Γενική άποψη της έκθεση του Άγγελου Αντωνόπουλου «Όλα τα παιχνίδια έχουν δικαίωμα να σπάνε» στη γκαλερί ENIA |
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
Στα τέλη του 1932 ο θίασος της Μαρίκα Κοτοπούλη βρίσκεται στην
Κωνσταντινούπολη για μια σειρά παραστάσεων. Ξαφνικά, ένα βράδυ, εμφανίζεται στα
παρασκήνια ο Γιώργος Βιτσώρης και προκαλεί μεγάλη αναστάτωση. Όλοι τον γνωρίζουν.
Ο Βιτσώρης ήταν ένας ταλαντούχος ηθοποιός που ξεκίνησε ορμητικά το
1924 αλλά διέκοψε το 1928 μια πολλά υποσχόμενη καριέρα, για να αφοσιωθεί στο
επαναστατικό κίνημα ως επαγγελματικό στέλεχος του αρχειομαρξιστικού -
τροτσκιστικού κόμματος.
Η παρουσία του στην Κωνσταντινούπολη συνδέονταν με μια σημαντική για
το κίνημά του αποστολή. Είχε έρθει για να συναντήσει τον ηγέτη της Διεθνούς Αριστερής
Αντιπολίτευσης, Λέοντα Τρότσκι, που από το 1929 ζούσε υπό αυστηρές συνθήκες
απομόνωσης στη νήσο Πρίγκηπο, διωγμένος από την ΕΣΣΔ. Η σύζυγός του, ηθοποιός Νίτσα Βιτσώρη, γνωστή σήμερα ως Νίτσα
Τσαγανέα, θυμάται πως ο Γιώργος αποκάλυψε στην Κοτοπούλη το σκοπό του ταξιδιού
του.
«Την παρακάλεσε να μ’ αφήσει να πάω μαζί του να δούμε τον Τρότσκι που
ήταν ανάγκη να τον δει για να μην τον υποψιαστούν. Η Κοτοπούλη μούδωσε την
άδειά της κι έβαλε κάποιαν άλλη να παίξει στη θέση μου για όσο θα λείπουμε.»
Δυο άλλα μέλη του θιάσου, ο Δημήτρης Μυράτ κι ο Χρήστος Τσαγανέας, «στρίμωξαν»
τον Βιτσώρη και του απόσπασαν την ομολογία «με το τσιγκέλι», όπως αναφέρει ο
πρώτος στο
αυτοβιογραφικό βιβλίο του "Οψέ οι μύλοι των
θεών".
«Πέσαμε στα πόδια του. Ο Χρήστος
ήταν οργανωμένος τροτσκιστής, εγώ όχι, αλλά ο Βιτσώρης γνώριζε τον απέραντο
θαυμασμό μου για τον μεγάλο άνδρα και το κύριο προσόν του χαρακτήρα μου –δεν ξέρω δα αν έχω κι άλλα;– είναι η μπέσα ίσως επειδή ρέει πολύ
αρβανίτικο αίμα στις φλέβες μου. Τον παρακαλέσαμε να μας πάρει μαζί του. Τελικά
πείσθηκε, αφού πρώτα του δώσαμε το λόγο μας πως δεν θα μας ξεφύγει κουβέντα,
ακόμα και στους πιο δικούς μας.
Τελικά το ταξίδι του Τσαγανέα
και του Μυράτ στην Πρίγκηπο δεν
πραγματοποιήθηκε για λόγους ασφάλειας. Πήγε
μόνο ο Βιτσώρης με τη Νίτσα. Λίγα
χρόνια αργότερα η οργάνωση έδωσε στον Μυράτ να μεταφράσει ένα μεγάλο μέρος από
το βιβλίο του Λ. Τρότσκι, «Η Ζωή μου». «Δέχτηκα πρόθυμα και ρίχτηκα στη δουλειά,
διαβάζοντας ταυτόχρονα το αφάνταστα ενδιαφέρον βιβλίο.»
Η αναφορά και μόνο σε αυτά τα ονόματα φανερώνουν ήδη
μια σημαντική διείσδυση των ιδεών του Λ. Τρότσκι στο χώρο της ελληνικής
διανόησης. Ο Λουκάς Καστρίτης στα βιβλία του αναφέρει και άλλα, λιγότερο
γνωστά, ονόματα ηθοποιών που συμπαρατάχθηκαν με τους αρχειομαρξιστές.
Στον πρόλογο του κλασσικού έργου του Λ. Τρότσκι «Λογοτεχνία και
επανάσταση», Εκδόσεις Προμηθέας, Αθήνα 1966, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Αυτό που συνέβαινε είναι πως πολλοί
καλλιτέχνες είχαν στραμμένη την προσοχή τους στη νεογέννητη ΕΣΣΔ και διάβαζαν
τα κείμενα του Τρότσκι που δημοσιεύονταν στα περιοδικά ακόμα και στο
Ριζοσπάστη. Ο Τρότσκι έχοντας εκφράσει την αντίθεσή του στην λεγόμενη
«προλεταριακή τέχνη» είχε δηλώσει ήδη από το 1924 την πρόθεση του σοβιετικού
καθεστώτος να παραχωρήσει στις διάφορες καλλιτεχνικές ομάδες και σχολές «ολική
ελευθερία αυτοκαθορισμού στον τομέα της τέχνης».
Όσον αφορά το χώρο του θεάτρου προϋπήρχε μια αγωνιστική
παράδοση στην Ελλάδα. Ο ηθοποιός Γιώργος
Σαραντίδης είναι από τα πρώτα ηγετικά στελέχη του εργατικού κινήματος. Στενός
σύντροφος του Φραγκίσκο Τζουλάτι από την περίοδο του ΣΕΚΕ τον ακολούθησε σε όλα
τα επόμενα βήματα, σε πιο αριστερές ριζοσπαστικές δράσεις: στην ομάδα
Κομμουνισμός και τέλος στο Αρχείο του Μαρξισμού.
Πριν από αυτό, ο Γιώργος Σαραντίδης πρωτοστάτησε στο συνδικαλιστικό κίνημα των
ηθοποιών. Η αρχή έγινε το 1914 όταν βρίσκονταν στη Σύρο με το θίασο του Γ.
Παπαϊωάννου. Επειδή ο θιασάρχης αρνήθηκε να πληρώσει τα συμφωνηθέντα στους
ηθοποιούς, αυτοί με πρώτο τον Γ. Σαραντίδη ίδρυσαν το «Συνδικάτο Ηθοποιών». Η
προσπάθεια εκείνη δεν τελεσφόρησε εξαιτίας της σφοδρής αντίδρασης των εργοδοτών
αλλά τρία χρόνια αργότερα, στις 22 Φεβρουαρίου 1917, ιδρύθηκε το Σωματείο
Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ).
Ο Παναγιώτης Νούτσος, στο κλασσικό του έργο «Η σοσιαλιστική σκέψη στην
Ελλάδα από το 1875 ως το 1974», σημειώνει πως η αίγλη των Αρχειομαρξιστών στην
Ελλάδα αυξάνει τόσο από τον ηγετικό ρόλο που παίζουν στη μεγάλη απεργία των
φοιτητών του 1929 όσο και από το γεγονός ότι αποτελούν το ελληνικό τμήμα της «Διεθνούς
Αριστερής Αντιπολίτευσης».
Ας μείνουμε για λίγο σε αυτήν την σημαδιακή απεργία των φοιτητών.
Κράτησε περίπου 50 μέρες (Νοέμβρη 1929 - Ιανουάριο 1930) με μεγάλες συγκρούσεις
με την αστυνομία και τον κρατικό μηχανισμό. Ο ίδιος ο Αϊνστάιν έγραψε στον
Βενιζέλο παίρνοντας θέση υπέρ των φοιτητών. Δεν είναι τυχαίο πως οι αρχειομαρξιστές είχαν
ορίσει ως υπεύθυνο καθοδηγητή από τη μεριά της οργάνωσης τον ηθοποιό και μέλος
του Πολιτικού Γραφείου Γιώργο Βιτσώρη.
Από του αρχειομαρξιστές φοιτητές εκείνης της απεργίας αναδείχθηκαν όχι
μόνο σημαντικά στελέχη του επαναστατικού κινήματος αλλά και διακεκριμένοι
διανοούμενοι. Φυσικά σε τρομερά αντίξοες
συνθήκες που σημαδεύτηκαν από πραξικοπήματα, διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες, κι
έναν μεγάλο πόλεμο.
Η Γεωργία Δεληγιάννη, σύντροφος στη συνέχεια του ηγέτη της απεργίας Αναστασιάδη διακρίθηκε ως ποιήτρια, συγγραφέας
παιδικής λογοτεχνίας και σημαντική μεταφράστρια. Το ποίημά της
«Θρήνος» μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και περιλαμβάνεται στον δίσκο «Τα
τραγούδια του Αγώνα».
Ο Κώστας Θρακιώτης (Θαλής
Προδρόμου), θεωρείται από τους εκπροσώπους της
γενιάς του ’30. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και εργάσθηκε σαν εκπαιδευτικός.
Έγραψε ποίηση (21 ποιητικές συλλογές), θεατρικά έργα, σύντομη ιστορία της
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1000-1965), μεταφράσεις αρχαίων τραγικών, αισθητικά
δοκίμια, λαογραφικά μελετήματα.
Ο Πίνδαρος Μπρεδήμας αν και σπούδασε χημικός διακρίθηκε με τα
μυθιστορήματά του : «Ο Τροφοδότης», 1939, και «Τα Παιδιά του Αιώνα», 1957, και
τα δύο ιστορικά δράματα : το «Λούθηρο» 1958 και τον «Πελοποννησιακό πόλεμο».
«Τα Παιδιά του Αιώνα» έχουν σαν φόντο τη μεγάλη φοιτητική απεργία του 1929-30.
Ο Άγγελος Προκοπίου, φοιτητής νομικής
τότε, διακρίθηκε ως κριτικός τέχνης και καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβειο
Πολυτεχνείο.
Τα περιοδικά
Εκεί όμως που παίχτηκε το σημαντικότερο παιχνίδι και διεξήχθη η μεγάλη σύγκρουση
ανάμεσα στους υποστηριχτές της αριστερής αντιπολίτευσης και του Τρότσκι από τη
μια μεριά και τους σταλινικούς από την άλλη, ήταν ο χώρος των λογοτεχνικών περιοδικών.
Αυτό επισημαίνει ο Παναγιώτης Νούτσος σημειώνοντας πως η αίγλη του
τροτσκισμού αντανακλάται «σε κύκλους νέων διανοουμένων, ιδίως λογοτεχνών ή
κριτικών της λογοτεχνίας που αυτονομούνται από τους ασφυκτικούς ‘Κανόνες’ των
συναφών ‘μετωπικών’ περιοδικών του ΚΚΕ και αναζητούν ανοιχτότερους ορίζοντες
στα ‘Πολιτικά Φύλλα’ που προτίθενται να καταστούν φορέας της ‘κριτικής
πολιτικής πρωτοπορίας’».
Τα «Πολιτικά Φύλλα» κυκλοφόρησαν από το Δεκέμβριο του 1930 ως τον
Ιούλιο του 1932. Από εδώ ξεκίνησε Βάσος Βαρίκας (1912-1971) που θα εξελιχθεί σε
έναν από τους σημαντικότερους κριτικούς λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Από την εποχή
εκείνη ήταν οπαδός του τροτσκιστικού κινήματος και παρέμεινε μέχρι τέλος. Ένα από
εξώφυλλά του είχε κάνει ο νεαρότατος τότε χαράκτης Τάσσος.
Τον Ιούλιο του 1932 το περιοδικό
δημοσίευσε μια συνέντευξη με τον Κώστα Βάρναλη στην οποία ο ποιητής δήλωνε το
θαυμασμό του για τον Τρότσκι. "Ο Τρότσκι είναι ένας από τους
εξοχώτερους εγκεφάλους της εποχής. Μεγάλος επαναστάτης, μεγάλος συγγραφέας και
μεγάλο ταλέντο". Η δριμεία επίθεση που
δέχτηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ τον υποχρέωσε σε μια μερική ανασκευή των απόψεών
του μέσω των «Νέων Πρωτοπόρων». Το 1934 ο Βάρναλης προσκλήθηκε
στο Α΄ Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων. Είναι το συνέδριο στο οποίο
υιοθετήθηκε επίσημα ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός».
Η απάντηση του ΚΚΕ στα «Πολιτικά Φύλλα» ήταν το περιοδικό
«Πρωτοπόροι». Οι τροτσκιστές, όπως φαίνεται από ένα έγγραφο που βρέθηκε στα
αρχεία Τρότσκι στο Χάρβαρντ, συνδυάζουν αυτή την έκδοση με τον διορισμό του
Ζαχαριάδη στην ηγεσία του ΚΚΕ και την προσπάθεια αναστροφής διαλυτικού κλίματος
που υπήρχε στο κόμμα.
Η «εξωκομματική» ή μάλλον «μετωπική» ταυτότητα των «Πρωτοπόρων» θα
κριθεί ανεπαρκής για τις ανάγκες του ΚΚΕ, το περιοδικό θα κλείσει και θα
ξαναεμφανιστεί το 1932 ως «Νέοι Πρωτοπόροι». Η έκδοσή του θα διαρκέσει
μέχρι τον ερχομό της δικτατορίας του Μεταξά.
Αλλά η πολιτική διαμάχη στο χώρο της λογοτεχνίας δεν ξεκινά το 1930.
Έχει βαθύτερες ρίζες.
Η Φλωρεντία Κυπριανού στην μεταπτυχιακή διπλωματική της εργασία «Ο
φουτουρισμός ως κίνημα πρωτοπορίας και ως σύστημα στην κριτική του ελληνικού
μεσοπολέμου (1909-1933)», καταγράφοντας αυτές τις κινήσεις της προοδευτικής
διανόησης στην Ελλάδα του μεσοπολέμου γράφει:
«Στα 1924, ο ‘Νέοι Βωμοί’ καθίστανται όργανο της πρωτοπορίας των
διανοουμένων και στα 1927 η ‘Λογοτεχνική επιθεώρηση’ ξεκινά μια σειρά
μεταφράσεων-αναδημοσιεύσεων κεφαλαίων από το έργο του Τρότσκι ‘Φιλολογία και
Επανάσταση’. Στα 1928, διεξάγεται στις σελίδες της ‘Νέας Επιθεώρησης’ μια
μεγάλη συζήτηση για την προλεταριακή τέχνη, ενώ συνεχίζεται η δημοσίευση ενός
ακόμα κεφαλαίου υπό τον τίτλο ‘Φιλολογία και επανάσταση’. Επίσης, προγενέστερα,
ο ‘Ριζοσπάστης’, είχε δημοσιεύσει ένα μικρό αριθμό μεταφρασμένων κειμένων του
Τρότσκι για την τέχνη, σε μια εποχή μάλιστα που είχε επέλθει η σύγκρουση μεταξύ
Τρότσκι- Μπουχάριν».
Μένοντας λίγο παραπάνω στη «Λογοτεχνική επιθεώρηση» του 1927, έχουμε
να πούμε πως, στο πρώτο τεύχος, το κείμενο
που «ανοίγει» το περιοδικό είναι το ποίημα ενός άγνωστου τότε νέου κύπριου ποιητή, του Λεωνίδα Παυλίδη. Το ποίημα με τίτλο ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, αναφέρεται στη
Σοβιετική Επανάσταση και έχει προμετωπίδα τη φράση του Λέοντα Τρότσκι
«Χρειάζονται στήθη γερά για να δεχτούν άφοβα τον κατάψυχρο βοριά της
Επανάστασης».
Στο δεύτερο τεύχος δημοσιεύει ένα μέρος από το έργο του Λ. Τρότσκι
«Φιλολογία και Επανάσταση».
Όσον αφορά τη «Νέα Επιθεώρηση», στην οποία αναφέρεται επίσης η
Φλωρεντία Κυπριανού, πρέπει να πούμε ότι είχε δύο περιόδους κυκλοφορίας. Στην πρώτη, 1928-29, είχε την έγκριση ή την
ανοχή του ΚΚΕ. Το 1933 ο εκδότης Αιμίλιος Χουρμούζιος (υπέγραφε με το ψευδώνυμο
Αντρέας Ζευγάς) την επανεκδίδει αλλά πλέον συγκεντρώνει τα βέλη του
κόμματος.
Με τη Νέα Επιθεώρηση της
νέας περιόδου συνεργάζονται πολλοί λογοτέχνες της πρώτης
περιόδου όπως ο Γιάννης Κορδάτος ο Πέτρος Πικρός, η Γαλάτεια Καζαντζάκη και
άλλοι. Ο Γιάννης Κορδάτος ήταν στο στόχαστρο του ΚΚΕ επειδή είχε δηλώσει «Δεν
θεωρώ προδότη και αντεπαναστάτη τον Λ. Τρότσκι».
Όταν επανακυκλοφόρησε η «Νέα
Επιθεώρηση» ο «Ριζοσπάστης» (19/10/33) ξέσπασε: «Σαπίζανε στο βούρκο της
λησμονιάς ή ανάρια και που κάνανε καμιά εμφάνιση: άλλοι σαν υμνητές των
αντιδραστικών, καθηγητάδων, άλλοι σαν απολογητές –ανοιχτοί ή μισοσκεπασμένοι –
του Τρότσκυ. Μα όσο το επαναστατικό κίνημα ανεβαίνει, τόσο αυτοί λυσάνε.
Μαζευτήκανε λοιπόν τώρα τελευταία 3-4 πρώην ‘ηγετίσκοι’ (Κορδάτος, Σκλάβος,
Παπακωνσταντίνου – διαγραμμένοι δω και χρόνια από το ΚΚΕ για την
ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ, ΤΡΟΤΣΚΙΣΤΙΚΗ τους δράση και θεωρία), πήρανε κι άλλον ένα κύριο
που ποζάρει κι αυτός για ‘μαρξιστής’ διανοούμενος (Ζευγάς – διαγραμμένος κι
αυτός από το ΚΚΕ) και βγάλανε ξανά την παληά ‘Νέα Επιθεώρηση’.»
Η «Νέα Επιθεώρηση»
σηματοδοτείται και από τη στροφή του Νικόλα Κάλας (Νικήτα Ράντου) στον
τροτσκισμό, μια ιδεολογία στην οποία παρέμεινε πιστός μέχρι τέλος. Ο ποιητής Νικήτας Ράντος ήταν συνεργάτης των
«Νέων Πρωτοπόρων» αλλά προκάλεσε την
οργή της ηγεσίας του ΚΚΕ όταν υποστήριξε ανοικτά το ρεύμα του υπερρεαλισμού.
Διακόπτοντας του δεσμούς του με τον σταλινισμό το 1933 ξεκίνησε τη συνεργασία
του με τη «Νέα Επιθεώρηση».
Ένα ακόμη λογοτεχνικό περιοδικό που κινήθηκε στο χώρο της αριστερής
αντιπολίτευσης ήταν «Ο Λυτρωμός που εκδίδονταν από το νεαρό ποιητή και κριτικό
Γεώργιο Μυλωνογιάννη. Κυκλοφόρησε από
τον Ιούνιο ως το Δεκέμβριο του 1933. Στην συντακτική επιτροπή υπήρχε μεγάλη
τροτσκιστική ομάδα στην οποία ανήκε ο Βάσος Βαρίκας. Συνεργάτες ήταν ο Τεύκρος
Ανθίας, ο Ορέστης Λάσκος και άλλοι.
Η Χριστίνα Ντουνιά στο βιβλίο της «Λογοτεχνία και Πολιτική στον
Μεσοπόλεμο, τα λογοτεχνικά περιοδικά της αριστεράς 1924-1936» αναφέρει πως ο «Λυτρωμός»
συγκέντρωνε κυρίως νέους
διανοούμενους και λογοτέχνες που επηρεάζονταν «από αρχειομαρξιστικούς και τροτσκιστικούς κύκλους»..
Οι Νέοι Πρωτοπόροι όμως της
εποχής είναι πιο κατηγορηματικοί. Κατηγορούν ανοιχτά το «Λυτρωμό» ως συγκεκαλυμμένη επιχείρηση του «αρχειοφασισμού» να
διασπάσει το επαναστατικό κίνημα.
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα πρέπει να πούμε πως η οργάνωση των
αρχειομαρξιστών-τροτσκιστών δεν διεκδίκησε ποτέ την πατρότητα κανενός
λογοτεχνικού περιοδικού. Η επίσημη εφημερίδα τους, η «Πάλη των Τάξεων» και τα
άλλα πολιτικά τους έντυπα δεν πρόβαλαν ποτέ κανένα από αυτά. Ίσως γιατί
ακολουθούσαν τη γραμμή του Τρότσκι για την ανεξαρτησία της τέχνης. Την πολιτική
τους ταυτότητα την ανακαλύπτουμε από την πολεμική των αντιπάλους τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου