27/8/23

Νεκρόδειπνος του Σαρρήγιαννη

Το έργο του Γιάννη Τζαβέλλα

(Ένα εικαστικό έργο και η επιτέλεση της εγκατάστασής του)
 
Του Κώστα Βούλγαρη
 
Πριν λίγες μέρες, στο χωριό Τσιτάλια της Αρκαδίας, πλησίον του Λεωνιδίου, τοποθετήθηκε ένα δημόσιο γλυπτό, αφιερωμένο στη μνήμη του Γιάννη Σαρρή (Σαρρήγιαννη), φοιτητή Νομικής, έφεδρου ανθυπολοχαγού στην Αλβανία, καπετάνιου λόχου του ΕΛΑΣ, συνταγματάρχη του ΔΣΕ και διοικητή της μίας από τις δύο ταξιαρχίες του στην Πελοπόννησο, εκείνης στη βόρεια πλευρά του νησιού.
Το ορειχάλκινο έργο φιλοτέχνησε ο δευτερανηψιός του, στον οποίο έχει δοθεί το ίδιο βαπτιστικό όνομα, εικαστικός Γιάννης Τζαβέλλας, με τη δαπάνη των υλικών να καλύπτεται από έναν συναγωνιστή του Σαρρήγιαννη, σύμφωνα με ρητή εντολή που άφησε στη διαθήκη του. Ακολούθησε εκδήλωση, με ομιλητές τον Μιχάλη Σόβολο, αρχειονόμο των ΓΑΚ Λακωνίας, την Ολυμπία Σελέκου, ιστορικό, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, την επίσης δευτερανηψιά του Σαρρήγιαννη, Έλλη Τζαβέλλα, αρχαιολόγο, και τον γράφοντα.
Εν αρχή η τέχνη, ο λόγος της τέχνης: δεν πρόκειται για κάποια προτομή, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, ακολουθώντας την πεπατημένη του ηρωικού προτύπου, ούτε και για μια αφηρημένη σύνθεση, που υποδύεται την κρυπτοσημαίνουσα, όπως πάρα πολλά αμήχανα, κάποτε και κακόγουστα μνημεία/ αναθηματικές στήλες ανά την επικράτεια, που τοποθετήθηκαν από το 1981 μέχρι σήμερα, αναπαράγοντας με την αισθητική τους την αμήχανη, και στους νεότερους πια απωθητική, καθ’ ότι εθνικολαϊκιστικά «διασκευασμένη», αναγνώριση της Εθνικής, όπως ονομάστηκε, Αντίστασης.
Το έργο του Γιάννη Τζαβέλλα εκκινεί από το δίπολο σχήμα παρουσία-απουσία. Προχωρά όμως πολύ πιο πέρα, από αυτό το επίσης φθαρμένο −τουλάχιστον λογοθετικά− στερεότυπο. Αξιώνεται να είναι ένα ουσιωδώς ανοιχτό έργο. Ανοιχτό στους χιλιάδες συναγωνιστές και συναγωνίστριες του Σαρρήγιαννη, αφού θα μπορούσε να είναι αφιερωμένο σε οποιονδήποτε απ’ αυτούς, ανοιχτό και σε άπειρες άλλες αγωνιστικές μορφές, όπως επισημαίνει το αμπέχωνο πάνω στην καρέκλα και το δίκωχο πάνω στο τραπέζι, που κι αυτά όμως ως σύμβολα δεν κυριαρχούν. Κυριαρχεί ακριβώς το τραπέζι, που προσκαλεί φιλόξενα τον καθένα, και η καρέκλα, στην οποία θα μπορούσε να καθίσει κάποιος, ή τουλάχιστον το παιδί του, όπως είπε ο καλλιτέχνης τη στιγμή των αποκαλυπτηρίων, μετέχοντας έτσι και ως πρόσωπο στο δρώμενο.
Πρόκειται για ένα έργο ανοιχτό, ένα έργο πρόσκληση. Ένα έργο που, μάλιστα, όπως δηλοί η εντοιχισμένη στο πλάι επιγραφή, αφιερώνεται στη μνήμη του Σαρρήγιαννη, ο οποίος πολέμησε βέβαια ως κατώτερος αξιωματικός στην Αλβανία και στην Κατοχή, αλλά όμως αναδείχθηκε ως ιδιαίτερα σημαίνον πρόσωπο, κεντρικό για όλη την Πελοπόννησο, μέσα στον Εμφύλιο − αυτή η τελευταία ιδιότητα είναι που τον σηματοδοτεί, και κυριαρχεί πάνω στις υπόλοιπες, που τον βγάζει ως σημασία έξω και από την όποια τοπικότητα.
Δεν γνωρίζω να έχει στηθεί, πανελλαδικά, κάποιο άλλο δημόσιο γλυπτό για πρόσωπο ταυτισμένο με τον ΔΣΕ, ούτε καν σε ένα «ανταρτοχώρι», πόσω μάλλον σε ένα μικρό, τυπικό, άγνωστο χωριό της ελληνικής επαρχίας. Σε ένα χωριό όπου μάλιστα είχε εγκατασταθεί η διοίκηση της δύναμης του ΔΣΕ που επιτέθηκε στην παρακείμενη κωμόπολη του Λεωνιδίου στο τέλος του Ιανουαρίου του 1949∙ ήταν δε η τελευταία επιθετική μάχη του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, και εν γένει μία από τις μεγαλύτερες, αφού εδόθη με δύναμη ταξιαρχίας, αφήνοντας βαρύ φορτίο μνήμης στην περιοχή και μπόλικη εμπάθεια, παρανομοποιώντας κάθε «δημοκρατική» άποψη για πολλές δεκαετίες (η επέτειος της μάχης εορταζόταν ανελλιπώς, μέχρι πριν δυο τρία χρόνια, από την εθνικόφρονα παράταξη...).
Για να συμβεί αυτό, το μάλλον αδιανόητο γεγονός που περιγράφω, δηλαδή η τοποθέτηση σε δημόσιο χώρο του εικαστικού έργου και η νομιμοποίησή του από την παρουσία όσων παρέστησαν, μερίμνησε η ανηψιά του Σαρρήγιαννη, Ζαχαρούλα Σαρρή-Τζαβέλα, μητέρα του εικαστικού, παλαιά των ημερών στην Αριστερά, η οποία κατάφερε να διαχειριστεί, πολιτικά, οργανωτικά, κοινωνικά και τοπικά το όλο θέμα, αποφεύγοντας αριστοτεχνικά το πολιτικό φολκλόρ και τις συνακόλουθες νοσταλγίες, καθώς και την εμπλοκή της όλης «επιχείρησης» με τις αυτοδιοικητικές παραμέτρους και συσσωματώσεις, που πρόσκαιρα όλα τα αλέθουν... Με άψογη τεχνική, εντελώς αντίστοιχη εκείνης του ΔΣΕ, που με ελάχιστες δυνάμεις, και ανύπαρκτα εφόδια και πυρομαχικά στην Πελοπόννησο, κατάφερε να διεξαγάγει έναν καθ’ όλα πόλεμο, πολύ πιο πάνω από τις «αντικειμενικές» δυνατότητές του.
 (Πράγμα που έφερε σε πλήρη αμηχανία τους αμερικανούς συμβούλους του εθνικού στρατού, και έτσι προσφέρθηκε −στις αρχές του 1950, όταν ο Εμφύλιος έχει τελειώσει και δεν υπάρχουν πια διωκόμενοι μαχητές, άρα και καμιά άλλη χρήσιμη στους νικητές πληροφορία− πλήρης αμνηστία στον επιτελάρχη της μεραρχίας Πελοποννήσου, Γιώργη Κονταλώνη, με την υποχρέωση εκ μέρους τους να συντάξει μια τεχνική έκθεση, ως στρατιωτικός που ήταν, αλλά και ως ο μόνος επιζήσας απ’ όλα τα ανώτερα, ακόμα και μεσαία στελέχη...).
Με την τεχνική λοιπόν της υπέρβασης των «αντικειμενικών» δυνατοτήτων, το γεγονός συνέβη, το δημόσιο γλυπτό είναι εκεί, ενώ οι περί τους 300 παρόντες, που κυρίως ήρθαν και από τις δύο πλευρές του Πάρνωνα, δηλαδή την Κυνουρία/Τσακωνιά και την Λακωνία, συμμετείχαν στα αποκαλυπτήρια και στην εκδήλωση που ακολούθησε, επικυρώνοντας με την παρουσία τους το συμβάν. Ακόμα και οι καταγόμενοι από γειτονικά χωριά, Νίκος Φίλης και Θοδωρής Δρίτσας, όπως και η Τασία Χριστοδουλοπούλου, παρακολούθησαν τα δρώμενα σεμνά και σιωπηλά, εισπράττοντας, είμαι σίγουρος, το «νόημα» και τον φρέσκο αέρα της όλης εκδήλωσης − μια πολιτική πρόκληση είναι γι’ αυτούς, ως πολιτικά πρόσωπα∙ ίδωμεν...
Το γλυπτό του Γιάννη Τζαβέλλα, η επιτελεστική πρακτική της εγκατάστασής του, το όλο γεγονός, δεν συνιστούν έναν επίλογο στη μακρά μεταπολιτευτική περίοδο αναγνώρισης της κατοχικής Αντίστασης, που επικέντρωνε στον Άρη Βελουχιώτη, ως αντίβαρο μάλιστα στο «κόμμα» και εν γένει στην αριστερή πολιτική αντίληψη, και κυρίως απωθούσε τον Εμφύλιο, το μείζον γεγονός όχι μόνο της δεκαετίας του 1940 αλλά και όλου του ελληνικού 20ού αιώνα (οι νεκροί του Εμφυλίου είναι πολύ περισσότεροι από εκείνους της Μικρασιατική εκστρατείας...). Μέχρι που, ως ήταν φυσικό, επιλήφθηκε του θέματος ο διαφημιστικός ιστορικοφανής λόγος, και η Αντίσταση παρεδόθη στο νεοελληνικό φαντασιακό, με τη συναίνεση των πολυπληθών αναγνωστών, ως έτοιμων δεκτών, ως έπος των «ατάκτων» και του «αρχηγού» τους.
Το έργο του Γιάννη Τζαβέλα δεν έχει καμιά σχέση με όλα αυτά, ούτε όμως ακολουθεί τη βίαιη και ανιστόρητη ταξική αναγωγή του Εμφυλίου που επιχειρείται από μία πλευρά της Αριστεράς στις μέρες μας. Μάλιστα, διά του έργου, επισημαίνεται η ιστορική διάρκεια και ακολουθία (ελληνοϊταλικός πόλεμος, Αντίσταση, Εμφύλιος), με προφανή, ακόμα και μέσα από τις στρατιωτικές ιδιότητες του Σαρρήγιαννη, την κορύφωση. Έτσι, διά του Σαρρήγιαννη, η μνήμη του Εμφυλίου εγκαθίσταται στον δημόσιο χώρο, έστω σε μια δροσερή γωνιά ενός μικρού, σχεδόν «αφανούς» χωριού του Πάρνωνα, ή μάλλον ακριβώς εκεί που της πρέπει, ως διαρκής αφετηρία. Το έργο, με ιδιαίτερα προωθημένο ύφος, αισθητική, τεχνική, αντίληψη του χώρου, πραγματολογική αγκύρωση, λειτουργικότητα, δηλώνει μια νέα και νομίζω δραστική ιστορική αντίληψη με εφαλτήριο τον Εμφύλιο. Πρόκειται για μια τομή∙ ένα έργο, ένα γεγονός, μια χειρονομία, ένα διαρκές αποτέλεσμα, χειραφετημένο και χειραφετητικό. Που έρχεται να κουμπώσει με τους στίχους του Τάκη Σινόπουλου, γιατί στον Νεκρόδειπνο, το κορυφαίο αυτό ποίημα του Εμφυλίου, που αποτελεί και μία από τις κορυφαίες ποιητικές συνθέσεις του ελληνικού 20ού αιώνα, μια ποιητική σύνθεση που αποτελεί την απόλυτη υπέρβαση της ολιγότερο ή περισσότερο αριστερόφρονης ποιητικής μαρτυριολογίας −και της συνακόλουθης λαθολογίας− που για δεκαετίες στεκόταν αμήχανη απέναντι στον Εμφύλιο, στον Νεκρόδειπνο λοιπόν του Σινόπουλου, ο Σαρρήγιαννης έχει την τιμητική του:
 
Ήρθε ο Σαρρής, ο Tσάκωνας,
ήρθε ο Φαρμάκης, ο Tορέγας, ο
 
Εικαστικά, την ίδια υπέρβαση πραγματώνει ο Γιάννης Τζαβέλας, όσο συμβολικό βάρος κι αν έχουν οι πολύ γνωστοί, ακόμα και, διά της Αριστεράς, υπερτιμημένοι εικαστικοί που έχουν προηγηθεί.
 
***
Ως συγγραφέας, είχα την υποχρέωση να κάνω αυτή την «τεχνική έκθεση» για τα συμβάντα στα Τσιτάλια, στις 16 Αυγούστου 2023. Τα υπόλοιπα για τον Σαρρήγιαννη, που είναι πολλά, όταν εκδοθούν σε έναν μικρό τόμο οι ομιλίες μας στην εκδήλωση.
Προσώρας, όμως, ας κλείσω με ένα δείγμα γραφής του ίδιου του Σαρρήγιαννη, από κείμενο που το γράφει μετά την Κατοχή, κρατούμενος στις φυλακές της Σπάρτης (15-12-1945). Το κείμενο είναι μια περιγραφή της μάχης του Κοσμά (27-6-1943), λίγων ανταρτών υπό τη διοίκησή του, με ισχυρή φάλαγγα Ιταλών, που είχαν επικεφαλής τον μελανοχίτωνα Φεστούτσιο. Απομονώνω λίγα σημεία, που νομίζω ότι φωτίζουν το πρόσωπο του Σαρρήγιαννη και των συναγωνιστών του, καθώς και κάποιες ευρέως διαδεδομένες κοινωνικές νοοτροπίες:
«Η εμπροσθοφυλακή μπαίνει στον κλοιό μας, κρατάμε και την αναπνοή μας ακόμα. Μια ριπή, αυτό είναι το σύνθημα. Τα πυρά γενικεύονται... Κατρακυλά από το άλογό του και ο Φεστούτσιο, τραυματισμένος∙ φωνάζει, ουρλιάζει, απειλεί και ενθαρρύνει. Τους λέει: ‘Μερικοί κατσικοκλέφτες είναι’...
Πιάνουμε τους πρώτους αιχμαλώτους. Τρέμουν κυριολεκτικά. Μας κοιτάζουν περίεργα, τρίβουν τα μάτια τους∙ μας περίμεναν άγριους και απαίσιους στην όψη. Έτσι τους έλεγαν.
Η μάχη συνεχιζόταν, όταν από νότια ακούω φωνές και βλέπω αντάρτες καταϊδρωμένους να τρέχουν να προλάβουν... Είναι ο Λεβεντάκης, ο Κονταλώνης, ο Μακρής... Από τη στιγμή αυτή η μάχη γίνεται πανηγύρι. Γελάμε με τους Ιταλούς, που ένας ένας αφήνει του τουφέκι του και με τα χέρια ψηλά ανεβαίνει.
Ρωτάμε τους αιχμαλώτους, πού είναι ο Φεστούτσιο. Σκοτώθηκε, μας λένε, και μας δείχνουν το ματωμένο κουφάρι του. Μερικοί από τους Ιταλούς τον πατούν στο κεφάλι. Το κάνουν για να μας εξευμενίσουν ή και αυτοί μισούν το απαίσιο αυτό κτήνος που προσωποποιούσε τον μαύρο ιταλικό φασισμό; Ίσως και τα δύο!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: