατολή, ο οποίος αποτελούσε για την Οθωμανική αυτοκρατορία την τελευταία ελπίδα της να μετατραπεί σε δύναμη μεγάλης εμβέλειας» (σελ. 101).
Ωστόσο, ούτε η ανάδειξη της οθωμανικής ιστορικής κληρονομιάς, αλλά και ούτε η σύζευξη του μετριοπαθούς Ισλάμ με την πολιτική, ήταν κεραυνός εν αιθρία στο μεταψυχροπολεμικό τουρκικό στερέωμα. Στο βιβλίο του Νταβούτογλου, ο Τουργκούτ Οζάλ φέρεται ως πρόδρομος του νεοοθωμανισμού ήδη από την εποχή 1987-1993, (σελ. 146). Ενώ, στο βιβλίο των Ινσέλ και Μπαϊράμογλου, για τον τουρκικό στρατό, επισημαίνεται η βαθιά σχέση της εθνικής με την θρησκευτική συνείδηση στη στρατιωτική εκπαίδευση, και όχι μόνο:
«Η τάση να ενσωματωθεί η θρησκευτική ιερότητα στον εθνικισμό, φορτίζοντας το έθνος με θρησκευτική αξία, ήταν πολύ ισχυρή στο στρατό. Αυτή η αντίληψη φάνηκε πολύ έντονα και στη στρατιωτική εκπαίδευση. Από το Θρησκευτικό εγχειρίδιο του στρατιώτη, το 1941, μέχρι το βιβλίο Τα Θρησκευτικά του στρατιώτη, του 1981, βλέπουμε ότι κηρύσσεται μια ‘προτεσταντική’ αντίληψη εθνικής θρησκείας, που θεωρεί ευσέβεια την ‘υπηρεσία στο κράτος και το έθνος’. […] Η σουνιτική μουσουλμανικότητα υφίσταται ως ένας υπόρρητος όρος της τουρκικότητας» (Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, Ο τουρκικός στρατός, σελ. 162, 163)
Όπως ανέφερα παραπάνω, τα δύο βιβλία χειρίζονται με διαφορετικό τρόπο τη μεταψυχροπολεμική συγχρονία:
Εν πρώτοις, ο Νταβούτογλου απευθύνεται, κατά δήλωσή του, στην εσωτερική πολιτική αγορά, «στους αναγνώστες με τους οποίους πιστεύουμε ότι διαπλέουμε νοερά τον ίδιο ποταμό», επιχειρώντας να διαμορφώσει τη συλλογική ιστορική μνήμη, «την αίσθηση του ανήκειν ως υποκείμενο πολιτισμού», να επηρεάσει, εν τέλει, την τρέχουσα πολιτική συμπεριφορά και κουλτούρα. Κατά δεύτερον, απευθύνεται προγραμματικά στο διεθνές περιβάλλον, στους αποδέκτες του ιστορικού «στρατηγικού βάθους» της Τουρκίας, δηλαδή στους πολιτικούς και τους πολίτες των χωρών που εντάσσονται στις «εγγύτερες» και απώτερες περιφερειακές ζώνες της επιρροής της, αλλά και τους πρωταγωνιστές της διεθνούς πολιτικής σκηνής.
Το βιβλίο που επιμελήθηκαν οι Αχμέτ Ινσέλ και Αλί Μπαϊράμογλου για τον τουρκικό στρατό, συγκεντρώνει μια πλειάδα άρθρων, που ανασυνθέτουν, με χειρουργική ακρίβεια και δημοκρατική ευαισθησία, το θεσμικό, ιδεολογικό, σκοτεινό, κρυφό πρόσωπο, του πιο ισχυρού μέχρι πρόσφατα και μακρόβιου οργανισμού της τουρκικής πολιτικής ζωής:
Από τα χαρακτηριστικά των κομμάτων, μέχρι την τραγική επαλληλία τεσσάρων πραξικοπημάτων στο διάστημα 1960-1997, τις θεσμικές αλλαγές που επέβαλαν, την ίδρυση το 1961 και, έκτοτε, τη λειτουργία του περίφημου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, μέχρι τον προσωπικό τρόμο, την περιστολή των ελευθεριών και την ιδεολογία της εσωτερικής και εξωτερικής απειλής που οι στρατιωτικοί σταθερά καλλιεργούσαν στην κοινωνία, από τον αυταρχικό ελιτισμό, με τον οποίο αντιμετώπιζαν συλλήβδην την πολιτική, μέχρι τις πρακτικές βίας που ασκούσαν από τη δικαστική και πολιτική αυτονομία που απολάμβαναν μέχρι τον υπερκαθορισμό της πολιτικής από το στρατό από τη στρατιωτική εκπαίδευση των στρατεύσιμων αλλά και το υποχρεωτικό μάθημα εθνικής ασφάλειας στο τουρκικό σχολείο, που στρατιωτικοί -ενίοτε θύματα τρομοκρατικών χτυπημάτων- δίδασκαν στους έφηβους και τα μικρά παιδιά,  μέχρι τις κολοσσιαίες οικονομικές λειτουργίες και τα φορολογικά και επενδυτικά προνόμια που επεφύλασσε το τουρκικό δημόσιο στην προνομιούχα κοινωνική και πολιτική τάξη των στρατιωτικών. Όλη αυτή η μακρά, σε κάθε περίπτωση ελλειπτική, παράταξη των γεγονότων, των εξελίξεων και των διαρκών επιθέσεων στην ατομική και τη συλλογική ζωή των τούρκων πολιτών, όλη ετούτη η πολεμική επιφυλακή, συνθέτουν το ζοφερό προσωπείο που είχε πάρει ο Ψυχρός Πόλεμος σε μια περιοχή που τα στρατηγικά νατοϊκά συμφέροντα είχαν χαρακτηρίσει γειτνιάζουσα με το γνωστό και σε μας «κομμουνιστικό παραπέτασμα».
Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω παράθεμα από το βιβλίο, και είναι αποκαλυπτικό γιατί, ανεξάρτητα από τον τόπο και το χρόνο, προσιδιάζει σε όλες τις ανιστόρητες ιδεολογίες που περιφέρουν -με το αζημίωτο- το ταριχευμένο και πολεμοχαρές προσωπείο της πατριδοκαπηλείας:
«Όλες οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, εντός και εκτός της χώρας, μπορούν να μετατραπούν σε ζητήματα  εθνικής ασφάλειας. Αυτό το φαινόμενο, που μπορεί να  ονομαστεί ‘ασφαλειοκρατία’, έγκειται κατά βάση από το γεγονός ότι μετατρέπεται σε ζήτημα ασφάλειας οτιδήποτε ορίζεται ως τέτοιο από τους αρμόδιους […]. Η Τουρκία υπήρξε χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής. Αν, λ.χ. οι αρμόδιοι αντιμετωπίζουν το πολιτικό Ισλάμ ως ζήτημα ασφάλειας, τότε αυτό μετατρέπεται πράγματι σε ζήτημα ασφάλειας. Αναμφίβολα, το κομβικό σημείο εδώ είναι το ποιος θεωρείται αρμόδιος∙ και στην περίπτωση της Τουρκίας, οι στρατιωτικοί θεωρούνται πολύ πιο αρμόδιοι από τις κυβερνήσεις. Από τη στιγμή που θέματα όπως το πώς θα παρουσιαστούν τα γεγονότα στα σχολικά βιβλία, ποια πρόσωπα και εικόνες θα προβληθούν στα τουριστικά φυλλάδια κ.ο.κ αντιμετωπίζονται ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας, ήταν πολύ πιο δύσκολο να παραδοθεί στους πολιτικούς, και κυρίως στους διπλωμάτες, ένα θέμα τόσο ευαίσθητο όσο η εξωτερική πολιτική. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με το στρατό, οι διπλωμάτες έχουν πολλούς δεσμούς με το εξωτερικό, είναι υπέρ το δέον διαλλακτικοί με τα εθνικά θέματα, οι πολιτικοί υπηρετούν στενά πολιτικά συμφέροντα, οι διανοούμενοι είναι διαιρεμένοι και στην πλειοψηφία τους ‘προδότες’, κι έτσι δεν είναι ευαίσθητοι στα εθνικά θέματα, αντίθετα ασχολούνται με την κριτική του ίδιου τους του κράτους, ενώ ο λαός δεν καταλαβαίνει από τεχνικά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Σε αυτή την περίπτωση, τα ‘εθνικά’ θέματα της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να παραμείνουν στα χέρια των ‘ειδικών’» (σελ. 316).
Επανειλημμένα και στην Ελλάδα, χουντικά και μεταχουντικά κατάλοιπα -πολιτικά (όπως το ΛΑΟΣ), θρησκευτικά (όπως ο σεβασμιότατος Θεσσαλονίκης) ή ενδεχομένως και σποραδικά ακαδημαϊκά- επιδίδονται στη συκοφάντηση και την αποδόμηση κάθε εκλογικευμένης και ειρηνικής προσπάθειας να προσεγγίσουμε το παρελθόν μας, την παιδεία μας, τις ιστορικές -κοινές ή συγκρουόμενες- παραδόσεις της γειτονιάς των Βαλκανίων. Το ζήτημα είναι πως ενώ η μεταψυχροπολεμική, παγκοσμιοποιημένη πολιτική συνθήκη, έχει σήμερα  αποδυναμώσει στη δική μας «περιφέρεια» τις εθνικιστικές εξάρσεις που καλλιεργούν με καθοιονδήποτε τρόπο οι μιλιταριστικές λογικές, η προϊούσα, δραματική, παγκόσμια οικονομική απορρύθμιση προμηνύει μετατοπίσεις  προς τους ιδεολογικούς χώρους που προνομιακά διαχειρίζονται το φόβο και τη στέρηση: την οποιαδήποτε ακροδεξιά και την οποιαδήποτε εκκλησία.
Ανεξάρτητα του αν θα χαρακτηρίζαμε την εποχή μας νεωτερική ή μετα-νεωτερική, μεταψυχροπολεμική ή μετα-μεταψυχροπολεμική, το αξιακό σύστημα που στηρίζει τη δημοκρατία και το κοινωνικό κράτος εγγράφεται στις διεκδικήσεις της μακράς εποχής των επαναστάσεων. Τόσο στην Τουρκία, που έχει δρομολογήσει τον εκδημοκρατισμό υπό τον μανδύα του ήπιου πολιτικού Ισλάμ του AKP και το βλέμμα της ΕΕ, όσο και στην Ελλάδα, που η κακοδιαχείριση, η κακοδιοίκηση και η ατιμωρησία απειλούν δραματικά την καθημερινότητα και την πολιτική μας αξιοπρέπεια -ενώ ΕΕ κα ΔΝΤ μας κοινοποιούν απολυταρχικά τις ντιρεκτίβες τών, απολύτως ταξικών, χρηματιστηριακών περιδινήσεων-, δεν φαίνεται για την ώρα καμία άλλη διεκδικητική διέξοδος από αυτή που έχει καταγραφεί στην ιστορικό ορίζοντα, αυτών ακριβώς των απειλούμενων ευρωπαϊκών κοινωνικών κεκτημένων.

Η Μάρθα Πύλια διδάσκει Οθωμανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: