1/12/19

Η επικαιρότητα μιας διεισδυτικής κριτικής

Βασίλης Σκυλάκος, Χωρίς τίτλο, 1985, χρώμα και ξύλο, 80 x 150 x 15 εκ.



ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Η κατάρρευση των χωρών του αυτοαποκαλούμενου «Υπαρκτού Σοσιαλισμού», κατάρρευση που συντελέστηκε μέσα σε μια μόλις τρίχρονη ιστορική διαδρομή και αφορούσε τις ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες και την ΕΣΣΔ -από την πτώση του τείχους του Βερολίνου Νοέμβρης 1989 μέχρι το οπερετικό πραξικόπημα στη Σοβιετική Ένωση και την υποστολή της κόκκινης σημαίας από το Κρεμλίνο καλοκαίρι του 1991- και μάλιστα με ειρηνικά μέσα – με εξαίρεση το καθεστώς της Ρουμανίας– χωρίς καμία κοινωνική αντίσταση υπεράσπισης των καθεστώτων αυτών, αλλά αντίθετα με εντυπωσιακούς πανηγυρισμούς των πολιτών τους. Κατάρρευση που φάνηκε εκείνη την περίοδο να συμπαρασύρει την φερεγγυότητα όχι μόνο των δογματικών κομμουνιστικών κομμάτων, αλλά λίγο πολύ όλων των ρευμάτων της αριστεράς.
Σε μια συγκυρία μάλιστα που η τεχνολογική επικοινωνιακή επανάσταση επιτρέπει σ’ έναν επιθετικό καπιταλισμό, για πρώτη φορά και με ένταση μια παγκόσμιων διαστάσεων εξάπλωση με εντονότατα ολιγοπωλιακά φαινόμενα. Ταυτόχρονα και ως συνέπεια των δύο αυτών γεγονότων επέρχεται μια νεοφιλελεύθερη ανορθολογική και α-ιστορική εμπειρικοκρατούμενη ηγεμονία που διακήρυξε αυτάρεσκα το «τέλος της ιστορίας, των ιδεολογιών, του προλεταριάτου», των ελευθεριακών οραμάτων.
Βέβαια η εφορία αυτής της ηγεμονίας γρήγορα ξεθύμανε, μέσα στις νέες κρίσεις του καπιταλισμού, ενώ οι μορφές εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης εντάθηκαν και απέμεινε τελικά μια σκέτη στυγνή εμπειρική κυριαρχία. Μια που η Ιστορία προφανώς δεν σταμάτησε, ούτε οι αγώνες για ένα ελεύθερο από εκμετάλλευση και κάθε είδους αλλοτρίωση αύριο. Νέες αντιστάσεις/αντιφάσεις γεννήθηκαν, νέες ριζοσπαστικές κινηματικές αριστερές προτάσεις διεκδικούν μια πληρέστερη ανθρωποκεντρική πορεία. Η εξέλιξη αυτή όμως εκφεύγει του παρόντος κειμένου, που στόχο έχει να ψαύσει τις αιτίες που οδήγησαν στην κατάρρευση αυτής της μεγάλη ελπίδας που γέννησε ο 20ός αιώνας με την επικράτηση της Μπολσεβίκικης Επανάστασης τον Οχτώβρη του 1917.

Μια κατάρρευση βέβαια που μόνο για το ΝΑΤΟ και τους κάθε είδους «σοβιετολόγους» ήταν …απρόσμενη! Αντίθετα, για τους μαρξιστές μελετητές θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενη, μετά την αποτυχία του εγχειρήματος αποσταλινοποίησης και στοιχειώδους εκδημοκρατισμού που επέφερε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την εσωκομματική ανατροπή του Χρουτσόφ, τις στρατιωτικές επεμβάσεις στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία με την καταστολή των ελπίδων που είχε γεννήσει η «Άνοιξη της Πράγας» , τον στρατιωτικό νόμο στην Πολωνία για την αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος της «Αλληλεγγύης» στα ναυπηγεία του Γντάσκ , την παγίωση μιας ανελεύθερης γραφειοκρατικής στασιμότητας και σκλήρυνσης των καθεστώτων επί Μπρέζνιεφ, απέναντι στα αυξανόμενα ρεύματα των αντιφρονούντων.
Η περεστρόικα του Γκορμπατσόφ ήρθε πολύ αργά –παρά τις ελπίδες που δημιούργησε– για να αντιστρέψει όλη αυτήν την πορεία, ενώ δημιούργησε έναν ελεύθερο Δημόσιο Χώρο στον οποίο οι πολίτες άρχισαν να εκφράζονται ξανά με φαινομενικά αντιφατικά μεταξύ τους αιτήματα και διαδηλώσεις, στις οποίες γρήγορα κυριάρχησαν καταπιεσμένες εθνικές ταυτότητες με ανάμεικτα δημοκρατικά αιτήματα ελευθερίας, τόσο εντός της Σοβιετικής Ένωσης όσο και στις ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες και εντονότερα στην Ανατολική Γερμανία.
Και είναι εκεί, σ’ αυτή την βίαια χωρισμένη πόλη του Βερολίνου, που η κοινωνική δυναμική μιας τεράστιας αυθόρμητης διαδήλωσης, λίγες μέρες πριν την πτώση του τείχους, με σύνθημα δυο αλληλένδετες μαζί τους έννοιες, Δημοκρατία και Ελευθερία, και πανό με τη φράση «Ελευθερία είναι η Ελευθερία όσων σκέφτονται διαφορετικά» και την υπογραφή Ρόζα Λούξεμπουργκ. Θαρρώ καθόλου τυχαία. Άλλωστε, η διαδήλωση ξεκίνησε ακριβώς από το κανάλι Λάντβερ, όπου οι παραστρατιωτικοί, της πρώτης σοσιαλδημοκρατικής Κυβέρνησης Έμπερτ, είχαν πετάξει το πτώμα της μαζί με εκείνο του συντρόφου της στο κίνημα των «Σπαρτακιστών», Καρλ Λήμπνεχτ .
Μπορεί βέβαια οι διαδηλωτές να μην γνώριζαν όλο το έργο αυτής της πολωνο-γερμανίδας κομμουνίστριας, μια που ήταν απαγορευμένο, ως θεμέλιο της αίρεσης του …»λουξεμβουργιανισμού», κι ας γιόρταζαν κάθε Γενάρη τη μνήμη των τριών Λ (Λένιν, Λούξεμπουργκ, Λήμπνεχτ ). Είχαν φτάσει όμως μέχρι αυτούς από διάφορες αντεργκράουντ διαδρομές, επιλεκτικά αποσπάσματά του. Αποσπάσματα ενός βαθιά δημοκρατικού επαναστατικού ρεύματος σκέψης, τόσο διάφορου από το πνεύμα στρατώνα και ανελευθερίας που βίωναν και το οποίο αυθόρμητα επανέρχονταν τούτες τις ώρες του κοινωνικού βρασμού αποκτώντας μια εκπλήσσουσα επικαιρότητα.
Όχι ως αναζήτηση ενός αμόλυντου από τα πλέγματα της κομμουνιστικής εξουσίας ηρωικού προσώπου, αλλά ως αιτήματα άμεσης διεκδίκησης. Και είναι εντυπωσιακό πως σε πείσμα κάθε γραφειοκρατικής εξουσιαστικής επιλογής, αυτό το όνομα και το έργο του, έστω και αποσπασματικά, ξεπετιέται σε κάθε εξεγερσιακή έκρηξη, σε κάθε εποχή κρίσης και ανάγκης αναστοχασμού της Αριστεράς.
Πρόκειται για ένα «νυστέρι κριτικής, ένα ξίφος πιο αποτελεσματικό από το ρόπαλο του Λένιν» όπως χαρακτηρίζει τις κριτικές της σκέψεις η σύντροφός της στους αγώνες και φίλης της Κλάρα Τσέκιν, που απαντά σχεδόν προφητικά στα γιατί της κατάρρευσης. Σκέψεις που διατυπώνονται σε δύο κείμενά της, το «Οργανωτικά ζητήματα της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας» στα 1904, ως απάντηση στο έργο του Λένιν «Ένα βήμα μπρος δυο βήματα πίσω», και την κριτική της για την πορεία της «Ρώσικης Επανάστασης», στα 1918, ούτε ένα εξάμηνο από την έκρηξή της και μάλιστα από το Μπρέσλαου όπου βρίσκονταν φυλακισμένη ήδη πέντε χρόνια. Και στα δύο κείμενα αναδεικνύεται η βαθιά πίστη της ότι «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι τίποτα».
Στο πρώτο κείμενο, η κριτική της αφορά την ριζική της αντίθεση με «τον ιδιότυπο μπλανκισμό ενός πνεύματος στρατώνα» όπως χαρακτηρίζει τις θέσεις του Λένιν, για το «κόμμα νέου τύπου», την οργανωτική αρχή του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» που καθιερώνει, την άποψη του Κάουτσκι που ακολουθεί ο Λένιν, ότι η ταξική συνείδηση δεν είναι δημιούργημα των αντιφάσεων που το εργατικό κίνημα αποκτά μέσα στην πάλη για καλυτέρευση των όρων της ζωής του αλλά χρειάζεται μια φωτισμένη πρωτοπορία να του την εμφυσήσει απ’ έξω. Καθώς και τη βασική της διαφορά της με την απολυτότητα κατανόησης από τον Λένιν της μαρξικής φιλοσοφικής έννοιας περί «δικτατορίας του προλεταριάτου» διατυπώνοντας ρητά την θέση: «Ναι! Ναι! Δικτατορία ! Αλλά αυτή η δικτατορία έγκειται στον τρόπο εφαρμογής της δημοκρατίας και όχι στην κατάλυσή της, στην ενεργητική αποφασιστική επέμβαση στις νομικές και οικονομικές σχέσεις της αστικής κοινωνίας που χωρίς αυτήν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός … Αυτή πρέπει να είναι έργο της τάξης και όχι μιας μικρής μειοψηφίας που διευθύνει στο όνομα της τάξης»
Με αυτές τις θέσεις αρθρώνει και την κριτική της αντίθεση με την πορεία της Ρώσικης Επανάστασης. Πρόκειται για μια κριτική που αποτελεί υπόδειγμα διαλεκτικής σκέψης και συντροφικής στάσης. Πρωταρχικά, χαιρετίζει ανεπιφύλακτα την Οκτωβριανή Επανάσταση: «Όσο μπορεί ένα κόμμα, σε μια ιστορική στιγμή, να δώσει παράδειγμα θάρρους, δύναμης για δράση, επαναστατικής οξυδέρκειας και λογικής, ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι σύντροφοί τους το δώσανε σ’ όλο του το μέγεθος». Ταυτόχρονα, ελπίζει στη διεθνική της εξάπλωση, κατακεραυνώνει την συμβιβασμένη από τότε σοσιαλδημοκρατία , αλλά και δεν διστάζει να κρίνει και την πολιτική των μπολσεβίκων. Μια που «Θα ήταν σφάλμα να φοβόμαστε πως μια κριτική ανάλυση των δρόμων που μέχρις εδώ ακολούθησε η Ρώσικη Επανάσταση, θα μπορούσε να επισκιάσει επικίνδυνα την ακτινοβολία και το γοητευτικό παράδειγμα των Ρώσων προλεταρίων … Τίποτε πιο εσφαλμένο … Αυτό που θα μπορούσε να αφυπνίσει την ικανότητα της ιστορικής δράσης των προλεταρίων … δεν θα είναι η τεχνητή κατασκευή μιας πνευματικής κατάστασης ικανής μόνον για επαναστατικές κραυγές, αλλά εντελώς αντίθετα αυτό θα γίνει μόνον με την κατανόηση όλης της τρομερής σοβαρότητας και όλης της πολυπλοκότητας των καθηκόντων που έχει να επιτελέσει, μόνον με την πολιτική ωριμότητα και τη φωτισμένη ανεξαρτησία, μόνον με την κριτική ικανότητα των μαζών» μετά την απόφαση του Λένιν για διάλυση της Δούμας που εκλέχτηκε τον Νοέμβριο του ’17, γεγονός που θεωρεί σημείο «καμπής» τονίζοντας: «το ζήτημα δεν εξαντλείται με την Συντακτική Συνέλευση και το εκλογικό δικαίωμα. Έχουμε ακόμη να λογαριαστούμε με την κατάργηση των δημοκρατικών εγγυήσεων, εκείνων που είναι οι σπουδαιότερες για μια υγιή πολιτική ζωή και για την δραστηριότητα των εργαζόμενων μαζών: την απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και συνέρχεσθαι, που απαγορεύτηκαν για όλους τους αντιπάλους της Σοβιετικής Κυβέρνησης … Χωρίς γενικές εκλογές, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή ξεψυχάει μέσα στους δημόσιους θεσμούς, γίνεται ζωή επιφανειακή, όπου το μόνο ενεργό στοιχείο που απομένει είναι η γραφειοκρατία»! Και η διαφθορά γίνεται «αναπόφευκτη»!
Προφητική πράγματι κριτική, αφού τα φαινόμενα που παρατηρούσε στο διάβα του χρόνου εντάθηκαν, σε οργανική συνάρτηση και με άλλα δύο βασικά πεδία της κριτικής της, το μοίρασμα της γης σε μικρούς κλήρους και όχι κολεκτιβοποίησή της και κυρίως ο «Δούρειος Ίππος» όπως χαρακτηρίζει την πρόταση για την αυτοδιάθεση των εθνοτήτων που συναποτελούν την Ρωσία, μέσα από μια «κούφια φρασεολογία και ένα μικροαστικό μυστικισμό» που οδηγεί στην κυριαρχία της αστικής τάξης κάθε εθνότητας και τελικά στον εθνικισμό ως όργανο «αντεπαναστατικής πολιτικής». Και είναι μέσα από αυτή την κριτική που μπορούμε να ψαύσουμε τα γιατί της κατάρρευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: