26/10/19

28η Οκτωβρίου

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Η πρώτη μέρα του πολέμου

Η κήρυξη του πολέμου βρίσκει τον Παναγιώτη Νικόπουλο να υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, ήδη από τον Νοέμβριο του 1939, στο Α΄ Σύνταγμα Σκαπανέων, το οποίο ήταν βοηθητική μονάδα του Μηχανικού, στην Αθήνα. Την ίδια ημέρα η μονάδα του μετακινείται, για λόγους ασφαλείας στο Χαϊδάρι, πιθανόν κοντά στο σημερινό Παλατάκι. Στο κείμενο που ακολουθεί, και με το οποίο ξεκινούν οι ημερολογιακές καταγραφές, περιγράφει την πρώτη ημέρα του πολέμου.

28.10.40
Ήταν 5 η ώρα όταν ο αξ/κός της επιφυλακής μάς ξύπνησε και βιαστικός μας είπε να ντυθούμε γρήγορα. Από την πρώτη στιγμή καταλάβαμε ότι κάτι το σοβαρό θα συμβαίνη. Σε λίγο όλο το σύν/μα ήταν στο πόδι και αργότερα ήλθε κάποιος συνάδελφος που με τη φημερίδα στο χέρι μας ανήγγειλε ότι η Ιταλία εκήρυξε τον πόλεμο της Ελλάδος. Υποδεχτήκαμε το νέο μ’ έναν ακράτητο ενθουσιασμό και περισσότερο οι νεοσύλλεκτοι, οι οποίοι δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους, λες και ανυπόμονα περίμεναν αυτή τη στιγμή για να δράσουν. Στις 6 ½ οι σάλπιγγες των συν/των εσήμαναν συναγερμό και σε λίγο ο διοικητής μας, με την ψυχραιμία που τον διέκρινε πάντα, περιήλθε το στρατόπεδο και έδωσε τις πρώτες διαταγές. Συνταχθήκαμε αμέσως και εγκατασταθήκαμε στο πεδίον ασκήσεων, μέσα στα χαρακώματα. Μας υπενθύμισαν μερικές βασικές θεωρίες και διαλυθήκαμε. Οι σειρήνες της πόλεως μας υπενθύμιζαν κάθε τόσο τη σκληρή πραγματικότητα, της οποίας τόσο απρόοπτα πέσαμε θύματα. Κατά τις 10 ½ είδαμε σε αρκετό ύψος ένα μικρό σμήνος αεροπλάνων και σε μια στιγμή αντήχησαν από τα γύρω υψώματα συνεχείς οι εκπυρσοκροτήσεις των αντιαεροπορικών. Η πρώτη μας εντύπωσις ήτο ότι επρόκειτο περί ασκήσεων, αλλά γρήγορα μας επληροφόρησαν ότι ήσαν ιταλικά αεροπλάνα. Ύστερα απ’ αυτό, όταν ένα απεμονώθη και μας φάνηκε ότι εβλήθη και έπεφτε, είναι απερίγραπτες οι εκδηλώσεις μας.



Είχε πια αρχίσει η επιστράτευσις και επιταχθέντα αυτοκίνητα κατέφθαναν συνεχώς μεταφέροντα στρατιωτικά υλικά. Οι έφεδροι απ’ την κλάσι 1921 παρουσιάζοντο διαρκώς στα υπαίθρια στρατολογικά γραφεία και οι αποθήκες επιστρατεύσεως είχαν ελευθερωθεί από τα σιδερένια κιγκλιδώματα των παραθύρων για να διευκολυνθή η μεταφορά των υλικών. Είχε αρχίσει να διαδίδεται ότι θα μετακινηθούν τα συν/ματα (σκαπανέων και τηλ/τών) και αυτό ήταν αρκετό για να κυκλοφορήσουν οι πιο απίθανες φήμες. Για μας διεδόθη ότι θα πηγαίναμε στο Χαϊδάρι. Εκείνο που με έκανε να στενοχωρούμαι υπερβολικά ήταν ότι δεν μπορούσα να ειδοποιήσω στο σπίτι κάτι καθησυχαστικό, γιατί εύκολο ήταν να μαντέψω την άσχημη θέσι τους και ιδιαίτερα της μαμάς, την οποία και σκεπτόμουν περισσότερο. Μας ειδοποίησαν να παραδώσωμε τα όπλα και δεν μου έμενε καιρός να σκεφτώ περισσότερο. Κατόρθωσα να εξασφαλίσω μια θέσι στο τραμ και σε λίγο ήμουν στη θεία Μαρίκα. Την παρεκάλεσα να γράψη στο σπίτι ότι προσωρινά τουλάχιστον θα μείνωμε στο Χαϊδάρι και ό,τι άλλο νομίση ότι θα τους καθησυχάση. Απεχαιρέτησα και τη Μαρία και έφυγα. Στην Αθήνα επικρατεί σχετική ψυχραιμία και οι πολίτες εφαίνοντο σαν να εύρισκαν σ’ αυτή την κατάστασι κάποια αναγκαία λύσι.
Το Πρακτορείο του Λόυδ Τριεστίνο όπως και μερικά καταστήματα Ιταλών υπέστησαν την άγρια επίθεσι του πλήθους. Στο σύν/μα είχαν συγκεντρωθεί οι συγγενείς των στρατιωτών και αγωνίζοντο με τους σκοπούς να τους επιτρέψουν να δουν τους δικούς τους. Φάγαμε, για τελευταία ίσως φορά στο σύν/μα, φασολάδα και σε λίγο συντεταγμένοι περιμέναμε τη διαταγή εκκινήσεως. Παραδώσαμε μόνο τα όπλα και ο γυλιός ήταν υπερβολικά βαρύς για τις ασυνήθιστες πλάτες μας. Ξεκινήσαμε για το Χαϊδάρι. Ήταν αδύνατο να μείνη κανείς ασυγκίνητος από το θέαμα που συναντούσαμε. Στο άκουσμα της σάλπιγγας, που διαρκώς εσήμαινε «φανταράκια στο καλό», οι δρόμοι, πόρτες παράθυρα και κάθε μαγαζί γέμιζαν αυτομάτως από ενθουσιώδεις διαδηλωτές που μας απηύθυναν κάθε λόγο βγαλμένο από τα βάθη της ψυχής τους. Πολλές γυναίκες και κορίτσια δεν [μπορούσαν] να κρατήσουν τα δάκρυά τους. Χωρίς να το καταλάβωμε καλά-καλά φτάσαμε στο Χαϊδάρι και κατασκηνώσαμε σ’ ένα δάσος. [...]
Παναγιώτης Νικόπουλος

Άποψη της έκθεσης του Πάνου Κοκκινιά Stock Images (Kifissos, 2017)

Δεν υπάρχουν σχόλια: