ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
Στην Χριστίνα Ντουνιά
«Η Ερίκο Καβασίμα είχε συνηθίσει να γράφει στο ημερολόγιό της κάθε βράδυ προτού πέσει για ύπνο [. . .] Δεν πίεζε το εαυτό της να μεταφέρει πάντα δραματικά γεγονότα-αυτό ήταν το τέχνασμά της, να παραμένει απλή. Ακόμα κι όταν δεν είχε να σημειώσει παρά μόνο “τίποτε δεν συνέβη σήμερα”, αυτό της αρκούσε».
Κέιγκο Χιγκασίνο, Ταξίδι κάτω από τον ήλιο του μεσονυκτίου
Συμπληρώθηκαν στις 7 Οκτωβρίου 170 χρόνια από τον θάνατο του Έντγκαρ Άλαν Πόε ή Πόου όπως τον ξέρουν οι συμπατριώτες του. Επιστρέφω στις σελίδες του ημερολογίου που κρατούσα παλαιότερα, σχεδόν ανελλιπώς, στην Ανατολική Ακτή των Η. Π. Α, όπου έζησα κι εργάστηκα συνολικά για επτά περίπου χρόνια. Η καθημερινότητα δεν ήταν τίποτε άλλο τότε παρά μια γεωμετρία του περίπου ή ολοκληρωτικά διαφορετικού. Διαβάζω: «Φθινόπωρο του 2009. Βρίσκομαι ακόμη μια φορά για επαγγελματικούς λόγους στην Βόρεια Αμερική. Όχι πολύ μακριά από τη Βαλτιμόρη, όπου αυτές τις μέρες προβλέπεται να γίνει μια διπλή κηδεία του Πόε προκειμένου να τιμηθεί δεόντως η διακοσιοστή επέτειος από τη γέννησή του. Αναμένονται βεβαίως πλήθη θαυμαστών του έργου του από διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ και όχι μόνον. Ήδη οι διοργανωτές της εμφανώς παράδοξης αυτής εκδήλωσης υποστηρίζουν ότι δεν θα τους χωρέσει όλους μαζί η κύρια αίθουσα τελετών του Ουέστμινστερ. Την συναντάμε σε κοντινή απόσταση από την πόλη των νεκρών, που φιλοξενεί τον συγγραφέα της Premature Burial, ήτοι της Πρόωρης Ταφής. Έτσι άλλωστε συνηθίζουν να αποκαλούν το νεκροταφείο οι Αγγλοσάξονες, όπου κι αν βρεθούν. Δεν πρόκειται δηλαδή περί συντάγματος τάφων, αλλά περί βαρύτιμου άστεως.
Η πρώτη κηδεία του Έντγκαρ Άλαν Πόε, το 1849, στην οποία παραβρέθηκαν δέκα περίπου άτομα, δεν ήταν η πρέπουσα σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η εθιμοτυπία της διιστορικά αυστηρότατης Εκκλησίας της Νέας Αγγλίας. Την είχε αποκρύψει άλλωστε παντελώς ο εξάδελφός του Νίλσον Πόε. Ίσως διότι ήξερε την ανάλογη οδηγία του Ιησού, ο οποίος, κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, απέτρεψε έναν από τους μαθητές του να θάψει τον ίδιο του τον πατέρα, προφέροντας εκείνην την από κάθε άποψη απροσδόκητη εντολή «ακολούθει μοι, και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Αιώνες αργότερα ήταν επόμενο να προκαλέσουν τα λόγια αυτά το κριτικό πνεύμα διανοουμένων, όπως φέρ’ ειπείν ήταν ο Φρίντριχ Νίτσε και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Οι τρεις ταφές του Έντγκαρ Άλαν Πόε συνάπτονται ασφαλώς, κατά τρόπο υπόγειο και ασφαλώς αποτελεσματικό με τη συνειδητή επανάληψη ορισμένων αρχετυπικών στοιχείων του δημιουργικού Μακάβριου. Ό,τι τον κατέτρυχε ψυχικά ή κατ’ αντίθετη φορά τον ευεργετούσε από αισθητική πλευρά ήταν εν τέλει παρόν εκεί, ικανοποιώντας στο έπακρο τις προσδοκίες όσων παραβρέθηκαν. Συγκρατώ, μεταξύ των πολλών καινοφανών, ότι προηγήθηκε έκθεση καταλλήλως ανασκευασμένου σώματός του και ολονυκτία πέριξ του μνημείου του, το οποίο κοσμεί την νεκρόπολη του Ουέστμινστερ. Δεν επρόκειτο βεβαίως περί ταριχεύσεως, αλλά περί εντυπωσιακής αναπαραστάσεως μιας κομψότατης σορού.
Συνειρμικά με επισκέφθηκε αμέσως η εικόνα μιας άλλης λατρείας ενός επώνυμου, πασίγνωστου νεκρού. Εννοώ την περιφορά του ήρεμου εκείνου, σιωπηλού πλήθους, που είχε προσέλθει εμφανώς κατανυκτικά την ημέρα που επισκέφτηκα το Μαυσωλείο του Μάο Τσε Τουνγκ στο Πεκίνο. Σε περίοπτη θέση στην Πλατεία της Απαγορευμένης Πόλης, στην καρδιά ενός συννεφιασμένου, αλλά όχι απειλητικού Πεκίνου, ο κόσμος προσερχόταν αυθόρμητα για να δει το δικό του όνειρο, όχι στον ύπνο του, αλλά στο φως της εξ αντικειμένου πραγματικότητας. Το άψογα διατηρημένο σώμα του «Μεγάλου Τιμονιέρη» παρείχε ό, τι ακριβώς διέδιδε σιωπηρώς μπροστά στα μάτια μου ο κατά τρόπο συμβολικό, αλλά και αρκούντως πειστικό ταυτοχρόνως νεκραναστημένος λάτρης των ωραίων θανάτων στην κατά τα φαινόμενα μόνον θετικιστική Βαλτιμόρη του 21ου αιώνα: ήτοι ένταση νοσταλγίας του (σχεδόν) υπερφυσικού.
Αν όντως «εκπλήξεις υπάρχουν στην πραγματικότητα, όχι στη γραμματική», όπως διακηρύσσει ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν στη Φιλοσοφική Γραμματική του, τότε η συστηματική θεματολογική έκπληξη, η ριζική διαγραφή του αρχετυπικά κοινότυπου, η ακαριαία, ενίοτε βίαιη ακύρωση της (όποιας) κανονικότητας της ζωής, οι οποίες συνέχουν καταστατικά την ποιητική του Έντγκαρ Άλαν Πόε, εξακολουθούν να υπαγορεύουν την αλήθεια του».
*
Κάθε μέρα, πηγαίνοντας από το διαμέρισμα που νοίκιαζα ως στο Γενικό μας Προξενείο στη Νέα Υόρκη, όπου είχα διοριστεί Πρόξενος από τον Ιούνιο του 1983 ως τον Ιούνιο του 1989, διέσχιζα υποχρεωτικά την 84η οδό. Πρόκειται για την οδό στην καρδιά του βορειοδυτικού Μανχάταν, η οποία θεσμικά φέρει διαρκούς τιμής ένεκεν το όνομα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Στη συμβολή της μάλιστα με τη Λεωφόρο Μπροντγουαίη, μνημονεύεται σε πινακίδα ότι στο σημείο αυτό υπήρχε παλαιότερα το σπίτι, όπου διέμενε ο ποιητής όταν έγραψε το έμβλημα της Νέας Ποίησης, δηλαδή το Κοράκι. Τη μνήμη αυτή δεν μπορούν να την αγνοήσουν και να θέλουν, όσο κι αν βιάζονται οι περαστικοί, όπως είναι κατάλληλα εντοιχισμένη στην πρόσοψη της πολυκατοικίας, που κτίστηκε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα.
Την εποχή εκείνη, για να θυμηθώ τα λατινικά μου, διάβαζα που και που την Ηθική του Βενέδικτου ντε Σπινόζα, ανατρέχοντας συχνά πυκνά βέβαια σε μια έντιμη γαλλική απόδοση. Είχα συγκρατήσει τη σκέψη: «όταν τελικά το σώμα καταστρέφεται, οπωσδήποτε κάτι τι επιβιώνει από το νου και διατηρείται ανέπαφο στον αιώνα τον άπαντα. Ο ανθρώπινος νους δεν είναι δυνατόν να χαθεί τελείως». Πρόκειται για την εικοστή τρίτη πρόταση από το πέμπτο μέρος του εμβληματικού αυτού έργου. Αντιτίθεται με σφοδρότητα βέβαια, όπως γνωρίζουν καλώς οι μελετητές της ιστορίας των ιδεών, σε όσα άλλα πίστευε ο ίδιος, ο κατ΄ εξοχήν σκεπτικιστής, ο τόσο πεισματικά ανατρεπτικός αυτός φιλόσοφος.
Η σύνδεση της απόφανσης αυτής με την ειδική αποτίμηση του έργου του Έντγκαρ Άλαν Πόε υπήρξε αρραγής από την πρώτη στιγμή που άγγιξα το σπινοζικό αυτό νόημα: η αφθαρσία περνάει δηλαδή κι αυτή από τη στενωπό του θανάτου. Το ποίημα είναι η πυρά που δεν μετατρέπει σε στάχτη την καλλιτεχνική ματαιοδοξία, αλλά μεταστοιχειώνει την ευνοημένη από το ταλέντο της ύπαρξη σε αιωνιότητα. Το παράδοξο καταλύεται. Ίσως εν μέρει-αλλά δεν παύει το ικανό ποίημα να προσβλέπει στη μέθεξή του με τη διάρκεια των αοράτων πραγμάτων. Η οδός Έντγκαρ Άλαν Πόε βγάζει φανατικά στο φως που θέλγεται από το μαύρο της βαθύτερης Γνώσης.
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής και πρέσβης επί τιμή
Χριστίνα Μήτρεντσε, Mushroom installation, 2018- 2019, χειροποίητα βιβλία, μεταβλητές διαστάσεις |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου