ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Mόλις καταλαβαίνεις, άρχισε να της λέει τονίζοντας τις λέξεις, ότι πλησιάζεις στα όριά σου, ότι λιγοστεύει η αντοχή σου, να σταματάς για λίγο, να παίρνεις μιαν ανάσα, ακόμη και να οπισθοχωρείς, δεν είναι κακό να οπισθοχωρείς, κακό είναι να αφήνεσαι να αδειάζεις, να μη φροντίζεις τα αποθέματά σου, να εξαντλείσαι (...), το σημαντικό, ξέρεις, δεν είναι να προχωράς, το σημαντικό είναι, ενώ προχωράς, να ξέρεις πού και πώς θα κάνεις τις στάσεις σου, να είσαι σε διαρκή πορεία από την άγνοια προς τη γνώση, αλλά να μην φιλοδοξείς να βολευτείς με τη γνώση, να μην ισχυριστείς ποτέ ότι μπορείς να την κατακτήσεις ή ότι την κατέκτησες, το σκέφτηκες ποτέ ότι το τέρμα και το αδιέξοδο σχεδόν ταυτίζονται; ότι η απόλυτη γνώση συνορεύει με την απόλυτη άγνοια; Kαι τώρα, σε παρακαλώ, φάε τους λουκουμάδες σου!
[Από το μυθιστόρημα Aθώοι και φταίχτες]
Η Μάρω Δούκα γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Από το 1966 ζει στην Αθήνα. Έχει τελειώσει το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η εποχή της διάλυσης και η εποχή της σύνθεσης
Οι μυθιστορηματικοί κύκλοι της Μάρως Δούκα
ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Παρ’ όλο που τα τρία πρώτα βιβλία της Μάρως Δούκα περιλαμβάνουν ιστορίες σύντομης αφηγηματικής μορφής, τα θέματά τους δεν διαφέρουν καθόλου από τα θέματα που επεξεργάστηκε αργότερα, στον πρώτο μυθιστορηματικό της κύκλο, ο οποίος κράτησε περίπου μια εικοσαετία, αρχίζοντας με την Αρχαία σκουριά (1979) και φτάνοντας ως το Εις τον πάτο της εικόνας (1990). Αλλά ούτε και οι τεχνικές της. Οι αφηγηματικοί της τρόποι, η γλώσσα και οι τονικότητες που χρησιμοποίησε σ’ αυτά δεν χωρίζονται με σαφήνεια, αποτελώντας τις δυο πιο συνηθισμένες εκδοχές με τις οποίες εμφανίζονται οι σύντομες πρόζες: από εδώ η ρεαλιστική/πραγματιστική περιγραφή ενός περιβάλλοντος, από εκεί η υποκειμενική/ψυχολογική υποβολή μιας εσωτερικής κατάστασης. Ήδη στα διηγήματα του Καρρέ Φιξ (1976) υπάρχει ένας αξιοσημείωτος συμφυρμός των αφηγηματικών τεχνικών και των ποικίλων οπτικών τις οποίες φαίνεται ότι δοκιμάζει η Δούκα, όπως επίσης υπάρχουν τα θέματα που θα αναπτυχθούν αργότερα στα μυθιστορήματά της: η πορεία της γυναίκας προς την ωριμότητα, που πηγαίνει παράλληλα με το πολιτικό και κοσμοθεωρητικό της καταστάλαγμα, η επισήμανση των διαφορών ανάμεσα στις γενιές και οι παρεπόμενες ιδεολογικές ρήξεις, η οργανική σχέση ανάμεσα στο ατομικό και στο συλλογικό πεδίο. Έτσι ώστε να γίνεται αμέσως φανερό στον αναγνώστη ότι τη συγγραφέα δεν την ενδιέφερε εξαρχής το να αφηγηθεί και μόνο μια καθημερινή ιστορία, αλλά επίσης και το πώς μπορεί να δώσει στην καθημερινή αυτή ιστορία μια δυναμική, βγάζοντάς την από τις καθηλώσεις του δεδομένου χρόνου, του δεδομένου τόπου και των δεδομένων ηθών, και δίνοντάς της ένα διασταλτικό χάρισμα, με την κίνηση της αφήγησης να πηγαίνει από το “αντικειμενικό” στο “υποκειμενικό” και αντίστροφα. Ορισμένα βιβλία της, όπως για παράδειγμα Οι λεύκες ασάλευτες, είναι κυριολεκτικά βασισμένα ως συνθέσεις στον άξονα τούτης της εναλλαγής, με κομμάτια περιγραφικά και κομμάτια συνειρμικά, μέρη πραγματολογικής παρατήρησης που τα διαδέχονται μέρη συνειρμικής εκτύλιξης της μνήμης. Όμως, αυτό που αξίζει να διασώσουμε είναι ότι η ρηξικέλευθη τεχνική τής Δούκα, που οι περισσότεροι τη γνώρισαν στο πρώτο της και ίσως πιο αγαπητό στους περισσότερους μυθιστόρημά της, Η αρχαία σκουριά, καλό είναι να ξέρουμε ότι δοκιμάστηκε και προετοιμάστηκε στα συντομότερα πεζά της, στα διηγήματά της όπως και στη νουβέλα Που ‘ναι τα φτερά; (1975).
Στον πρώτο μυθιστορηματικό της κύκλο η Δούκα δεν φαίνεται να χρησιμοποίησε πολλά αυτοαναφορικά στοιχεία, ωστόσο το ότι επέλεξε να έχουν πολλά από τα κεντρικά ή τα δευτερεύοντα, γυναικεία ή ανδρικά λογοτεχνικά πρόσωπά της, περίπου την ίδια με εκείνην ηλικία, δείχνει ότι την ενδιέφερε τουλάχιστον να περάσει με το έργο της ένα πολυπρισματικό ή και συλλογικό πορτραίτο της γενιάς της. Πράγματι, η προσήλωση σε ορισμένα θέματα που απηχούν τους προσανατολισμούς, τις δοκιμασίες, τις διαψεύσεις και τις ζητήσεις των νέων που ωρίμασαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του ’67, δίνει καθαρά αυτή τη στάθμη του κοινού μέτρου μεταξύ εποχής και συνειδήσεων. Αλλά την επιλογή της αυτή την φανερώνει και ένα άλλο θεματικό “μοτίβο”, που το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται από βιβλίο σε βιβλίο αυτής της τετραλογίας. Την αντίθεση και αντίφαση του παλιού προς το νέο, του δοκιμασμένου και βέβαιου προς το αδοκίμαστο και ακόμα αδιαμόρφωτο, της γνώσης προς τη μαθητεία. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά μπορούμε να πούμε ότι συνυπάρχουν ειρηνικά αυτές οι αντιτιθέμενες δυνάμεις στα μυθιστορήματα της Δούκα. Το παλιό, το άλλοτε επαναστατικό που τώρα έχει συμβιβαστεί, πέρα από την Αρχαία σκουριά παρουσιάστηκε ως φθοροποιό στοιχείο στην ερωτική σχέση της νεαρής γυναίκας με τον ώριμο στα χρόνια διανοούμενο στην Πλωτή πόλη (1983). Και, πάντως, σε γενικές γραμμές είναι αλήθεια πως χρησιμοποιήθηκε από την συγγραφέα ως σύμβολο της αλλοτρίωσης, ως ένδυμα του κενού αγωνιστικού μύθου που, αντί να ενεργοποιεί, αντίθετα, αδρανοποιεί και καθηλώνει.
Για να κάνω μια γενικότερη παρατήρηση, με την ευκαιρία της προηγούμενης επισήμανσης, θα έλεγα πως τα μυθιστορήματα της Δούκα δεν έπαιξαν μικρό ρόλο στην απομυθοποίηση πολλών στερεοτύπων της μεταπολιτευτικής μας αριστεράς, καθώς μετέφεραν στη λογοτεχνική πραγματικότητα ένα θέμα καθόλα υπαρκτό και αναγνωρίσιμο, ιδιαίτερα στη συγχεχυμένη εποχή της ανόδου του παπανδρεϊκού λαϊκισμού. Όχι σπάνια, στις ιστορίες της οι διαδρομές της γενιάς του εμφυλίου, ιδιαίτερα των διανοουμένων της, εμφανίζονται ως διαδρομές ιδεολογικής έκπτωσης, απολυτότητας αλλά και συμβιβασμού. Και πράγματι, στην περίπτωση που αντιστοιχήσουμε το έργο της με τον πολιτικό ορίζοντα, ο οποίος αποτέλεσε την κεντρική σκηνή της μυθιστορηματικής τετραλογίας της Δούκα, είναι εμφανές πως ο ορίζοντας αυτός, ενώ είχε μείνει αρραγής ως το ‘74, στα κατοπινά χρόνια είναι αξιοπαρατήρητο ότι χάνει ραγδαία τη συνοχή του, με ταχύτατες διαδικασίες διάλυσης. Να σημειώσω εδώ, ότι το ζήτημα της πολιτικής αποδόμησης και της ανασύνθεσης, ως φαινόμενα κοινωνικά που θεματοποιήθηκαν γόνιμα από ένα μέρος της πεζογραφίας της εποχής (βλ. λ.χ. Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου αλλά και Το πλήθος του Αντρέα Φραγκιά), ήταν και είναι κεντρικό ζήτημα στο έργο της Δούκα. Την απασχόλησε περίπου ως ένα οργανικό σύμπτωμα της μεταπολεμικής ιστορίας μας, συνδεδεμένο στενά με τις ζωές, τις διαθέσεις και τις κρίσεις των ανθρώπων, με την ατομική αλλά και την ευρύτερη, την κοινοτική και εθνοτική τους ταυτότητα, ιδιαίτερα μάλιστα στους Αθώους και φταίχτες. Παρά το ότι δεν προσέχτηκε ιδιαίτερα από τους μελετητές της ως βασικό μέρος της συγγραφικής της στρατηγικής, νομίζω ότι την ενδιέφερε ανέκαθεν, καθώς η αποσάρθρωση των συνειδήσεων και η έκπτωση των αξιών που τις κρατούσαν άλλοτε ενεργές είναι στο μεν κοινωνικό πεδίο το εμφανές αποτέλεσμα της ηθικής κρίσης του όλου εποικοδομήματος, ενώ στο λογοτεχνικό αποτελεί τη βασική αιτία η οποία καθιστά αφερέγγυα πια τη ρεαλιστική σύμβαση. Έτσι που ωθεί τη συγγραφέα να αλλάξει τρόπους έκφρασης, να χρησιμοποιήσει άλλες αφηγηματικές τεχνικές, πιο επαρκείς στο να αποδώσουν ζωντανά και πειστικά τις ρευστές, ψυχικές διεργασίες.
Όλα πάντως στο έργο της έχουν μια αιτιώδη συνάφεια, ένα νόημα βαθύτερο. Τίποτε δεν είναι ήσσονος σημασίας∙ η πιο ασήμαντη ύπαρξη μέσα στην αφήγηση εξυπηρετεί κάποιο σκοπό, όπως συνέβαινε στις συνθέσεις των μεγάλων ρεαλιστών μυθιστοριογράφων του 19ου και του 20ού αιώνα, από τους οποίους αναμφισβήτητα διδάχθηκε η Δούκα. Η αιτιώδης συνάφεια, εξάλλου, είναι κατά τη γνώμη μου ένας από τους λόγους που την έκαναν να αρχίσει να χρησιμοποιεί, από τις Λεύκες ασάλευτες (1987) και ως τους Αθώους και φταίχτες (2004), το πιο πρόσφατο βιβλίο της, το στοιχείο και το αίνιγμα του φόνου ως πρόβλημα ηθικής τάξεως, που όμως η λύση του δεν είναι ένα παιχνίδι της λογικής. Το συνήθως φορτωμένο από αναμνήσεις και εμπλοκές ετών ξεκαθάρισμα, ενεργεί καταλυτικά στις ανθρώπινες συνειδήσεις, αποσυναρμολογεί πάγιες αντιλήψεις και διαλύει καταστάσεις που έμοιαζαν ως πριν άθικτες. Επομένως, έχει κι ένα νόημα πολιτικό. Μα και αλλιώς να το δούμε, οι αντιθέσεις στο έργο της Δούκα, οι αλληλοσυγκρουόμενες δυνάμεις, έμμεσα αλλά και σταθερά ανάγονται σ’ έναν δικό της “κανόνα”, σε μια διέπουσα δική της συγγραφική αρχή. Ή, διαφορετικά, ανάγονται με τόλμη σε μια κοσμοθεωρητική αντίληψη, και μάλιστα σε μια εποχή που παρόμοιες αντιλήψεις δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές από το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Να προσθέσω επιπλέον, στο σημείο αυτό, ότι η αντίληψη για την οποία μιλώ δεν είναι τόσο ευδιάκριτη στα πρώτα μυθιστορήματά της, όσο στα επόμενα, και τούτο γιατί στα πρώτα η βιωματική σύγκλιση της συγγραφέως με τα μυθιστορηματικά πρόσωπά της και τις δοκιμασίες τους είναι πολύ πιο έκδηλη, είναι τα πρόσωπα που ξεχωρίζουν, ενώ αντίστροφα στον δεύτερο μυθιστορηματικό της κύκλο, που αρχίζει με το Ένας σκούφος από πορφύρα, τα πρόσωπα υποχωρούν, οι ιδιομορφίες τους απαλύνονται και γίνονται μέρος ενός συλλογικού αφηγηματικού πεδίου, που στόχο έχει τη σύνθεση, την ενότητα των αντιθέτων, και όχι όπως πριν τον ατομικό επιμερισμό. Η στρατηγική αυτή είναι βέβαια ολοφάνερη στους Αθώους και φταίχτες, όπου η Δούκα επεξεργάστηκε στη μυθοπλασία της το θέμα των ταυτοτήτων και των σχέσεων ατομικής και συλλογικής συνείδησης, εξίσου όμως είναι φανερή και στο μυθιστόρημα με το οποίο άνοιξε ο δεύτερος κύκλος της, το Ένας σκούφος από πορφύρα. Εκεί, κεντρικό πρόσωπο είναι ο Αλέξιος Κομνηνός, αλλά αν προσέξουμε καλύτερα την μυθιστορηματική αναδιάταξη της ιστορίας του Βυζαντίου, η Δούκα δεν την επιχειρεί από την πλευρά της ηγεσίας αλλά από την πλευρά των αφανών.
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
Η Αρχαία σκουριά: Μια δεύτερη συνάντηση, τρεις δεκαετίες αργότερα
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΕΝΗ
«Η αρχαία σκουριά» της Μάρως Δούκα εκδόθηκε το 1979, έπεσε ωστόσο στα χέρια μου με σχετική καθυστέρηση, δυο χρόνια αργότερα. Ο λόγος: παρά το γεγονός ότι στα μαθητικά μου χρόνια υπήρξα λάτρης της λογοτεχνίας, τα φοιτητικά με είχαν απομακρύνει εξολοκλήρου από αυτήν. Τη θέση των πεζογραφημάτων είχαν καταλάβει κατ’ αποκλειστικότητα οι κλασικοί του μαρξισμού, οι οποίοι αφενός συνέβαλαν στην πολιτικοϊδεολογική μου συγκρότηση και αφετέρου μου παρείχαν τα αναγκαία εφόδια για την καθημερινή «λάντζα», τις ηρωικές και αρκούντως τσιτατολάγνες αντιπαραθέσεις στο αμφιθέατρο και τα πηγαδάκια.
Αιφνιδίως –και ευτυχώς, καθώς στη δική μου τη γενιά αυτό συνέβη γρηγορότερα απ’ όσο στις προηγούμενες- η συμπαγής, όπως την αντιλαμβανόμασταν τότε, πραγματικότητα, άρχισε να εμφανίζει ρωγμές, οι οποίες εισέβαλλαν εξίσου απροειδοποίητα στα κεφάλια μας. Με συμβολική αφετηρία τις καταλήψεις του ’79, οι ακλόνητες βεβαιότητές μας άρχισαν να καταρρέουν και μαζί μ’ αυτές οι οργανωτικές μας εντάξεις.
Διάβασα, ως εκ τούτου, το μυθιστόρημα της Δούκα στην καταλληλότερη για μένα εποχή, κι αυτός ήταν ένας από τους πολλούς λόγους εξαιτίας των οποίων οι τρεις συνεχόμενες πρώτες αναγνώσεις του με σημάδεψαν. Αυτές συντελέστηκαν σε ένα θάλαμο του νοσοκομείου «Σωτηρία», στο οποίο νοσηλεύτηκα για τέσσερις περίπου μήνες εξαιτίας μιας σοβαρής πλευρίτιδας. Παράπλευρη ωφέλεια του ατυχούς αυτού συμβάντος υπήρξε το γεγονός ότι για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της φοιτητικής μου ζωής απολάμβανα το δώρο του άφθονου ελεύθερου χρόνου. Απομακρυσμένος από τις εντάσεις της εποχής και επιδιδόμενος πλέον σε έναν προσωπικό αναστοχασμό εφ’ όλης της ύλης, ξαναβρήκα το νήμα που με συνέδεε με τη λογοτεχνία, συμβουλευόμενος τον στενό μου φίλο από τα μαθητικά μας κιόλας χρόνια, τον Νίκο Γιαννόπουλο, μάχιμο και σήμερα μέσα από τις γραμμές του «Δικτύου». Ο Νίκος με επισκεπτόταν σχεδόν κάθε μεσημέρι και, έχοντας καταφέρει να κρατήσει ζωντανή την επαφή του με το κοινό μας παλαιό πάθος, με ορμήνεψε σχετικά. Τα πρώτα ελληνικά μυθιστορήματα που μου πρότεινε ήταν Η αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα και, σε αντίστιξη, το παιγνιώδες, και ως εκ τούτου ταιριαστό στους χαρακτήρες και των δυο μας, μυθιστόρημα του Νίκου Νικολαϊδη, Ο οργισμένος βαλκάνιος. Σοφή πρόταση. Το δεύτερο υπήρξε ιδανικό χαλαρωτικό μετά τις διόλου λυρικές -και γι αυτό σαφώς εντονότερες- ψυχικές και διανοητικές αναταράξεις που μου δημιούργησε, γοητεύοντάς με ταυτόχρονα, το πρώτο. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, τοποθέτησα το μυθιστόρημα της Δούκα στη βιβλιοθήκη μου αλλά δεν αποπειράθηκα να το ξαναδιαβάσω κατά τη διάρκεια των πολλών χρόνων που ακολούθησαν. Ίσως φοβόμουν μια κάποια απομαγευτική επίδραση, σαν τις πολλές που μας συμβαίνουν όταν ερχόμαστε μετά από χρόνια σε επαφή με κάτι παλιό κι αγαπημένο, άνθρωπο, κατάσταση ή καλλιτεχνικό έργο. Στα χρόνια που μεσολάβησαν διάβασα και απόλαυσα -άλλο πολύ, άλλο περισσότερο- όλα τα βιβλία της Μάρως, την οποία και γνώρισα πριν από μερικά χρόνια.
Αφορμή για την τέταρτη -δεύτερη επί της ουσίας, καθώς οι τρεις πρώτες έγιναν εντός ενός δεκαημέρου- ανάγνωση του μυθιστορήματος, αποτέλεσε η πρόσφατη αναθεωρημένη έκδοσή του η οποία, για κάποιο λόγο, τον οποίο μάλλον αδυνατώ να εξηγήσω, ακύρωσε την ατολμία μου και την μετέτρεψε σε επιθυμία, αν όχι ανάγκη. Διάβασα με σχετική αμηχανία τις πρώτες σελίδες και με ενθουσιασμό τις επόμενες, καθώς η γοητεία του κλασικού, του έργου που καταφέρνει να αντέξει στο χρόνο, ακριβώς επειδή είναι ικανό να αναμετρηθεί με τα διαρκώς μεταβαλλόμενα διακυβεύματα και αντιφάσεις που προκύπτουν στο πέρασμά του, ήταν καταφανώς παρούσα στη νέα αυτή συνάντηση. Διαπίστωσα ωστόσο πως αν έγραφα κάτι για το βιβλίο, αυτό δεν θα ήταν- δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι- ένα κριτικό κείμενο. Δεν ήμουν κριτικός όταν το πρωτοδιάβασα και ως εκ τούτου αδυνατώ να το αντιμετωπίσω και σήμερα ως τέτοιος, για λόγους απολύτως ευνόητους. Η πολυεστιακή κριτική άλλωστε που ασκήθηκε κατά καιρούς στο μυθιστόρημα ανέδειξε με το παραπάνω τις φανερές και κρυφές αρετές του, αναγνωρίζοντας την εμβληματική θέση του στην ελληνική λογοτεχνία.
Οπότε; Οπότε δεν μου μένει παρά να επισημάνω εν τάχει μερικά από τα στοιχεία που κατά τη γνώμη μου συντελούν στη διατήρηση της διαχρονικής αξίας του βιβλίου, συμβάλλοντας καταλυτικά στη ζωντάνια του, τόσα χρόνια μετά: ο εξαίρετος τρόπος με τον οποίο δένεται λογοτεχνικά η ασταθής, αντιφατική και διαρκώς μεταβαλλόμενη ταυτότητα της ηρωίδας, που αναζητά νόημα στο πλαίσιο αφενός ενός επιφανειακά ευανάγνωστου και επί της ουσίας ταλανιζόμενου από αξεπέραστες αντιφάσεις κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος και αφετέρου ενός εντροπικού οικογενειακού μικρόκοσμου. Η παραβατική ως προς το κανονιστικό πλαίσιο και σαφώς ρέπουσα προς την προφορικότητα γλώσσα, που ενισχύει την αμεσότητα της απεύθυνσης προς τον αναγνώστη. Η προληπτική και άκρως αποτελεσματική απολέπιση του κειμένου -παρά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τη δεδομένη δραματικότητα πλήθους γεγονότων- από λυρικές αφηγηματικές εκδοχές και η συνεπής τήρηση των τεχνικών αποστασιοποίησης που επιτρέπουν, ενίοτε δε και επιβάλλουν, την κριτική ανάγνωση. Η πολλαπλή, κριτική και πάλι, αναμέτρηση με τα πολιτικά αδιέξοδα και αινίγματα της εποχής, με τρόπους που αποδυναμώνουν τις βεβαιότητες και γεννούν στη θέση τους πλήθος, γόνιμων και αυτών, διαχρονικών ερωτημάτων. Και άλλα πολλά, ήδη ειπωμένα.
Όπως επισημάνθηκε και την εποχή της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, Η αρχαία σκουριά δεν τοιχογραφεί την εποχή και τους ανθρώπους της, αλλά την ανατέμνει. Πράττει αυτό που ο Βασίλης Αλεξίου υποστηρίζει στις Λογοπραξίες του: ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι να διατυπώσει το ανείπωτο, αυτό που κρύβεται πίσω από τις γραμμές της συγχρονικής κοινωνικοπολιτικής ανάλυσης και της ιστορικής ανακατασκευής του παρελθόντος, κάνοντας έτσι δυνατή την κατανόηση της σχέσης της πραγματικής Ιστορίας με τους ανθρώπους που τη βιώνουν και με τους ποικίλους και αντιφατικούς τρόπους διά των οποίων δέχονται τις επιδράσεις της και αντεπιδρούν σε αυτή.
Εν κατακλείδι, η δεύτερη ανάγνωση επιβεβαίωσε την αρχική αίσθηση και τωρινή μου πεποίθηση, ότι Η αρχαία σκουριά ήρθε για να μείνει, κερδίζοντας μέσα σε τρεις κιόλας δεκαετίες το ιστορικό της στοίχημα. Προσυπογράφω, λοιπόν, και μεταφέρω εδώ τη δικαιωμένη σήμερα αλλά τότε πρώιμη, και ως εκ τούτου βεβαρημένη με μεγάλα ρίσκα, εκτίμηση του Κώστα Σταματίου, στην εφημερίδα Τα Νέα (18/10/1980): «Με καθυστέρηση έρχομαι να καταθέσω το θαυμασμό μου για την Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα. Τόσο σημαντικό ελληνικό μυθιστόρημα είχα να διαβάσω από τον καιρό του Διπλού Βιβλίου του Χατζή και της Χαμένης Άνοιξης του Τσίρκα, από τον καιρό της Βιοτεχνίας υαλικών του Κουμανταρέα και του Αντιποίησις Αρχής του Αλέξανδρου Κοτζιά. (…) συνδυάζει το φλέγον θέμα, τη μαστορική δόμηση και τη χαρισματική γραφή, που να μεταπλάθει συνειδητά ένα κομμάτι της πραγματικότητας σε αληθινή τέχνη (…). Αν δεν ήταν η αλλιώτικη, νεωτερική γλώσσα θα έλεγα πως χρονολογικά και θεματικά Η Αρχαία σκουριά είναι η συνέχεια της Χαμένης άνοιξης, που δεν πρόλαβε να γράψει ο Στρατής Τσίρκας. Είναι πράγματι ο άχαρος Γολγοθάς της ‘γενιάς του ‘60’, που ξεκίνησε με την έξαρση του Ανένδοτου και το σφρίγος των ‘Λαμπράκηδων’, για να πέσει απροετοίμαστη στη φάκα της ‘Εθνοσωτηρίου’ και να περάσει το λούκι που έβγαλε στην αστραπή του Πολυτεχνείου, που τελικά, ταχυδακτυλουργικά, οικειοποιήθηκαν και εκμεταλλεύονται ακόμα οι πάντες- προπαντός οι ‘απ’ έξω’».
Ο Νίκος Κουνενής είναι πεζογράφος
Εργογραφία της Μάρως Δούκα
Μυθιστορήματα
●Η αρχαία σκουριά,
πρώτη έκδοση, Κέδρος, 1979
έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Πατάκη, 2008
Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» του Δήμου Ηρακλείου, 1982
στα αγγλικά: Maro Douka, Fool's gold, Kedros, Modern Greek writers, μτφρ. Roderick Beaton, 1991
στα γαλλικά: Maro Douka, L'or des fous, Institut Français d' Athênes - Actes Sud, μτφρ. Paule Rossetto, 1993
●Η πλωτή πόλη
πρώτη έκδοση, Κέδρος, 1983
έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Πατάκη, 2007
Β΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 1984 (δεν το αποδέχτηκε)
στα γερμανικά: Maro Douka, Die schwimmende stadt, Insel Verlag, μτφρ. Norbert Hauser, 1991
●Οι λεύκες ασάλευτες
πρώτη έκδοση, Κέδρος, 1987
έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Πατάκη, 2008
●Εις τον πάτο της εικόνας
πρώτη έκδοση, Κέδρος, 1990
έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Πατάκη, 2006
στα γαλλικά: Maro Douka, Le miroir aux images, Editions Hatier,
μτφρ. Jasmine Pipart, 1993
●Ένας σκούφος από πορφύρα
πρώτη έκδοση, Κέδρος, 1995
έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Πατάκη, 2007
στα ιταλικά: Maro Duka, Un berretto di porpora, Crocetti Editore, μτφρ. Massimo Cazzulo, 1999
στα αγγλικά: Maro Douka, Come Forth, King , Kedros, Modern Greek writers, μτφρ. David Connolly, 2003
●Ουράνια μηχανική
πρώτη έκδοση, Κέδρος, 1999
έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Πατάκη, 2009*
στα ιταλικά: Maro Duka, Meccanica celeste, Crocetti Editore, μτφρ. Maurizio De Rosa, 2001
●Αθώοι και Φταίχτες
πρώτη έκδοση, Κέδρος, 2004
έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Πατάκη, 2010*
Βραβείο αφηγηματικού πεζού λόγου του Ιδρύματος Ουράνη, 2005
Βραβείο πεζογραφίας του Διεθνούς Λογοτεχνικού Συνεδρίου των Θ' «Καβαφείων», 2005
Βραβείο Balkanika, 2006
στα σερβικά: Maro Duka, Nevini i Krivci, Narodna Knjiga Alfa, Biblioteka Balkanika, μτφρ. Gaga Rosić, 2006
στα τουρκικά: Maro Duka, Masumlar ve Suçlular, Doğan Kitap, μτφρ. Ferah Kunelaki, 2007
Διηγήματα
●Η Πηγάδα
πρώτη έκδοση, Κέδρος, 1974
έκδοση αναθεωρημένη, Κέδρος, 1997 (εξαντλημένη)
β΄ έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Πατάκη, 2009*
●Πού ’ναι τα φτερά;
πρώτη έκδοση, Κέδρος, 1975
έκδοση αναθεωρημένη, Κέδρος, 1982
β΄ έκδοση αναθεωρημένη, μαζί με την Πηγάδα, Κέδρος, 1997 (εξαντλημένη)
γ΄ έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Πατάκη, 2009*
●Καρέ Φιξ
πρώτη έκδοση, Κέδρος, 1976 (τίτλος: Καρρέ Φιξ)
έκδοση αναθεωρημένη, Κέδρος, 1990
β΄ έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Πατάκη, 2007
Άλλα πεζογραφήματα
●Ο πεζογράφος και το πιθάρι του
Εκδόσεις Καστανιώτη, Σειρά: «Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί» 1992
●Τα μαύρα λουστρίνια
Εκδόσεις Πατάκη, Σειρά: «Η κουζίνα του συγγραφέα», 2005
Θέατρο
●«Σας αρέσει ο Μπραμς;»
στο Κατζουράκης Κυριάκος, Ο δρόμος προς τη Δύση. Η περιπέτεια της μετανάστευσης με ζωγραφική, κείμενα και ντοκουμέντα, Μεταίχμιο, 2001
παραστάσεις: Κάτια Γέρου, «Ο Δρόμος προς τη Δύση», 2001-02
Λουκία Μιχαλοπούλου, «Μπλε μελαγχολία», 2007
Ανθολογίες
●Μεταξύ λόγου και πάθους. Η Μάρω Δούκα ανθολογεί Γεώργιο Βιζυηνό
Εκδόσεις Μπάστας-Πλέσσας, Σειρά: «Η μικρή κιβωτός», 1995
●Η Μάρω Δούκα διαβάζει Γεώργιο Μ. Βιζυηνό
Ελληνικά Γράμματα, Σειρά: «Νεοέλληνες Κλασικοί / Οδηγίες Χρήσης», 2005
Στα ίχνη της ιστορίας των Τουρκοκρητικών, με τη ματιά μιας ελληνίδας και μιας τουρκάλας
ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ, Αθώοι και Φταίχτες, Κέδρος 2008, σελ. 586
SABA ALTINSAY,Κρήτη μου, μτφρ. Νίκη Σταυρίδη, Κέδρος 2008, σελ. 443
H ελληνίδα Μάρω Δούκα και η τουρκάλα Σαμπά Αλτίνσαϊ προσπαθούν αμφότερες να ανασύρουν από τη λήθη την ιστορία των Τουρκοκρητικών. Χρησιμοποιώντας ως κεντρική σκηνή την πόλη των Χανίων και χρωματίζοντας τη γλώσσα τους με λέξεις από τη κρητική ντοπιολαλιά. Aνιχνεύοντας αμφότερες, με τη βοήθεια δύο μουσουλμάνων Κρητών, έναν κόσμο που σβήστηκε βίαια μέσα στη δίνη της κατάρρευσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και των επαναστάσεων στα Βαλκάνια, ως τραγική απόληξη της μικρασιατικής καταστροφής. Οι δύο αυτές φιγούρες μοιάζουν σε μια πρώτη ανάγνωση να συνδέονται εκλεκτικά με κοινά γνωρίσματα, όπως η ευαισθησία και η διαλλακτικότητα που οφείλεται και στην κοινή ενασχόλησή τους με το εμπόριο –και τους χαρίζει την ικανότητα να αποδέχονται το διαφορετικό ως στοιχείο του εαυτού τους αλλά και του διπλανού τους.
Όμως, οι ομοιότητες εξαντλούνται εδώ. Τα γνωρίσματα και οι φόρμες που πληρώνουν τις μορφές τους, οι διαφορετικοί ρόλοι που υποδύονται στα δύο μυθιστορήματα, δείχνουν εξ αρχής όχι μόνο τις διαφορετικές οπτικές γωνίες από τις οποίες προσεγγίζουν την ιστορία οι δύο γυναίκες συγγραφείς. Δηλώνουν προπάντων τα διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, που διαχωρίζουν την αυθεντική μορφή της τέχνης που εκφράζει εδώ και χρόνια με την γραφίδα της η Μάρω Δούκα, από το λαϊκότροπο και εύπεπτο εκμαγείο που προσπαθεί να φτιάξει στο πρώτο της μυθιστόρημα η πολιτική επιστήμων Σαμπά Αλτίνσαϊ. Ο Τουρκοκρητικός Ιμπραήμ Γιαμαρκαμάκης, της Σαμπά Αλτίνσαϊ, που είναι και ο πραγματικός παππούς της, κυριαρχεί όχι μόνο ως πρωταγωνιστής του έργου της. Η Αλτίνσαϊ επιλέγει να συλλάβει μέσα από το δικό του, υποκειμενικό βλέμμα το χρονικό της καταστροφής του σύνθετου κόσμου των χριστιανών και μουσουλμάνων των Χανίων. Ως ένα χρονικό της καταστροφής του μικρόκοσμου του παππού της.
Το αφηγείται συμβατικά σε τρίτο πρόσωπο και, σύμφωνα με τη χρονική ακολουθία των γεγονότων που το προκάλεσαν, από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1898 και την αποχώρηση του οθωμανικού και του ελληνικού στρατού, μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Και παρότι δεν λείπουν οι αναφορές στα γεγονότα, η Αλτίνσαϊ τα καταγράφει ως ένα φόντο αχνό. Για να προβάλλει πάνω του την ανθρώπινη υπόσταση των προσώπων του έργου της. Αφήνοντάς τα όμως, έτσι, να κινούνται ως ανδρείκελα, απομονωμένα από τα δρώμενα και εγκλωβισμένα σε μια ηθογραφική περιγραφή της καθημερινότητά τους. Και περιορίζοντάς τα στα «διαλεγμένα ένα ένα από το Δημιουργό κρητικά χαρακτηριστικά τους», στα χέρια που τρέμουν ή στα σώματα που βράζουν από θυμό.
Η έντονα δραματοποιημένη γλώσσα της οφείλει να εκφράσει την πίκρα και τον πόνο, την απόγνωση και το θυμό των τουρκοκρητικών, για τη σταδιακή αποξένωση και τον ξεριζωμό τους από έναν κόσμο που θεωρούσαν δικό τους. Μια γλώσσα που απευθύνεται, με το συναισθηματικό της φόρτο και με την πληθώρα των κοσμητικών της επιθέτων, στο θυμικό του αναγνώστη. Σχηματοποιεί τους χαρακτήρες σε γραφικές φιγούρες και μετατρέπει την αφήγηση σε μια φλύαρη και αποστεωμένη απεικόνιση.
Η συγγραφέας Μάρω Δούκα ακολουθεί μια διαφορετική πορεία. Προσπαθώντας όχι να αναπαραστήσει το παρελθόν των Τουρκοκρητικών, αλλά να ανακαλύψει την αλήθεια του μέσα από το παρόν, πλέκοντας το μύθο με την ιστορία. Πλάθει τον κεντρικό της ήρωα στα όρια του πραγματικού. Ο εγγονός τής τουρκοκρητικής φιγούρας Χουσεΐν Καουζαρντέ, ο Αρίφ, είναι ένας άθεος Τούρκος διεθνολόγος, με βρετανική υπηκοότητα, που ζει στο Λονδίνο, έχει κάνει σπουδές νεοελληνικής λογοτεχνίας στη Θεσσαλονίκη και βρίσκεται στα Χανιά για να βρει τις ρίζες του.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκφράζει την ιδεατή μορφή του πολίτη του κόσμου, με χαρακτηριστικά ικανά να τον θωρακίσουν με ένα βλέμμα κριτικό, χωρίς να τον απογυμνώσουν από το συναισθηματισμό του. Και μοιάζει να λειτουργεί επιπλέον και ως alter ego της συγγραφέως.
Το αντιγραμμένο και σχολιασμένο από τον πατέρα του ημερολόγιο του παππού του, που και ο ίδιος σχολιάζει, αποτελεί το ευρηματικό εργαλείο που ωθεί τον Αρίφ, ωσάν περιπατητή του 19ου αιώνα, στις περιπλανήσεις του στην πόλη.
Οι εικόνες για τα τζαμιά και τους τεκέδες, τα καφενεία και τους μαχαλάδες, μεταφέρονται από τον παππού και τον πατέρα σε τρίτο πρόσωπο. Και συμπληρώνονται από τις εικόνες που περιγράφει ο Αρίφ σε πρώτο πρόσωπο, των κτιρίων που έχουν χτιστεί στη θέση τους, των χαλασμάτων που έχουν απομείνει, των νέων δρόμων που έχουν ανοίξει, των αντιμερικανικών γκράφιτι που αντικρίζει στους τοίχους. Συνθέτοντας έτσι, μέσα από το παρόν και το παρελθόν, το πολυσήμαντο και πολυσχιδές σκηνικό τού έργου.
Τα πρόσωπα που δρουν μαζί με τον Αρίφ συνδέονται μαζί του με συγγενικούς ή άλλους δεσμούς που τους ενώνουν με τις λησμονημένες μορφές από το παρελθόν. Η Δούκα τούς κινεί μέσα σε σχήματα και φόρμες που αντλεί από διαφορετικά είδη της τέχνης του λόγου, όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα ή η εξομολογητική αφήγηση. Τολμώντας, για μια ακόμη φορά, να πειραματιστεί με διαφορετικά μέσα της έκφρασης, σε ένα γοητευτικό ταξίδι αλλεπάλληλων μεταμορφώσεων. Που της επιτρέπουν να αποκαλύψει το βίαιο πρόσωπο της μισαλλοδοξίας και του ελληνικού εθνικισμού, στο παρόν και στο παρελθόν, μέσα από δύο άγριους φόνους. Μιλώντας με μια γλώσσα ρυθμική, υφασμένη από φράσεις λυρικές, καθημερινές, στοχασμούς για την ιστορία και την πολιτική, αλλά και με αποσπάσματα από τεκμήρια της ιστορίας.
Και πετυχαίνει, έτσι, να διαβάσει την ανίχνευση της ιστορίας του χαμένου κόσμου των τουρκοκρητικών των Χανίων ως μια ζωντανή και παλλόμενη καλλιτεχνική πράξη αυτογνωσίας.
Hχώ από πέρα
Aπόσπασμα από το ανέκδοτο, ομώνυμο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα
ME TH NINO KAI THN TAMAPA στον παππού. Mαγείρεψαν οι Γεωργιανές τα δικά τους και φάγαμε του σκασμού. Mου τραγούδησαν κιόλας βουρκωμένες. Ήπιαμε και λίγο. Eίχε ανασηκώσει η Nίνο τον παππού, τον είχε βολέψει αρχοντικά στα μαξιλάρια του, τον είχε ντύσει γιορτινά, του σέρβιρε στον δίσκο ψιλοκομμένο το φαΐ, τον πότισε και με το κουταλάκι του γλυκού κόκκινο κρασάκι «Aνώσκελη». Mας κοίταζε κι έλαμπαν λυπημένα τα μάτια του. Kαι πόσο τον είχα αγαπήσει! Θυμόμουν το ξέσπασμα της μάνας μου. Πόσο θα ζήσει ακόμη; Kαι είναι ζωή η ζωή του; Aκούμπησα το κεφάλι στα πόδια του. Mε κοίταζε αμίλητος. Μου ένευσε με το χέρι να πλησιάσω. Έγειρα στο στήθος του κι έμεινα να με χαϊδεύει στα μαλλιά. Πολύ ωραίο, πολύ ωραίο σκηνή, φώναζε η Nίνο. Έγειρε απ’ την άλλη μεριά του κρεβατιού το κεφάλι στο στήθος του παππού, άπλωσε αυτός το άλλο χέρι και τη χάιδευε στα μαλλιά. Kι εγώ, φώναξε η Tαμάρα. Aλλά δεν είχε τρία χέρια ο παππούς. Kι έτσι περάσαμε μια αξέχαστη βραδιά οι τέσσερίς μας. Όταν μπήκε ο καινούριος χρόνος, ανταλλάξαμε φιλιά κι ευχές.
Tην επομένη ξύπνησα με πολύ καλή διάθεση. Πήγα σπίτι, βρήκα τη μάνα μου να πίνει καφέ στην κουζίνα, σαν άυπνη. Έβαλα κι εγώ καφέ, κάθισα δίπλα της. Tη ρώτησα πώς πέρασε με την παρέα της. Mε κοίταξε χωρίς καμιά διάθεση να μου πει. Ίσως και να μη μ’ άκουσε καν. Έχεις κάτι; τη ρώτησα πάλι. Kαλά είναι, λίγο πονοκέφαλο μόνο, κι εγώ; Mια χαρά. Mε κοίταξε ανέκφραστη: O παππούς; Mια χαρά κι αυτός! Διπλή η χαρά μου, λοιπόν, ειρωνεύτηκε, πάω μέσα, μπας και κοιμηθώ λίγο, το μεσημέρι θα φάμε όλοι μαζί; Έτσι είπε η Tαμάρα ότι της είπες, μας περιμένει στον παππού. Πολύ καλά, μίλα μου κατά τη μια.
Έμεινα μόνη στην κουζίνα να σκέφτομαι. Eίχα λογοφέρει και με το Aλικάκι. Eγώ για σένα κατέβηκα, παραπονιόταν, να κάνουμε όλη η παρέα Πρωτοχρονιά, κι εσύ μας πουλάς για τον παππού σου, είσαι καλά; Tι να της πω; Δεν άντεχα όμως να βρεθούμε όλοι μαζί. Tις φάτσες τους δεν τις μπορώ πια. Kι ούτε είχα καμιά διάθεση να της εξηγήσω. Oύτε και θα με καταλάβαινε. Γενικώς βαριέμαι να εξηγώ. Tης πρότεινα να ’ρθει μαζί μου στου παππού. Όχι απλώς αρνήθηκε, έγινε έξαλλη. Δεν είμαστε καλά, καθόλου καλά. Kαι γιατί παρακαλώ να μη μείνει τότε με τους δικούς της; Aυτή για μας κατέβηκε, την παρέα. Kι αν για μένα δεν υπάρχει πια παρέα; Aυτό δεν θέλω να τ’ ακούω, με αποπήρε. Mην τ’ ακούς τότε. Kουβέντα την κουβέντα ανταλλάξαμε πολλές κακίες. Έπειτα, ως συνήθως, υποχωρήσαμε κι οι δυο ταυτόχρονα. Kαι της υποσχέθηκα ότι ανήμερα θα συναντηθούμε να κάνουμε την καθιερωμένη μεγάλη βόλτα μας στο Λιμάνι.
Mου έστειλε μήνυμα και ο Xάινριχ, ευχές και τέτοια. Kαλά. Kαι ο θείος Aρίφ. Στην κοσμάρα του αυτός. Όσο και αν μ’ είχε εντυπωσιάσει στην αρχή, κάπως μου τη δίνει τελευταία. Όλα ζυγισμένα, όλα μετρημένα. Kαι προ παντός μην αδικήσουμε κανέναν, και προπαντός η μετριοπάθεια, με όλους καλοί, με όλους ανεκτικοί. Eίναι όμως έτσι; Aυτό είναι η ζωή; Kαι δεν αποκλείεται ο μόνος εντάξει απ’ το περιβάλλον μου να είναι ο Πανάρης. Mοναχός του να περιφέρεται στην Aθήνα. Aν είπε την αλήθεια. Mην τον πιστεύεις, λέει η μάνα μου. Διόλου απίθανο να ’χει κανονίσει κάποια συνάντηση με τίποτα γνωστούς του απ’ τα παλιά. Ποια παλιά; Pώτα τον, αφού τα λέτε τελευταία, ρώτα τον να σου πει.
Γέμισα το θερμός με καφέ και κλείστηκα στο διαμέρισμά μου. Kαλή μου χρονιά, ευχήθηκα, καθώς άνοιγα για πολλοστή φορά το βιβλίο του Bλοντάκη. Kαι κόλλησα πάλι στην αφιέρωση. Στη μνήμη, λέει, των Xανιωτών που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα κατά των κατακτητών, όταν η άλλη Eλλάδα (εκτός από τα Xανιά και την περιοχή των) ανάσαινε πια τον αέρα της λευτεριάς. Kαι ξεχωριστά των συμμαθητών μου: Σοφοκλή Kαντανολέοντος, Γιάννη Λαγού, Σπύρου Περράκη και Γιάννη Tζιτζιφιανάκη. Kι έμεινα για πολλοστή φορά να αναρωτιέμαι πώς είναι να γράφεις ένα βιβλίο στη μνήμη ανθρώπων που έχουν δώσει τη ζωή τους. Στη μνήμη συμμαθητών σου. Πώς είναι να ζεις με την ιδέα ότι μπορείς να δώσεις τη ζωή σου για κάποιο υψηλό ιδανικό! Tι σημαίνει υψηλό ιδανικό; Kαι προσπαθώ να φανταστώ αυτά τα πρόσωπα, τους συμμαθητές. Kι όπως ξεφυλλίζω για πολλοστή φορά το βιβλίο, έπεσα πάλι στη σελίδα 252. Στη φωτογραφία του Σπύρου Περράκη. Σπύρο, Σπύρο, αγαπημένε μου συμμαθητή, φίλε και συναγωνιστή, πώς θα μπορούσα ποτέ να σε ξεχάσω ; Kαι βουρκώνω. Aλλά δεν βουρκώνω για τον Σπύρο, βουρκώνω για τον Bλοντάκη που δεν θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ τον Σπύρο. Kαι ξαναγυρίζω στη σελίδα 59 να διαβάσω πάλι για τον δεκαοχτάχρονο Στέφανο Σκαράκη που εκτελέστηκε απ’ τους Γερμανούς μαζί με άλλους πενήντα τρεις Xανιώτες στην Aγιά, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1944. Nα τον ξαναδώ στη φωτογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου