ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Χάρης
Σαββόπουλος, Η τέχνη μετά τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο/ 1940-1960, εκδ. Πλέθρον, σελ. 264
Χωρίς μακρά εισαγωγή, παρά
με ένα σύντομο πρόλογο του Μάνου Στεφανίδη, ξεκινάει το βιβλίο του Χάρη
Σαββόπουλου. Αντικείμενό του, όπως προδίδει ο τίτλος, η τέχνη μετά τον 2ο
Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακριβέστερα, η τέχνη ανάμεσα στο 1940 και το 1960, μια εικοσαετία
που συνιστά για τον ιστορικό της τέχνης την περίοδο προεργασίας και οριστικής
επικράτησης των αφαιρετικών και άμορφων (informel) κατευθύνσεων στην τέχνη.
Θα συμπεραίναμε, μάλιστα, πως τούτη η καλλιτεχνική διάθεση αποτελεί και το
κλειδί της κατανόησης αρκετών εκφάνσεων της σύγχρονης τέχνης εν γένει, ασχέτως
αν δίπλα της συγχρωτίζονται και άλλες, στις οποίες ο ιστορικός δεν αναφέρεται,
όχι γιατί τις αγνοεί αλλά ενδεχομένως διότι «θολώνουν» το σαφές περίγραμμα των
κύριων καλλιτεχνικών τάσεων μιας δεδομένης εποχής.
Για μια «νέα μεταπολεμική
συνθήκη της αφαίρεσης» (σ.38) κάνει,
λοιπόν, λόγο ο Σαββόπουλος, διακρίνοντας ταυτόχρονα και κάποιους εξέχοντες
σταθμούς που οδήγησαν σε αυτήν. Πρώτα και πριν απ’ όλα, η μνήμη του πρόσφατου
πολεμικού παρελθόντος, η διάθεση για μια νέα αρχή, οι ταχείες εναλλαγές ανάμεσα
στην αισιοδοξία και την απαισιοδοξία, όπως ακόμα η απειλή ενός εξίσου
δυστοπικού μέλλοντος, η έμμεση ανάγκη προάσπισης του ανθρωπισμού και της
ατομικής ελευθερίας στις διάφορες εκδοχές της κατά τον ψυχρό πόλεμο επέφεραν
μια συνολική κρίση σε ό,τι τουλάχιστον σχετίζεται με τις αναπαραστάσεις και το
«περιεχόμενό» τους αλλά και μετατοπίσεις στον τρόπο που γίνεται πλέον αντιληπτός
ο κοινωνικός ρόλος ή «η ηθική υποχρέωση» του κριτικού και καλλιτεχνικού
υποκειμένου, αν όχι σε παγκόσμια κλίμακα τότε σίγουρα στο δυτικό κόσμο.
Μια ακόμα «κρίση» που με τη
σειρά της προκάλεσε την επανεξέταση μιας σειράς παλαιότερων κραταιών θεωρήσεων
και μιαν εκρηκτική παραγωγή νέων λόγων και μεθόδων προσέγγισης του
καλλιτεχνικού και όχι μόνο φαινομένου. Ανάμεσά τους, πρόκρινε μια τάση για περισσότερη
και συχνά ακατέργαστη ύλη, σε πολλές περιπτώσεις τη χρήση έτοιμων αντικειμένων,
μια διαφορετική προσέγγιση του σουρεαλιστικού και μη αυτοματισμού, την ενστικτώδη
χειρονομία και την επανενεργοποίηση του ανθρώπινου σώματος στη δημιουργική
διαδικασία, όπως επίσης και την επανεκτίμηση των ιδιωμάτων της λαϊκής, της
παιδικής και της ζωγραφικής των ψυχικά ασθενών.
Όλα τα παραπάνω εύλογα
θυμίζουν εκφράσεις ενός ανανεωμένου και ακόμα περισσότερο ιδιότυπου
ρομαντισμού, τη στιγμή που ο τελευταίος καλείται να αναζωογονήσει ξανά μιαν
άγονη πια ορθολογική επικράτεια. Ίσως ακόμα η εμπειρία της νεωτερικότητας να
μας καλεί στην επικαιροποίηση σχημάτων όπως αυτό του Heinrich Wölfflin, για την αέναη διαδοχή του εκάστοτε
κλασικού από το αντίστοιχό του μπαρόκ πνεύμα. Ο βιολογικός, άλλωστε, θάνατος του
τελευταίου στην «ουδέτερη» Ελβετία επήλθε λίγες μόλις ημέρες πριν το οριστικό
τέλος του εν λόγω πολέμου. Είναι, λοιπόν, ο ρομαντισμός, ο αυθορμητισμός και
ένας κάποιος πρωτογονισμός αυτοί που διαδέχτηκαν τον μοντέρνο φονξιοναλισμό της
καπιταλιστικής ανάπτυξης των αρχών του 20ου αιώνα;
Κι όμως, ήταν μάλλον τα
πρώτα που οδήγησαν στη φρίκη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και όχι τα δεύτερα
ή, ακριβέστερα, μια διαφορετικού τύπου σύμπλεξή τους. Ο τελευταίος αυτός
πόλεμος αναφέρεται ως σημείο καμπής και για την τέχνη και τα έργα της, ως
ορόσημο μιας αλλαγής πλεύσης τους. Όχι άδικα. Η ιστορία του δυτικού κόσμου
είναι, βέβαια, και μια ιστορία των πολέμων του· είναι, με άλλα λόγια, μια
ιστορία κρίσεων, συνεχών βίαιων μεταβάσεων, με ποικίλες αντανακλάσεις στις
καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις. Η τέχνη την οποία θέτει στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος ο Σαββόπουλος είναι αυτή των απαρχών μιας περιόδου φαινομενικής μεταπολεμικής
νηνεμίας. «Φαινομενικής», καθότι τα «ψυχρά» γεγονότα που την ακολούθησαν και το
πέρας του διπολισμού σήμαναν ακριβώς την πρωτοκαθεδρία των κάθε είδους διπολισμών
και δυισμών και ταυτόχρονα το τέλος τους. Σε τούτο το πλαίσιο, κάθε θεωρητική και
ιστορική τελεολογία τίθεται εν αμφιβόλω.
Η ιστόρηση του Σαββόπουλου
πράγματι δεν απωθεί αυτήν την γενικότερα αμφίβολη συνθήκη. Τη βεβαιότητα της
πρώτης αμηχανίας θα διαδεχθεί η γεωμετρικοποίηση των νέων μορφών της αφαίρεσης
και μια νέα ισορροπία πολλών -και όχι απλά δύο- αντίρροπων δυνάμεων και τάσεων.
Έπειτα, η ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα της εξέλιξης των νέων τεχνολογιών θα
επανεγκαταστήσουν μια καινούρια πίστη στο πρόταγμα της προόδου. Το σχέδιο του
διαφωτισμού παρέμενε ισχυρό, και, θα λέγαμε, πως παραμένει ακόμα. Η σύγχρονη
τέχνη, στις απαρχές της οποίας εστιάζει ο Σαββόπουλος, βρίσκεται ακόμα εντός
του.
Χαρτογραφημένη μεν από την
ήδη πλούσια διεθνή βιβλιογραφία η εν λόγω περίοδος αλλά ταυτόχρονα «δύσκολη» ως
προς την αφήγηση των τεκταινόμενων σε αυτήν, διαμορφώνει για το συγγραφέα ένα
περιβάλλον άρσης των διάφορων διπολισμών. Όχι μοναχά αυτών ανάμεσα στο αναγεννησιακό
ή κλασικό και το μπαρόκ πνεύμα του Wölfflin ή
στον ορθολογισμό και τον ανορθολογισμό, όπως τον επικαιροποιήσαμε εδώ, αλλά και
ανάμεσα στη «φύση» και το «πολιτισμό» (σ. 74), τον «εσωτερικό» και τον
«εξωτερικό κόσμο», σύμφωνα με όσα μας περιγράφει ο ιστορικός σε σχέση με το
ιταλικό παράδειγμα (σ.79), το «πνευματικό» με το «υλικό» (σ.86) και, τέλος, τον
«εικαστικό» με τον «πραγματικό» χώρο (σ.88). Βρισκόμαστε, έτσι, μπροστά σε ένα
διαφορετικό πλαίσιο αντίληψης του πραγματικού, άρα της εικόνας του και, κατ’
επέκταση, των μορφών;
Η αφαίρεση και το informel απαντούν
ενδεχομένως στις παραπάνω αναγκαιότητες. Μακράν από τα εξετάζει ο Σαββόπουλος
ως φαινόμενα και ενδείξεις φυγής από το πραγματικό τα προκρίνει ως εργαλεία
προσέγγισης του χαρακτήρα της νέας αυτής συνθήκης σε Ευρώπη και Αμερική. Πλέον,
οι όροι «αφαίρεση» και «άμορφη τέχνη» δεν περιγράφουν απλά καλλιτεχνικά
κινήματα και ιδιώματα αλλά μια γενικότερη τάση, μια συνολικότερη τροπή των
καλλιτεχνικών πραγμάτων, μια βαθύτερη αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε
την δυνατότητα των αναπαραστάσεων. Μια «τάση» και μια «τροπή» που έχει βέβαια
παρελθόν, το οποίο μπορούμε ήδη να αναζητήσουμε στις «ιστορικές» πρωτοπορίες,
στο σουπρεματισμό, στον κονστρουκτιβισμό, στους πειραματισμούς του Kandinsky και αλλού.
Εύλογα, η «νέα μεταπολεμική
συνθήκη της αφαίρεσης» συνιστά για τον Σαββόπουλο τη στιγμή της ακμής ή της
ολοκλήρωσης μιας μακροχρόνιας διαδικασίας, οι απαρχές της οποίας θεμελιώνονται
στο μοντερνισμό, στο δικό του διαρκή αναστοχαμό πάνω στη φύση και το
περιεχόμενο της τέχνης και των
αναπαραστάσεών της. Η ιστορία της τέχνης είναι, θα λέγαμε, μια ιστορία συνεχών
προσπαθειών απεικόνισης αυτού που είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον να
αναπαρασταθεί, είναι δηλαδή και μια ιστορία μορφών. Και η αφαίρεση δεν συνιστά
καμιά εγκατάλειψη αυτής της προσπάθειας.
Πόσο «άμορφη» είναι άλλωστε η
informel
τέχνη; Πολλά μετέπειτα παραδείγματα έργων που κατηγοριοποιήθηκαν με βάση τα χαρακτηριστικά
της μας έδειξαν πως ενδεχομένως όλα έχουν μια μορφή που καταλαμβάνει μια θέση
σε ένα χώρο. Γιατί ένα σκίσιμο ή μια διάτρηση του Fontana δεν εγκαθιστά και δεν
νομιμοποιεί μια νέα μορφή; Γιατί δεν είναι μια αναπαράσταση ενός πραγματικού
σκισίματος, θα λέγαμε, μια «ρεαλιστική» αναπαράσταση; Κατά πόσο τα αφηρημένα
έργα δεν αποτελούν μέρος της πραγματικότητας, εφόσον τελικά διαμορφώνονται από
αυτήν και, ενδεχομένως, τη διαμορφώνουν, λέξεις καθόλου «αθώες» σε ό,τι μας αφορά
εδώ; Βέβαια, ίσως όλα αυτά να είναι ερωτήματα που τόσο μας οδηγούν στον πυρήνα
της ιστόρησης του Σαββόπουλου όσο και μας απομακρύνουν από το βιβλίο του.
Κλείνοντας, ας σημειώσουμε
μια παράλειψη και μίαν αστοχία. Αν η «παράλειψη» αφορά την απουσία κάποιου πολύ
χρήσιμου σε αυτήν την περίπτωση ευρετηρίου ονομάτων στο τέλος του τόμου, η
«αστοχία» σχετίζεται με τις τελευταίες λέξεις σε αυτόν. Ο Σαββόπουλος
αντιγράφει τα με δόσεις «ειρωνείας» λόγια του David Shapiro πως
«μετά τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό οτιδήποτε κάνει ο καλλιτέχνης μπορεί να
θεωρείται τέχνη, επειδή τέχνη είναι οτιδήποτε κάνει ο καλλιτέχνης». Ο ίδιος
διατρανώνοντας την «αλήθεια» της παραπάνω ρήσης θα την συμπληρώσει κάπως αμήχανα σημειώνοντας το «πόσο
παγκόσμιος γίνεται ο Μάνος Χατζιδάκις που σε ανύποπτο χρόνο μίλησε, για μια
ανυποψίαστη χώρα, στην οποία είσαι ό,τι δηλώσεις». Δεν θα αμφισβητήσουμε την
πατρότητα της ρήσης. Θα επισημάνουμε μόνο πως ο Σαββόπουλος στο βιβλίο του μας
ιστόρησε οξυδερκέστερα τις μετατοπίσεις του μεταπολεμικού καλλιτεχνικού
υποκειμένου οδηγώντας μας με διαύγεια σε δύσβατα μονοπάτια της τέχνης αλλά και
γενικότερα του πολιτισμού των τελευταίων δεκαετιών. Όπως άλλωστε και ο
Χατζιδάκις…
Άννα Λάσκαρη, all narrations are grand, 2018, ξύλο, ανοξείδωτο μέταλλο και χρώμα σε πανί, 220 x 120 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου