Γιώργος Αλεξανδρίδης, Χωρίς τίτλο, 2021-2022, εγκατάσταση
από κεραμικά πιάτα, εφυαλωμένα κεραμικά, μολύβια και μελάνια κεραμικής |
Του
Γιάννη Στρούμπα*
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ, Οι ελεγείες της Ανατολής, εκδόσεις
Κουκκίδα (γ΄ έκδοση), σελ. 50 + CD
Δέκα χρόνια μετά από την πρώτη
ιδιωτική έκδοση της ποιητικής συλλογής Οι
ελεγείες της Ανατολής, ο Χρήστος Τουμανίδης τν επανεκδίδει σε μια συγκυρία
τραγικά ειρωνική, καθώς το πολεμικό σκηνικό της Μέσης Ανατολής που τον
απασχολεί, μαζί με τα θανατερά του παρεπόμενα, είναι σήμερα αναζωπυρωμένο, και
μάλιστα στην πιο ανελέητη, ίσως, μορφή του. Ο Τουμανίδης προσδιορίζει ρητά τον
τόπο του δράματος: είναι η «Λωρίδα της Γάζας», η «επίγεια Κόλαση», ο τόπος της
Σεχραζάτ και του Αλαντίν, η «πορφυρή Ανατολή». Παράλληλα, με τα μότο που
προτάσσει στη συλλογή του υποδεικνύει την άρση της αναβλητικότητας, την
κατάργηση των διαχωρισμών, την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη.
Ο ποιητής παρουσιάζει το χρέος: «πρέπει
να ψιθυρίσουμε/ τα νέα παραμύθια στα παιδιά.// Πρέπει να γίνει πάλι ήλιος. Και
άνεμος./ Παραμυθένιος ουρανός με γήινα φτερά». Με λόγο λυρικό και
οραματικό, που παραπέμπει στον Σικελιανό, αναζητά τη νέα βλάστηση: «από
αυτούς τους ουράνιους τάφους, ναι!/ θα ξεπηδήσουν οι νέες ελπίδες». Η
αναγκαιότητα του χρέους ορίζεται από την κυρίαρχη κόλαση του πολέμου, τον
θάνατο και την προσφυγιά. Ο Τουμανίδης συνδέει τον τόπο με το ιστορικό του
παρελθόν και τη θρησκευτική του παράδοση («Ρακένδυτοι Απόστολοι της Πίκρας»),
παράλληλα όμως σκηνοθετεί τις κατατρεγμένες του υπάρξεις και σε πλαίσιο
διαχρονικό και υπερτοπικό, όπου οι αναφορές σε θρησκευτικά στοιχεία, όπως οι
άγγελοι, απογυμνώνονται εντέλει από το πρωταρχικό τους νοηματικό φορτίο και
προσλαμβάνουν διαστάσεις μεταφορικές. Γι’ αυτό και οι κατατρεγμένοι του ποιητή
είναι αγγελικοί, ως βασανισμένοι και πονεμένοι: «Ανέστιοι άνθρωποι, λειψοί,/
σε Γειτονιές Αγγέλων τριγυρνούν». Ο θρήνος του Τουμανίδη για τους
εξορισμένους από τη ζωή ερμηνεύει την επιλογή του των «ελεγειών».
Η διάθεση του ποιητή να αναδείξει το πρόβλημα
στην καθολικότητά του τον οδηγεί στη μεταφορά του σκηνικού του στη Δύση και την
Ελλάδα. Τη γέφυρά του την αποτελούν οι πρόσφυγες, που ελπίζουν «στη δυτική
πλευρά του ονείρου», όμως ανακαλεί και το δράμα της ελληνικής προσφυγιάς λόγω
της μικρασιατικής καταστροφής. Γι’ αυτό και η προτροπή του προς την ομοιοπαθή
Αθήνα: «Δώσε τους μιαν αυλή, λίγο δικό σου ουρανό./ Ένα παράθυρο ανοιχτό,/
που να μοσχοβολάει βασιλικό κι αστέρια». Η δεκτικότητα της Δύσης στο
αίτημα, ωστόσο, δεν είναι δεδομένη, γεγονός που επιτείνει στους πρόσφυγες το
αίσθημα της απόρριψης απ’ την κάθε πλευρά, και τους καθιστά πρόσωπα ακόμη
τραγικότερα: «Αν επιζήσουμε, έτσι θα ζήσουμε. Απάτριδες./ Δίχως φίλους.
Δίχως εχθρούς./ Και δίχως αυταπάτες».
Το δράμα αποδίδεται από τον
Τουμανίδη μέσα από την συνύπαρξη της κυριολεξίας με τη μεταφορά, η οποία
δημιουργεί δισημίες. «Σε σπίτια δίχως ουρανό, θα βρουν γωνιά,/ για να
προσευχηθούνε»: τα βομβαρδισμένα σπίτια κυριολεκτικά δεν έχουν στέγη, ο
«ουρανός» τους ωστόσο είναι μεταφορικά και το γκρέμισμα κάθε ελπίδας ή κάποιας
αισιοδοξίας για το μέλλον. Οι υπερβολές καταδεικνύουν το αδιέξοδο: «Ούτε μέσα
στο σώμα τους δεν νιώθουν ασφαλείς». Οι αποφθεγματικές διατυπώσεις συμπυκνώνουν
τον φιλοσοφικό στοχασμό: «Ο πόνος πατρίδα και λόγια δεν έχει»· ή «Οι στάχτες
είναι η μνήμη μας». Οι αντιστροφές ανατρέπουν, προσδίδοντας σφαιρικότητα στον
προβληματισμό: «(Οι στάχτες είναι η γνώση μας./ Η αλήθεια που σκοτώνει.)».
Η δε ρυθμική αποτύπωση επίσης δεν αφήνει αδιάφορο τον ποιητή, όπως στον ιαμβικό
δεκαπεντασύλλαβο «Κι απ’ το βυζί της μάνας τους ρουφούνε μαύρο γάλα».
Για τον Τουμανίδη είναι ζητούμενη
η θέση των ποιητών επί των συμβαινόντων: «Και οι ποιητές τι είπαν;». Η
επιχειρούμενη σύνδεση με την ποιητική παράδοση εκκινεί από τα εισαγωγικά μότο·
διέρχεται από διατυπώσεις που παραπέμπουν σε στίχους των προγόνων όπως «Αυτός
δεν είναι τόπος για ζωή./ Σε αυτά εδώ τα χώματα,/ ποιήματα δεν βλασταίνουν»,
οι οποίοι ανακαλούν τον Γιάννη Ρίτσο και τους στίχους του «Σε τούτα εδώ τα
μάρμαρα/ κακιά σκουριά δεν πιάνει» (ποίημα «Εδώ το φως»)· και καταλήγει με
την παράφραση του Καρυωτάκη «Το έσχατο εκείνο καταφύγιο που φθονούμε»,
σε μια μεταστοιχείωση συγκλονιστική, καθώς το μεταφορικό καταφύγιο της ποίησης
αντιστοιχίζεται με το κυριολεκτικό, που καλείται να προστατέψει από τους
πολεμικούς βομβαρδισμούς.
Ο Τουμανίδης, λοιπόν,
προβληματίζεται [«(Ο ήλιος, από τη δύση του, θα ανατείλει πάλι.)»],
συλλογίζεται («Κοιμόμαστε ή καιγόμαστε,/ μες στις αυριανές φωτιές μας.»),
προσεύχεται («Ή μήπως δεν έμαθαν ποτέ, Κύριε, τι είναι η ΑΓΑΠΗ;»), ακόμη
κι αποδεικνύεται δηκτικός και καταδεικτικός [«(Διαλογιζόμαστε πάνω στον ξένο
πόνο,/ οι ασυλλόγιστοι εμείς.)»]. Η προσπάθειά του, ωστόσο, να εντοπίσει
χαραμάδα για την ελπίδα προσκρούει πάντα στη δυστοπική πραγματικότητα («Άψυχη
μάνα./ Στου παιδιού της τα χέρια./ Χαμογελάει!»). Γι’ αυτό και το κλείσιμο
της αυλαίας συναντά μια «Γεωγραφία της θλίψης»: «Αλλά, γιατί η “πολιτισμένη”
Δύση να αγνοεί,/ και η θυμωμένη Ανατολή να μην καταλαβαίνει;». Έτσι, η
ακατανοησία προδιαγράφει και το ζοφερό μέλλον, σ’ έναν αέναο, αδιέξοδο κύκλο: «Επειδή
και γιατί, οι χθεσινές/ είναι οι αυριανές, παντοτινές μας συμφορές».
Η έκδοση συνοδεύεται από σιντί με
το θεατρικό ποίημα, σε τρία μέρη, Οι
ελεγείες της Ανατολής, σε μουσική του Φίλιππου Περιστέρη κι ερμηνεία της
Ντομένικας Ρέγκου.
*Ο Γιάννης Στρούμπας είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου