Του Παναγιώτη
Βούζη*
ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ
ΓΛΥΝΙΑΔΑΚΗ, Ημέρες καλοσύνης, εκδόσεις Πόλις, σελ. 94
[…] Ξέρω πώς
είναι το Κακό / Ξέρω πώς είναι το Κακό // Και σκέφτομαι // σκέφτομαι
// σκέφτομαι // Και σκέφτομαι / πως βάζω τα χέρια μου κάτω από
το πουκάμισό / σου, γύρω από τη μέση σου, σε φιλώ / σε φιλώ, κι
έξω το Λίβερπουλ χορεύει […]
(«Ορατόριο, ΙΙΙ»)
Θα σταθώ, αρχικά, στην ερωτική διάσταση της συλλογής Ημέρες καλοσύνης. Η ερωτική ποίηση και ιδίως αυτή που έχει ως αντικείμενο τον ολοκληρωμένο έρωτα αποδεικνύεται διακυβευματική, γιατί είναι δύσκολο να μεταφερθεί η σωματική εμπειρία σε γλωσσική μορφή μεταδόσιμη στους άλλους. Υπάρχουν, βέβαια, ορισμένες λύσεις. Μία είναι να εστιάσεις σε ένα πολύ συγκεκριμένο στιγμιότυπο, που να ανταποκρίνεται στο παρόμοιο πολύ συγκεκριμένο βίωμα του άλλου. Μια δεύτερη είναι να περιλάβεις μοτίβα με επιτελεστική ισχύ, τα οποία δηλαδή συνιστούν, ταυτόχρονα, μια σειρά φάσεων οι οποίες υπαγορεύουν την πραγματική ερωτική τελετουργία. Η Γλυνιαδάκη προσφεύγει και στις παραπάνω λύσεις. Όμως, υπερβαίνει τις σχετικές δυσκολίες τοποθετώντας, κυρίως, την ερωτική σχέση μέσα στην προοπτική ενός νέου ανθρωπολογικού μοντέλου, που έχει ως καταστατικά του στοιχεία την αποατομίκευση και τη διάχυσή μας στους άλλους.
Στο «Ορατόριο», την εκτενή σύνθεση με την οποία κλείνει η συλλογή, πρωταγωνιστούν, κατ’ αρχάς, η έννοια και οι συνέπειες του Κακού. Οι Ημέρες καλοσύνης έχουν ήδη, από πιο πριν, ετοιμάσει αυτή την αρνητική κορύφωση, με ποιήματα τα οποία είτε κινούνται μέσα στο ρεύμα της Erinnerungsliteratur, της λογοτεχνίας της μνήμης, ανακαλώντας την κτηνωδία την οποία ξέρει, καλά, να επιδεικνύει η Ιστορία, είτε –όπως στο τρίτο μέρος, στις «Ημέρες σιωπής»– καταδεικνύουν τις ρωγμές του παροντικού κόσμου: τους θανάτους κατά την πανδημική συγκυρία, τις ανισότητες, την κλιματική αλλαγή. Ένα βασικό θέμα του «Ορατορίου» συνιστά ο θάνατος σε μαζική κλίμακα. Η συστηματική, βιομηχανοποιημένη εξόντωση των ανθρώπων, η οποία απέκτησε, μέσα στον εικοστό αιώνα, τη διακριτότητα με την οποία την αναγνωρίζουμε σήμερα, εξαιτίας του πλήθους των νεκρών, στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και της εφαρμογής της Τελικής Λύσης, αργότερα. Όταν χάνεται ο υπολογισμός του αριθμού όσων πεθαίνουν, απαλείφεται η δυνατότητα για νοηματοδότηση. Το Κακό το οποίο εκδηλώνεται με τη μορφή της μαζικής εξόντωσης ισοδυναμεί με τον θάνατο του νοήματος. Αυτός ο θάνατος χαρακτηρίζει έκτοτε τον κόσμο μας.
Παράλληλα εδώ, θεματοποιείται η επανεύρεση του νοήματος. Εν προκειμένω, θα κάνω μια παρέκβαση: Σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο Markus Gabriel, για να οδηγηθούμε στη γνώση κάποιου πράγματος, πρέπει αυτό να υπάρχει. Το να υπάρχει σημαίνει ότι η παρουσία του εντοπίζεται σε ένα από τα αναρίθμητα πεδία αίσθησης (Sinnfelder). Κάθε πεδίο αίσθησης χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη δομή, χάρη στην οποία καθίσταται εφικτή η παρουσία συγκεκριμένων πραγμάτων και ιδεών. Πέρα από το γεγονός ότι η οντολογία του Gabriel αναβαθμίζει, εν γένει, την ποίηση, σε σχέση με την κυρίαρχη στην εποχή μας επιστήμη, αφού θεωρεί ισότιμα τα διαφορετικά πεδία τους, στην περίπτωση της Γλυνιαδάκη συμβαίνει, ειδικότερα, το εξής: Το «Ορατόριο» οργανώνεται ως ένα ορισμένο Sinnfeld, ένα πρωτότυπο αισθητικό σύστημα με ανθρωπολογικές απολήξεις, όπου οι σχέσεις διαρθρώνονται βάσει της ακόλουθης υπόθεσης εργασίας: Ξέρουμε πώς μοιάζει το Κακό. / Σκέψου. / Το Καλό σκέψου πώς θα ’ταν / σε κλίμακα μαζική. Χάρη στην προηγούμενη υπόθεση εισάγονται οι προϋποθέσεις για την επανεύρεση του νοήματος και τη συνακόλουθη ανάδυση της παρουσίας ενός νέου κόσμου. Μιας, αντί της δικής μας, ευτοπικής εκδοχής της πραγματικότητας, όπου το ερωτευμένο υποκείμενο ανοίγει και διαχέεται στους άλλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου