15/9/19

Κριτική αποτίμηση

Εύα Γιαννακοπούλου, At the Beach, 2016, στιγμιότυπο βίντεο


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΝΙΚΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ, Πνεύμα αντιλογίας. Δοκίμια, κριτικές, άρθρα, συνομιλίες, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 306

Το βιβλίο του Νίκου Λάζαρη, όπως δηλώνει και ο υπότιτλός του, «Δοκίμια, κριτικές, άρθρα, συνομιλίες», αποτελεί ένα θησαύρισμα της δημόσιας παρουσίας του τα τελευταία χρόνια, πάντα στο πεδίο της κριτικής λογοτεχνίας και προνομιακά στο πεδίο της ποίησης. Τέτοιου είδους συλλογές κειμένων ήταν πολύ συχνό φαινόμενο πριν από κάποια χρόνια, όμως σήμερα σπανίζουν, γιατί το ίντερνετ προσφέρει ευχερώς τη δυνατότητα πρόσβασης στα κείμενα. Με αποτέλεσμα τα κριτήρια για την, παρ’ όλα αυτά, έκδοση, να γίνονται απαιτητικότερα, πόσω μάλλον που πρόκειται για τον δεύτερο τόμο αυτού του είδους που εκδίδει ο Λάζαρης, μετά την Αιχμή του δόρατος (2014).
Μια χαρτογράφηση-κατάταξη των κειμένων του ανά χείρας βιβλίου μας δίνει τέσσερις ευδιάκριτες περιοχές: ποιητική παράδοση (Εγγονόπουλος, Καβάφης...), πεζογραφία (Ιωάννου, Κουμανταρέας...), σύγχρονοι ελάσσονες ποιητές, και, τέλος, δοκίμια επί λογοτεχνικών θεμάτων, όπου περιλαμβάνονται σχόλια, πορτραίτα και άλλα συναφή κείμενα.
Ο λόγος του Λάζαρη συχνά είναι αντιρρητικός, ακόμα και σε υψηλότατους τόνους, και μάλιστα κατά σύστημα, γεγονός που ήδη απογράφεται στον τίτλο του βιβλίου, «Πνεύμα αντιλογίας». Το ερώτημα βέβαια που εγείρεται είναι, πέρα από τις οξείες, και πολύ συχνά χρήσιμες επισημάνσεις που περιέχουν όλα τα κείμενα του Λάζαρη, τι συγκροτούν συνολικά ως λόγος και ως κριτικό στίγμα.

Παρ’ ότι συμφωνώ με πλείστες όσες επιμέρους παρατηρήσεις και θέσεις του Λάζαρη, δεν μπορώ να διακρίνω κάποιο συνολικό ερμηνευτικό/θεωρητικό σχήμα, ούτε και κάποιο νέο ιστορικό σχήμα για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Παιδί της εποχής του, δηλαδή των χρόνων του ’70 (στην αντίστοιχη ομάδα/«γενιά» ανήκει και ως ποιητής), ο Λάζαρης νομίζω πως απογράφει αντιπροσωπευτικά το πνεύμα της, αφού η απουσία ευρύτερων σχημάτων, αναφορών και συνθέσεων αποτελεί το στίγμα αυτής της χορείας πνευματικών ανθρώπων.
Το ποιητικό πρόσωπο αυτής της χορείας έχει νομίζω ως κύριο χαρακτηριστικό του την «ποίηση του προσωπικού στιγμιοτύπου», χαρακτηριστικό που, αυτούσιο, χαρακτηρίζει και τον κριτικό/δοκιμιακό λόγου του Λάζαρη, δίνοντάς μας, εδώ, κριτικά και δοκιμιακά στιγμιότυπα της διαδρομής του, με έντονο το προσωπικό χρώμα.
Παρ’ ότι αυτή η τάση γενικεύτηκε στα χρόνια του ’70 και μετά, πάντα υπήρχε ως λογοτεχνική στάση, μέσα στην παράδοση της οποίας εντοπίζονται και άμεσοι πρόγονοι του Λάζαρη, όπως ο Αντρέας Μπελεζίνης και ο Νίκος Φωκάς, η οποία παράδοση όμως βρίσκεται στον αντίποδα της πρακτικής εκείνων που επιλέγουν, με τον κριτικό ή δοκιμιακό λόγο τους, να υπερασπιστούν και να προάγουν μια λογοτεχνική/αισθητική κατεύθυνση, όπως π.χ. οι Ανδρέας Καραντώνης, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, ή ένα ιστορικό σχήμα για τη νεοελληνική λογοτεχνία, έστω για μια σημαντική περιοχή της, όπως π.χ. ο Μανόλης Λαμπρίδης και ο Βύρων Λεοντάρης.
Δεν ισχυρίζομαι πως όλες οι εποχές είναι ίδιες, και άρα πως ο προγραμματικός και ο συνθετικός λόγος μπορούν να ευδοκιμήσουν ανεξαρτήτως προϋποθέσεων, όμως σε κάθε εποχή υπάρχουν μείζονα διακυβεύματα, που αφορούν είτε τη διανυθείσα λογοτεχνική διαδρομή και τις κυρίαρχες αφηγήσεις της, είτε το λογοτεχνικό γίγνεσθαι, με τις ενδιάθετες τάσεις του και τις, ενδεχόμενες, μείζονες αξιώσεις του. Αυτό όμως συνεπάγεται μια διαφορετικού τύπου προσέγγιση της λειτουργίας της λογοτεχνικής κριτικής, με χαώδη ρίσκα και, φυσικά, με αβέβαιο αποτέλεσμα.
Δεν αμφισβητώ και δεν  ισοπεδώνω τη συνεισφορά του Νίκου Λάζαρη στο λογοτεχνικό τοπίο των τελευταίων δεκαετιών, όμως, τώρα, την εποχή των αποτιμήσεων (αυτόν τον χαρακτήρα έχει άλλωστε ο ανά χείρας τόμος), τα κριτήρια γίνονται απαιτητικότερα. Θα ρίσκαρα μάλιστα την παρατήρηση, πως αυτή η αντίληψη, του λογοτεχνικού και κριτικού «στιγμιοτύπου», απηχεί ευρύτερες πολιτισμικές τάσεις, στα χρόνια του ’70 και εντεύθεν, όταν εκπίπτουν οι παραδοσιακές μεγάλες αφηγήσεις, δηλαδή οι προϋποθέσεις, η μέθοδος, το κοσμοείδωλό τους, υποχωρεί η αισθητική, και τη θέση της παίρνει ο «εφαρμοσμένος» πολιτισμός, αναδύονται συμπεριφορικές, κοινωνιολογικές, και πάντως θραυσματικές αποτυπώσεις των λογοτεχνικών και ευρύτερα καλλιτεχνικών δρώμενων.
Είναι σίγουρα η εποχή της μεταμοντέρνας συνθήκης, είτε τη θεωρήσουμε ως πνευματική γη της επαγγελίας, είτε σιωπηλά την αποδεχθούμε ως πολιτισμικό και ιστορικό περιβάλλον (όποια θέση και αν παίρνουμε απέναντί της, ακόμα και αν δεν συνειδητοποιούμε ότι μας περιέχει), είτε, λέω εγώ, την ιστορικοποιήσουμε, κατανοώντας την κόπωση του μοντερνισμού, αλλά και βλέποντας π.χ. τις αναλογίες κάποιων παράγωγων φαινομένων της με εκείνα των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι λεγόμενες πολιτισμικές σπουδές), και κυρίως ψαύοντας την ανάδραση, όχι από θέση άμυνας και περιχαράκωσης, αλλά διερχόμενοι μέσα από την περιοχή της νέας συνθήκης, μιλώντας τη γλώσσα της αλλά επανακαθορίζοντας τις αξιώσεις της, αρθρώνοντας νέα προτάγματα.
«Συμπέρασμα», όπως λέει και ο Νίκος Εγγονόπουλος στον Μπολιβάρ. (Διαφωνώ με τη θέση του Λάζαρη, πως το «Συμπέρασμα» λειτουργεί συμπληρωματικά στο «κυρίως» ποίημα. Κατά τη γνώμη μου, αποτελεί κορύφωση και σύνοψη ολόκληρου του ποιήματος, εκφράζοντας μια εξαιρετική, συγκροτημένη και βαθειά αντίληψη του Εγγονόπουλου για την Ιστορία, ενώ επιπλέον  συνιστά, και μάλιστα το 1941-’42, μια διορατική ματιά, μια πρωθύστερη εικόνα, τόσο της έκβασης του Β΄ παγκοσμίου πολέμου όσο και των μεταπολεμικών χρόνων που έπονται).
Συμπέρασμα, λοιπόν: είτε έτσι είτε αλλιώς, τι απομένει απ’ όλα αυτά που είπα, απ’ όλα όσα περιέχει το βιβλίο; Το ίχνος του πνευματικού ανθρώπου. Και ο Νίκος Λάζαρης, λέγοντας πάντα ευθαρσώς τη γνώμη του, έχει αφήσει το δικό του, ευδιάκριτο, απολύτως προσωπικό ίχνος του στα λογοτεχνικά μας πράγματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: