Του Θεόδωρου Βάσση*
Ο διαπρεπής μαρξιστής στοχαστής
Φρέντρικ Τζέιμσον (κατ)έδειξε, τεκμηριωμένα, τις αντιφάσεις μέσα στις οποίες
ζει ο άνθρωπος της σύγχρονης (μεταμοντέρνας) κοινωνίας, αυτής του -αρχικά-
καταναλωτικού κι έπειτα (εμφανώς) παγκοσμιοποιημένου (νεοφιλελεύθερου) όψιμου
καπιταλισμού.
Εστιάζοντας στις σύνθετες σχέσεις
(οικονομικής) δομής – (πολιτισμικής) υπερδομής /εποικοδομήματος, όπως τόσο
έξοχα μελέτησε αναλυτικά, πρώτος αυτός, ο Καρλ Μαρξ (1818-1883), ο Φρέντρικ
Τζέιμσον διείδε εγκαίρως (και εγκύρως), μαζί με άλλους κορυφαίους στοχαστές,
όπως η Σχολή της Φρανκφούρτης, ο ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ, ο κοινωνιολόγος
Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Τέρι Ίγκλετον, ο ιστορικός και
κοινωνιολόγος Πέρι Άντερσον κ.ά., το
«τυρί στη φάκα», τις (καταναλωτικές, πολιτισμικές) ψευδαισθήσεις που διαχύθηκαν
«από τα πάνω» (από τα εκάστοτε κυρίαρχα, σε παγκόσμιο επίπεδο, πολυεθνικά
οικονομικοπολιτικά και επιστημονικοτεχνικά ιδιωτικά συμφέροντα) «προς τα κάτω»
(π.χ. προς τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων στις ποικίλες κοινωνικές ταξικές /
(δια)στρωματικές εκφάνσεις της).
Ειδικά ως προς το λογοτεχνικό πεδίο,
διαπίστωσε ότι η (αρχικά ανατρεπτική, με πρωτοποριακό πρόσημο) μεταμοντέρνα
λογοτεχνία, η οποία υπονόμευσε ενδολογοτεχνικά /ενδοκειμενικά τη σοβαροφάνεια
του «υψηλού Μοντερνισμού» με την προβολή της αποσπασματικότητας της σύγχρονης
(αστικής) εμπειρίας και της μείξης του λόγιου με το ευτελές/κακόγουστο στοιχείο
ως «διασκεδαστικών επιτελέσεων» (αντί της «κατήφειας» του λογοτεχνικού
Μοντερνισμού σε σχέση με την ανθρωπιστική κρίση αξιών και το τραγικό αδιέξοδο
του σύγχρονου ανθρώπου εντός της καταναλωτικής δυτικής κοινωνίας), σταδιακά εξέπεσε
στο παιχνίδι της (παρωδιακής) μίμησης του προσωπικού ύφους κορυφαίων
μοντερνιστών λογοτεχνών, η οποία, με την αέναη επανάληψή της, κατέληξε στην
«αφυδατωμένη» παρωδία, στην «παρωδία για την παρωδία», δηλαδή σε μια «κενή
παρωδία»∙ παστίς: «Το παστίς είναι -όπως και η παρωδία- η μίμηση ενός
ιδιαίτερου ή μοναδικού ύφους, η κάλυψη σε μια στιλιστική μάσκα, η ομιλία σε μια
νεκρή γλώσσα: πρόκειται όμως για μια ουδέτερη άσκηση μιας τέτοιας μίμησης,
χωρίς το απώτερο κίνητρο της παρωδίας, χωρίς τη σατιρική παρόρμηση, χωρίς το
γέλιο, χωρίς εκείνη τη -λανθάνουσα ακόμη- αίσθηση, ότι υπάρχει κάτι κανονικό
σε σύγκριση με το οποίο αυτό που μιμούμαστε είναι μάλλον κωμικό. Το παστίς
είναι μια κενή παρωδία, μια παρωδία που έχει χάσει την αίσθηση του χιούμορ
της.» (Fredric Jameson, Η πολιτισμική στροφή. Κείμενα για το Μεταμοντέρνο,
μτφρ. Ροζαλί Σινοπούλου, Αθήνα: Πλέθρον, 2024, σσ. 24-25).
Στα ίδια συμφραζόμενα, προσθέτω, το
αέναο (λογοτεχνικό) παιχνίδι αλήθειας -αληθοφάνειας, στις διάφορες εκδοχές του,
το οποίο (συνεπικουρούμενο από την Αποδόμηση), έχει, διεθνώς, εξαντλήσει προ
πολλού τα όριά του (όπως, άλλωστε, και η Αποδόμηση).
Στα καθ’ ημάς, ο στοχαστής (τύποις
νεοελληνιστής, θεωρητικός λογοτεχνίας) Γιώργος Βελουδής (1935-2014) τα ήξερε
καλά αυτά τα δήθεν αθώα παιχνίδια του Μεταμοντερνισμού, γνωρίζοντας τόσο το
έργο των θιασωτών του Μεταμοντερνισμού όσο και των (επι)κριτών του, σαν τον
προσφάτως εκλιπόντα Φρέντρικ Τζέιμσον, με τον οποίο και «συνέπλεε»:
«Συστατικά στοιχεία αυτών των
μεταμοντέρνων -ισμών είναι […] η ανάμιξη των ειδών και των μορφών, η εξάλειψη
των ορίων μεταξύ υψηλής τέχνης και κακοτεχνήματος (κιτς), η άρνηση του
νοήματος, της πραγματολογικής αναφοράς και της ιστορικότητας στη γλώσσα και στη
λογοτεχνία, η διάπλεξη της τέχνης με την αγορά και του καλλιτεχνικού έργου με
το εμπόρευμα, η ρήξη με τις παραδεδομένες (κοσμο)θεωρίες και η διακήρυξη αντ’
αυτών του νεοαναρχικού δόγματος “anything goes” (σ’ ελεύθερη απόδοση: “όλα
επιτρέπονται”)». Για να συνεχίσει, μετά
από λίγες αράδες:
«Στο νέο δόγμα του μεταμοντερνισμού
έχουν ήδη δοθεί δύο σημαντικές απαντήσεις: Στο έργο του “Μεταμοντερνισμός, ή Η
πολιτισμική λογική του όψιμου καπιταλισμού” (“Postmodernism, or, The Cultural Logic of Late Capitalism”, 1991) o Fr. Jameson, Αμερικανός μ’ ευρωπαϊκή παιδεία,
συσχέτισε αιτιατά το μεταμοντερνισμό με την τρίτη φάση ανάπτυξης του
καπιταλισμού: εμπορευματική, μονοπωλιακή, πολυεθνική∙ η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, η νέα δυναμική των
χρηματιστηριακών αγορών, τα νέα Μ.Μ.Ε., η αποδυνάμωση των εθνικών κέντρων και η
εντατικοποίηση των καταναλωτικών αντιλήψεων καθιστούν αδύνατη την ύπαρξη ενός
(κοσμο)θεωρητικού κέντρου και μιας θεωρητικής βεβαιότητας.»
(Γιώργος Βελουδής, «Η εποχή τού “μετά”», εφ. Ελευθεροτυπία,
7/3/2009).
Ο Θεόδωρος Βάσσης είναι νεοελληνιστής
φιλόλογος (μ.δ.), συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου