Μπάμπης Παπαγιάννης, Άτιτλο V, 2018 |
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ, Μια γυναίκα, μτφρ.
Λεωνίδας Καρατζάς, Ερατώ, 2018.
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ, Ο φόνος, μτφρ.
Λεωνίδας Καρατζάς, Ερατώ, 2016.
Αυθεντικότητα, απόρριψη στερεοτύπων, αληθής περιγραφή λεπτομερειών και
συμπόνια: αυτά φαίνεται να αποτιμούσε ως προγραμματικές συγγραφικές του αρχές ο
Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ και αυτά θα απολαύσει ο αναγνώστης των τριών διηγημάτων
του ρώσου κλασικού τα οποία κυκλοφορούν στα κομψά δερματόδετα τομίδια των
εκδόσεων Ερατώ, σε νέες μεταφράσεις του Λεωνίδα Καρατζά: Η ιστορία ενός αγνώστου (Рассказ
неивестного человека, 1893), Μια
γυναίκα (Бабье царство, 1894), Ο φόνος (Убийство, 1895). Tα τρία εκτενή
διηγήματα (το πρώτο σε έκταση νουβέλας), τα οποία δεν ανήκουν στον σκληρό
πυρήνα του ελληνικού μεταφραστικού τσεχοφικού κύκλου, γράφονται μετά την
εμπειρία του ταξιδιού στη Νήσο Σαχαλίνη και υπό την επίδραση του Τολστόι. Αν
και για τις σημερινές μας αναγνωστικές προτιμήσεις η ειρωνεία του Τσέχοφ
φαντάζει ελκυστικότερη από την ηθική απολυταρχία του Τολστόι. Η απροθυμία του
Τσέχοφ να γράψει ένα μυθιστόρημα και η προτίμησή του στις μικρές φόρμες, τις
ανοιχτές απολήξεις και τις ηθικές ασάφειες είναι κοντά στην μεταμοντέρνα προτίμηση
για το περιθωριακό και τη δυσπιστία για τη μεγάλη χειρονομία.
Οι προγενέστερες αποδόσεις του τίτλου στα ελληνικά (Η εξουσία των γυναικών, σε μετάφραση Γεώργιου Σωτηρόπουλου, στο
περιοδικό Επίκαιρα, Μάρτιος 1969 και To βασίλειο των γυναικών και Γυναικείο βασίλειο) καθιστούν προφανή την τσεχοφική ειρωνεία: η Άννα Ακίμοβνα,
ο βασικός χαρακτήρας του διηγήματος Μια
γυναίκα, στέκεται αμήχανη απέναντι στις επιταγές της εποχής όπως αυτές διατυπώνονται
από έναν άλλο ιδεολογικό πόλο του διηγήματος, ανδρικό αυτήν τη φορά, τον δικηγόρο
Λισέβιτς: «Η γυναίκα του fin de siècle-εννοείται ότι μιλάμε για μια γυναίκα νέα και
πλούσια-πρέπει να είναι ανεξάρτητη, έξυπνη, κομψή, διανοούμενη, τολμηρή και
ολίγον διεφθαρμένη» (σ. 88). Ο αναγνώστης παρακολουθεί τους συλλογισμούς και τις
διαθέσεις της Άννας Ακίμοβνας, καθώς κινείται σε διαφορετικά ανθρώπινα
περιβάλλοντα και σε διαδοχικές χρονικές στιγμές τις οποίες ο Τσέχοφ οργανώνει σε
τέσσερα σύντομα κεφάλαια («Παραμονή Χριστουγέννων», «Ανημέρα», «Δείπνο»,
«Βράδυ»).
Περισσότερο από κάθε άλλο συγγραφέα, ο Τσέχοφ υπήρξε ο ποιητής των εμπειριών
που αφορούν την αναζήτηση του νοήματος της ζωής, τον προσανατολισμό μας μέσα
στον κόσμο, την επιλογή ενεργειών και τρόπου συμπεριφοράς. «Και όπως πάντα στις
γιορτές, άρχισαν να την βασανίζουν η μοναξιά και η πεποίθηση ότι η ομορφιά της,
η υγεία της και τα πλούτη της – όλ’ αυτά ήταν κάτι απατηλό, τη στιγμή που η
ίδια ένιωθε περιττή σ’ αυτόν τον κόσμο, ένιωθε να μην ανήκει σε κανέναν, να μην
την αγαπάει κανείς» (σ. 71). Στον πυρήνα του διηγήματος γίνεται λόγος για αξίες
όπως η προσωπική ελευθερία και η ατομική ευθύνη, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ο
αυτοσεβασμός, η απόρριψη της αισχρότητας και του φιλισταϊσμού. Η συμπάθεια,
ωστόσο, του Τσέχοφ για τους ανήσυχους και διαμαρτυρόμενους χαρακτήρες των
διηγημάτων του δεν τον εμποδίζει να υπογραμμίζει τις ψευδαισθήσεις τους. H Προσκυνήτρια «Αλογόμυγα» προτρέπει με κυνικό τρόπο την Άννα: «Μην ακούς,
κορίτσι μου, κανέναν, ζήσε τη ζωή σου, κάνε ό,τι περνάει απ’ το χέρι σου μέχρι
τα σαράντα, και μετά έχεις πολύ καιρό μπροστά σου για να μετανοήσεις και να
ζητήσεις συγχώρεση- θα έχει πάρα πολύ χρόνο μπροστά σου για να προσκυνήσεις
εικόνες και να ράψεις σάβανα για πάρτη σου» (σ. 125).
Περιγράφοντας με ακριβείς λεπτομέρειες τις συμπεριφορές διαφορετικών χαρακτήρων
όπως ο στιβαρός Πίμενοφ, ο δικηγόρος Λισέβιτς, ο υπηρέτης Μίσενκα και η κοκκινομάλλα
υπηρέτρια Μάσα, ο Τσέχοφ αποδεικνύει την ευχέρειά του να ενισχύει τη συμμετοχή του
αναγνώστη μέσα από την ακριβολογία, τη μέγιστη συντομία και την απλότητα της
γραφής. Στο Μια γυναίκα αναγνωρίζουμε
έναν συγγραφέα που δεν σκοπεύει να συνταχθεί ή να υποστηρίξει οποιαδήποτε γνώμη
θα μπορούσαν να εκφράσουν οι χαρακτήρες του. Έναν συγγραφέα που δεν παίρνει
θέση στις διαμάχες τους, ούτε προσπαθεί να επιλύσει οποιοδήποτε από τα
«εξειδικευμένα» προβλήματα τα οποία άπτονται των διαφωνιών και των συγκρούσεων.
Όπως είναι αλήθεια ότι ο Τσέχοφ επέλεγε με προσοχή τα θέματά του και
έγραφε για όσα τον ενδιέφεραν και «καταλάβαινε», ανάλογα απέρριπτε τις
υπερβολές του ηθικού και πνευματικού εξτρεμισμού του Ντοστογιέφσκι και του
Τολστόι και μέσω μιας ιμπρεσσιονιστικής μεθόδου, όπως την χαρακτήριζε ο
Τολστόι, συνδύαζε τα δημόσια/πολιτικά και τα ιδιωτικά/προσωπικά. Μια ψύχραιμη
και αντικειμενική, ακόμη και κλινική, παρατήρηση της ανθρωπότητας που δεν
έτεινε προς καμιά πολεμική (σ)τάση. Αυτή η αντικειμενικότητα δεν διέλαθε της λογοτεχνικής
κριτικής αλλά και των ομοτέχνων του, από τον Γκόρκι μέχρι τον Λουνατσάρσκι.
Αντίθετα από τον Τολστόι, τα θρησκευτικά ζητήματα δεν υπήρξαν βασική προτεραιότητα
στην τσεχοφική θεματολογία: ακόμη και αν ο Αρχιερέας
(1902) αξιολογείται ως μια αριστουργηματικά λεπταίσθητη καλλιτεχνική διαθήκη,
το διήγημα Ο φόνος εμφανίζεται ως
εξαίρεση αποτελώντας, συγχρόνως, μια πρωτότυπη προσέγγιση των θρησκευτικών
ακροτήτων μεταξύ των ρώσων σχισματικών. Η απόρριψη της αισχρότητας και της
ξεροκεφαλιάς, η διαμαρτυρία ενάντια στην καταπάτηση της ελευθερίας, την απουσία
κουλτούρας και την βία εντοπίζονται στο επίκεντρο του Φόνου. Ο Τσέχοφ αξιοποιεί την οριακή σύγκρουση ανάμεσα στον Ματβέι
Τερεχόφ και την οικογένεια του εξαδέλφου του Γιάκοφ Ιβάνιτς -την επιθετική
θρησκόληπτη Αγλαΐα και την Ντασούτκα-, υπογραμμίζοντας και την εμπλοκή στο
έγκλημα του εκπεσμένου Σεργκέι Νικάνοριτς («Ντρεπόταν για τη φτώχεια του και
για τον ξεπεσμό του και αυτή η ντροπή ήταν τώρα το βασικό συστατικό της ζωής
του»). Πρόκειται για έναν κόσμο θρησκευτικής καταληψίας και αλαζονείας, όπου η
νηστεία, η τυπολατρία, η ανάγνωση γραφών και το ψαλτήρι αποτελούν τρόπο ζωής. Ο
εμπαιγμός των υπερβολών («προσευχητάκιας») και η διαπίστωση πώς «ό,τι είναι
πάνω από το κανονικό προέρχεται από το Σατανά» επιβεβαιώνουν ότι τόσο τα
ευρείας κλίμακας ζητήματα (θεωρίες, δόγματα, γενικές πεποιθήσεις) όσο και οι
μικρότερες μονάδες τους (οι ιδέες και οι γνώμες συγκεκριμένων ανθρώπων, μορφές
ατομικής συμπεριφοράς) περιγράφονται με δεινότητα από τον Τσέχοφ προκειμένου να
διαφανεί αν αληθεύουν, αν ευσταθούν, αν είναι δίκαια. Ο Τσέχοφ εξετάζει προσεκτικά τις υποκειμενικές και αντικειμενικές
δυσκολίες και αυτή η περιγραφή ενός σκόπιμα επιλεγμένου εύρους εμπειριών, εγγυάται
και την ενότητα του καλλιτεχνικού του κόσμου. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους, ο
Τσέχοφ δε γενικεύει ποτέ τις ιδέες και τις λύσεις, στις οποίες και καταλήγουν
οι μυθοπλαστικοί του χαρακτήρες. Απομονώνει τις περιπτώσεις και υπογραμμίζει τα
όρια ισχύος. Κανείς εκ των ηρώων του Τσέχοφ δεν γνωρίζει την «πραγματική
αλήθεια», ενώ κάθε ψευδαίσθηση θρυμματίζεται και μ’ αυτό τον τρόπο αποκαλύπτεται
το αναληθές των γενικευμένου κύρους ιδεών. O Τσέχοφ έδειξε τα σπουδαία χρησιμοποιώντας τα μικρά και αυτό συνιστά τη
μοναδικότητά του.
Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του
Πανεπιστημίου Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου