ΛΟΓΟΣ ΕΝ ΠΡΟΟΔΩ. ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΟΛΗ
«Η νήσος μας μόνον πέτρας και ανθρώπους έχει». Η φράση αυτή, αλιευμένη από επιστολή των προκρίτων της Ύδρας προς τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νοέμβριος 1822), αποδίδει ευσύνοπτα δύο βασικές όψεις της υδραϊκής πραγματικότητας κατά την εξεταζόμενη περίοδο: σημαντικό δημογραφικό κεφάλαιο από τη μια και γεωγραφικές αντιξοότητες από την άλλη. Το πρώτο θα αποτελέσει αντικείμενο του παρόντος. Ως προς τις δεύτερες τώρα, η αρχιτεκτονική του ανάγλυφου, η ποιότητα του εδάφους και η απουσία υδατίνων πόρων καθόρισαν το πλαίσιο ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα, με κύρια χαρακτηριστικά την ανεπάρκεια εδαφών και την ελλειμματικότητα της παραγωγής, αγροτικής και κτηνοτροφικής.
Η οικονομική εκμετάλλευση των παρακείμενων νησιδίων, οι αγορές γαιών στην αντίπερα πελοποννησιακή ακτή και η μεταφορά γόνιμου χώματος στο νησί συνιστούσαν καθιερωμένες πλην όμως μικρής αποτελεσματικότητας πρακτικές για την επέκταση του καλλιεργήσιμου χώρου ή των βοσκοτόπων, άρα και για την επιβίωση των κατοίκων. Μόνο όταν εδραιωθεί μια μονιμότερη σχέση των τελευταίων με τη θάλασσα, θα αντιμετωπιστούν επαρκώς οι γεωγραφικές προκλήσεις.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο μοναδικός και ομώνυμος οικισμός του νησιού συμπήχθηκε από αλβανικούς πληθυσμούς επί του δυσπρόσιτου λόφου της Κιάφας. Οι περισσότεροι μελετητές συσχετίζουν τις εγκαταστάσεις αυτές με τις πολεμικές επιχειρήσεις του Μωάμεθ Β΄ στην Πελοπόννησο, μαρτυρίες όμως του αρχομένου 16ου αιώνα παρουσιάζουν το νησί ακατοίκητο. Σύγχυση λοιπόν επικρατεί για τον ακριβή χρόνο του εποικισμού.
Εν συνεχεία, συγκεντρώνονται πληροφορίες περιηγητών και τοπικών ιστορικών για το δημογραφικό ανάστημα της Ύδρας. Πρόκειται βέβαια για αδρομερείς εκτιμήσεις, αμφίβολης αξιοπιστίας, ικανές όμως να αποδεσμεύσουν ένα σχήμα για την πληθυσμιακή εξέλιξη του νησιού. Τα πρώτα αριθμητικά δεδομένα ανάγονται μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, εποχή κατά την οποία πυκνώνουν οι γνώσεις μας για την ευρύτερη περιοχή. Οι σιωπές των πηγών και της βιβλιογραφίας για το προηγούμενο διάστημα υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός δημογραφικά ασήμαντου οικισμού με κλειστή οικονομία και αγροτοκτηνοτροφικές δομές. Δεν έλειψαν βέβαια κατά την περίοδο αυτή και περιπτώσεις εισροής και εγκατάστασης μεμονωμένων οικογενειών στο νησί [...].
Για το πρώτο μισό του 18ου αιώνα δε διαθέτουμε αριθμητικά στοιχεία· εντούτοις ορισμένες ενδείξεις υπαινίσσονται αύξηση του αριθμού των κατοίκων και βαθμιαία εξοικείωση τους με την οικονομία της θάλασσας. Όταν το 1765 ο Άγγλος περιηγητής R. Chandler επιβιβάστηκε σε υδραϊκό πλοίο για να μεταβεί από τη Σμύρνη στην Αθήνα, εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητες του πληρώματος. Διέσωσε μάλιστα την πληροφορία ότι το ναυτικό δυναμικό του νησιού ανερχόταν σε 120 μικρά και μεγάλα πλοία, δραστηριοποιούμενα ήδη, σύμφωνα με άλλον οξυδερκή περιηγητή, σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Είχε προηγηθεί βέβαια μια εντυπωσιακή πρόοδος στον τομέα της ναυπηγικής: το 1657 κατασκευάστηκε κατά την προφορική παράδοση το πρώτο πλοιάριο, το 1745 ένα λατινάδικο 116 τόνων και το 1757 ένα μπρίκι υπερδιπλάσιας σχεδόν χωρητικότητας. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί έκφραση μιας προϊούσας εξωστρέφειας, η οποία θα καταστήσει το νησί, από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά, ευάλωτο στις επιθέσεις των επιδημιών, ιδιαιτέρως δε της πανώλης.
Τηρώντας αυστηρή ουδετερότητα κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών, η Ύδρα προσέλκυσε πλήθος προσφύγων από τις εμπόλεμες περιοχές, σημαντικό μέρος των οποίων εγκαταστάθηκε μόνιμα στο νησί.
Η αλματώδης ανάπτυξη του υδραϊκού εμπορικού ναυτικού από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, αποτελώντας συνάρτηση της ευνοϊκής ευρωπαϊκής πολιτικής συγκυρίας και των υψηλών ρυθμών κεφαλαιακής συσσώρευσης, ευνόησε μία αθρόα και αδιάλειπτη εισροή εργατικού δυναμικού, κυρίως από τις παράκτιες περιοχές του ελληνικού χώρου. Η ανατροπή όμως της διεθνούς συγκυρίας μετά τη λήξη των ναπολεόντειων πολέμων, προκάλεσε ισχυρά πλήγματα στην τοπική οικονομία, οξύνοντας τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Τελικά, με την εξέγερση του Μαρτίου του 1821 υπό την ηγεσία αρχικά του Αντώνη Οικονόμου ο υδραϊκός εμπορικός στόλος μετατράπηκε σε πολεμικό και τα πληρώματα του σε επαναστατική δύναμη [...].
Σύμφωνα λοιπόν με τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της καταμέτρησης του 1828, οι κάτοικοι, εξαιρουμένων των παροίκων, ανέρχονταν περίπου σε 13.000 ψυχές. Επισημαίνουμε ότι στο μέγεθος αυτό βρίσκονται αποκρυσταλλωμένες οι κοινωνικές, οικονομικές και πολεμικές διεργασίες της επανάστασης. Κατ’ αρχάς οι απώλειες του πολέμου της Ανεξαρτησίας: κυμαινόμενες μεταξύ 200 και 400 ψυχών, αντιπροσώπευαν ένα μικρό αριθμητικά αλλά σημαντικό αναλογικά κλάσμα του έμψυχου υλικού της πόλης, καθώς αφορούσαν σε άρρενες ευρισκόμενους σε παραγωγική (οικονομικώς) και αναπαραγωγική (δημογραφικώς) ηλικία.
Επίσης, οφείλουμε να συνεκτιμήσουμε και τις πληθυσμιακές διαρροές. Η ενσκήψασα οικονομική κρίση και η ελκτική δύναμη νεο-αναπτυσσομένων αστικών κέντρων ώθησαν ένα τμήμα του πληθυσμού στα κανάλια της μετανάστευσης: ειδικότερα, μεταξύ των ετών 1821-1830 138 Υδραίοι μεταδημότευσαν στην Ερμούπολη, ενώ έτερη πηγή, η οποία πιθανόν απαριθμεί και όσους διατήρησαν τη μερίδα τους στα δημοτολόγια της πατρίδας τους, κάνει λόγο για 200 ψυχές. Σημαντική παρουσία Υδραίων ανιχνεύεται σε δύο ακόμη αστικά κέντρα της εποχής, στο Ναύπλιο και στον Πόρο. Στο πρώτο, σε καταμέτρηση της τοπικής αστυνομίας (Νοέμβρ. 1825), εντοπίστηκαν 99 άτομα, ενώ στον δεύτερο, σύμφωνα με απογραφή του 1829, 53, τα μισά εκ των οποίων παρεπιδημούσαν απασχολούμενα ως τεχνίτες στην τοπική οικονομία [...]. Τη διασπορά του υδραϊκού πληθυσμού ευνόησαν τέλος και πολιτικοί ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της κοινότητας.
Παράλληλα, η μαζική και κατά διαδοχικά κύματα εγκατάσταση προσφύγων στο νησί όχι μόνο αντιστάθμισε αλλά και υπεραναπλήρωσε τις όποιες απώλειες, έστω προσωρινά, ενώ ο πολλαπλασιασμός των ευκαιριών για την εξεύρεση εργασίας στον ελληνικό πολεμικό στόλο και παραπληρωματικά ή εναλλακτικά στην πειρατεία συγκράτησε στο νησί τον κύριο όγκο των κατοίκων [...].
Συνοψίζοντας, ο μοναδικός και ομώνυμος οικισμός της Ύδρας διέθετε κατά την εξηκονταετία 1770-1830 ένα σημαντικό, για τα δεδομένα της εποχής στην οποία εγγράφεται, δημογραφικό κεφάλαιο. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το μη αγροτικό χαρακτήρα των επαγγελματικών ενασχολήσεων των κατοίκων αλλά και το ρυθμό επέκτασης του οικισμένου χώρου, αποτελεί ένδειξη της συντελούμενης αστικοποίησης. Όμως, η διαδικασία αυτή δε θα έχει διάρκεια. Η ένταση της οικονομικής κρίσης, η αλλαγή της ροπής της αστικοποίησης του ελληνικού χώρου, η συνακόλουθη μαζική μετανάστευση Υδραίων στον Πειραιά, στην Ερμούπολη ή αλλού και η αποδιάρθρωση των δομών της ιστιοφόρου ναυτιλίας αργότερα, συνετέλεσαν αφενός στο να αποψιλωθεί το νησί από μεγάλο μέρος του πληθυσμού του και αφετέρου οι εναπομείναντες κάτοικοι να προσανατολιστούν σε άλλες μορφές οικονομικής δραστηριότητας (σπογγαλιεία μέχρι το 1950 και τουρισμός μετέπειτα μέχρι και σήμερα).
Προσωρινός τίτλος του βιβλίου, Ιστορική δημογραφία του Ελλαδικού χώρου. Το παράδειγμα της Ύδρας (18ος-19ος αιώνας)
Ο Βαγγέλης Τόλης είναι ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου