ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΑΝΤΖΑΝΑ
«Είναι πολύ κακό που δεν θα ζήσει
για πολύ, ε; Αλλά πάλι, ποιος ζει;» *
Η πρωινή αύρα φύσηξε απολαυστικά, λυτρωτικά θα έλεγε
κανείς, κάνοντας λίγο πιο υποφερτή την ζέστη που προκαλούσε ο ήλιος ο οποίος
είχε ήδη σκαρφαλώσει αρκετά ψηλά στον ουρανό. Η παραλία, όμορφη, καθαρή, όχι
πολύ μεγάλη, ήταν σχεδόν έρημη ακόμα. Μόνον ένα ζευγάρι ξένων τουριστών
κολυμπούσε αρκετά μακριά στα δεξιά, εκεί σχεδόν που τέλειωνε η αμμουδιά και ένα
πολύ νέο παιδί, έφηβος μάλλον ο οποίος, ποιος ξέρει γιατί, είχε κατέβει για
μπάνιο πολύ νωρίς και μόνος του, στέγνωνε το σώμα του στον ήλιο, ίσως πριν αφήσει
την παραλία για εκείνη την ημέρα.
Η αύρα δεν ήταν ισχυρή και έτσι τα κύματα στο βάθος του
ορίζοντα ήταν μικρά, με ελάχιστο αφρό και σχεδόν έσβηναν μέχρι να φτάσουν στην
ακτή. Δύο βάρκες ψαράδων, ερασιτεχνών μάλλον γιατί οι επαγγελματίες τέτοια ώρα
είχαν προ πολλού μαζέψει τα δίκτυα τους και ξεφόρτωναν τους κόπους του
νυχτοκάματου τους στο λιμανάκι, φαίνονταν πέρα μακριά. Όλο μαζί μια σχεδόν
ειδυλλιακή εικόνα....
Το μυαλό του πήγε στην προηγούμενη βραδιά. Τα γέλια, τα
φιλιά, το περπάτημα αγκαλιασμένοι στην νωπή άμμο, «αχ, γιατί ήρθαμε από εδώ, θα
χωθούν τα τακούνια μου στην άμμο, θα κολλήσουν και δεν θα βγαίνουν μετά», ακόμα
περισσότερα γέλια. Όμορφη, ξένοιαστη, κεφάτη, γεμάτη από αγάπη, πάθος από μια
στιγμή και μετά νύχτα. Έτσι θα έπρεπε να είναι όλες οι καλοκαιρινές για κάθε άνθρωπο. Γιατί λοιπόν δεν ήταν;
Έδιωξε αυτή την μελαγχολική σκέψη και ανάσανε βαθιά, πολύ
βαθιά προσπαθώντας να γεμίσει τα πνευμόνια του με την μυρωδιά της αλμύρας όπως
ακριβώς τα μάτια του γέμιζαν με την εικόνα της σχεδόν γαλήνιας, σαν γαλάζιου
καθρέφτη, υδάτινης επιφάνειας. Το κατάφερε και ένα χαμόγελο ηρεμίας απλώθηκε
στο πρόσωπο του. Από πολύ μικρός ακόμα αυτό σήμαινε καλοκαίρι για εκείνον, δεν
είχε αλλάξει με το πέρασμα του χρόνου και μάλλον δεν θα άλλαζε ποτέ, όσο και να
μεγάλωνε. Αυτή η αίσθηση, αυτή η απλή ευχαρίστηση του να βλέπει από μακριά το γαλάζιο νερό όσο
και αν ήξερε πολύ καλά ότι ήταν άχρουν και διαφανές όπως και κάθε άλλο, να
ακούει τον παφλασμό του, να οσφραίνεται την θάλασσα, να αισθάνεται το άγγιγμα
της στο σχεδόν γυμνό σώμα του ενώ ήταν ντυμένος, ακόμα και να γεύεται την
αλμύρα της όπως μετά πολλές από τις συνεχείς βουτιές που τόσο αγαπούσε όταν
κολυμπούσε. Να νιώθει τη θάλασσα με όλες τις αισθήσεις του, όπως ίσως και
εκείνη ένιωθε αυτόν όταν ήταν στην αγκαλιά της, ήταν μια παράδοξη σκέψη που
όμως παραδεχόταν ότι είχε κάνει μερικές φορές.
Ο ήλιος είχε ανέβει ακόμα ψηλότερα και η παραλία άρχιζε
σιγά – σιγά να γεμίζει. Σε λίγο δεν θα έβρισκες χώρο για να απλώσεις την
πετσέτα σου. Οικογένειες με μικρότερα παιδιά που έκλαιγαν ή τρεχοβολούσαν
άσκοπα και μεγαλύτερα τα οποία είχαν ήδη αρχίσει να μπαίνουν στο νερό και για
αυτό χρειάζονταν πολύ περισσότερη προσοχή, ζευγάρια, αντροπαρέες, λιγότερες
παρέες μόνο γυναικών και, που και που, ένας μοναχικός άνδρας ή μια γυναίκα η
οποία κοιτούσε αφηρημένα τη θάλασσα καθώς άπλωνε στο σώμα της το αντιηλιακό και
σκεφτόταν ποιος να ήξερε ποιον ή τι. Όλοι και όλες που είχαν βρεθεί εκεί για να
ξεχάσουν ή αντίθετα να θυμηθούν κάτι, να βιώσουν την αίσθηση της θάλασσας και
όσα την συνοδεύουν με την ελπίδα να νιώσουν λίγο καλύτερα ή ίσως και για να
βρουν την δύναμη για να αγωνιστούν ώστε να κάνουν την ζωή τους λίγο πιο ανθρώπινη.
Κόντευε πια μεσημέρι. Ο ήλιος είχε αρχίσει να καίει πάρα
πολύ και η ζέστη ήταν πλέον αφόρητη. Δεν φυσούσε καθόλου βέβαια αλλά και πάλι
τόση πολλή ζέστη ήταν υπερβολική, αφύσικη σχεδόν. Ήταν σαν το παράθυρο να μην
έβλεπε στην παραλία αλλά κατευθείαν στον ήλιο που μάλιστα βρισκόταν μόλις λίγες
δεκάδες μέτρα μακριά! Σκούπισε μερικές σταγόνες ιδρώτα από το μέτωπο του και
συνέχισε να κοιτάζει προσπαθώντας να διακρίνει όσο πιο μακριά γινόταν, όπως το
συνήθιζε πάντα όταν έβλεπε την θάλασσα. Οι βάρκες με τους ψαράδες είχαν βέβαια
φύγει πολλή ώρα πριν. Τώρα περνούσε το πλοίο της γραμμής πηγαίνοντας στο
επόμενο νησί, στο δικό τους λιμάνι θα σταματούσε στην επιστροφή. Το
παρακολούθησε από την στιγμή που μπήκε στο οπτικό του πεδίο από τα δεξιά μέχρι που
χάθηκε αριστερά αφήνοντας πίσω του μόνο λίγο λευκό καπνό από το φουγάρο του
πριν διαλυθεί και αυτός στον αέρα. Μόνο λίγος καπνός, κάτι άπιαστο που πολύ
σύντομα θα γινόταν τίποτα, προϊόν μάλιστα της ίδιας της δύναμης η οποία κινούσε
κάτι τόσο μεγάλο που μετέφερε φορτίο τόσων ειδών μα και τόσες ζωές. Μόνο
καπνός, εφήμερος όσο και η ζωή, ποτέ δεν μπορούσε να αποφύγει αυτή την σκέψη
όταν έβλεπε τρένα και ακόμα περισσότερο πλοία να περνούν.
Η παραλία ήταν πια πλημμυρίσει από κόσμο, τόσο πολύ που
οι φωνές και οι υπόλοιποι ήχοι ή και οι θόρυβο σκέπαζαν πια αυτόν των κυμάτων
που έτσι και αλλιώς ήταν σχεδόν ανύπαρκτος αφού η θάλασσα ήταν πλέον λάδι.
Καθώς η ώρα περνούσε άρχισε να συμβαίνει κάτι σαν αλλαγή βάρδιας. Οι
οικογένειες σιγά – σιγά αποχωρούσαν, για φαγητό και ίσως στη συνέχεια για λίγη
απογευματινή ανάπαυση. Την θέση τους έπαιρναν περισσότερα από πριν ζευγάρια και
ολιγομελείς παρέες που προφανώς ή ξυπνούσαν πολύ αργότερα ή απλά βαριόντουσαν
να πάνε νωρίτερα στην θάλασσα. Την ήξερε πολύ καλά την τελευταία κατηγορία
γιατί, όσο και αν αγαπούσε το κολύμπι, ακόμα και την επαφή μόνο με το νερό, εδώ
και πολλά χρόνια παραδεχόταν εύκολα ότι πια ανήκε σε αυτήν.
Και τότε την είδε. Όχι το πρόσωπο της, αναγνώρισε πρώτα
το χρώμα και το κόψιμο των μακριών μαλλιών της στην αρκετά μαυρισμένη ήδη πλάτη
της και μετά το μαγιό της. Την είδε πριν τον δει εκείνη, είχε πάει να ψωνίσει
κάτι και, όπως του είχε πει, επιστρέφοντας πήγε κατευθείαν στην παραλία αντί να
περάσει από το δωμάτιο. Σαν να αισθάνθηκε το βλέμμα του γύρισε, χωρίς να ψάξει
καθόλου τον είδε που στεκόταν στο παράθυρο, του χαμογέλασε, κούνησε το χέρι της
και ξαναγύρισε το κεφάλι της μπροστά. Προχώρησε δυο - τρία βήματα ακόμα, άφησε
την πετσέτα και τα πράγματα της στο πρώτο σχετικά μεγάλο κενό που βρήκε στην
άμμο, ξαναγύρισε προς το μέρος του κάνοντας το νεύμα που σε όλα τα μήκη και
πλάτη της γης σημαίνει «έλα και εσύ» και αμέσως κατευθύνθηκε προς την θάλασσα.
Είχε δίκαιο, η ώρα είχε περάσει, κάποτε έπρεπε να κατέβει και αυτός στην
παραλία, έλα όμως που, εκείνην ειδικά την ημέρα, δεν είχε καμία διάθεση να
αφήσει το παράθυρο του.
Δεν έμεινε περισσότερο από δέκα λεπτά μέσα στο νερό, ήταν
το όριο της για κάθε επαφή μαζί του και η σχέση της με το κολύμπι δεν ήταν
καθόλου καλή, «ποια σχέση;» θα έλεγε μάλλον η ίδια γελώντας. Την παρατήρησε
καθώς βγήκε πάλι στην παραλία να και, χωρίς να το συνειδητοποιήσει στην αρχή,
το βλέμμα του εστίασε πολύ περισσότερο στα ίχνη που άφηναν τα βρεμένα γυμνά της
πόδια στην άμμο. Μια σειρά από υγρά σημάδια που μερικά λεπτά αργότερα ο καυτός
ήλιος θα είχε εξαφανίσει. Και τότε ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι εκείνη
είχε περάσει από εκεί βγαίνοντας από την θάλασσα; Μήπως ήταν ένα όνειρο του;
Μήπως ήταν δικό της; Μήπως ήταν και των δύο τους, μήπως όλα ήταν ένα όνειρο;
Σίγουρα πάντως δεν ήταν όνειρο το ότι, αφού άπλωσε το
αντιηλιακό στο σώμα της και πριν ξαπλώσει για να αρχίσει την ηλιοθεραπεία,
γύρισε ξανά προς το μέρος του με μια γκριμάτσα πειραχτικού θυμού στο πρόσωπο
της που δεν ήταν ανάγκη να ήταν φυσιογνωμιστής κανείς για να την μεταφράσει, «ξεκούνα
και έλα επιτέλους»! Έπρεπε πια να το κάνει όσο και αν το καλοκαίρι αυτή ήταν η
χειρότερη για εκείνον ώρα της ημέρας. Ήταν πια απομεσήμερο, όταν η ζέστη
γίνεται εξοντωτική, ειδικά μιαν ημέρα με άπνοια όπως εκείνη. Αν δεν το έκανε
όμως και τότε δεν θα το έκανε ποτέ. Είχε φτάσει πλέον η στιγμή να εγκαταλείψει
το παράθυρο. Έκανε δύο βήματα προς τα πίσω χωρίς να γυρίσει, χωρίς καν να
κοιτάξει. Ήξερε πάρα πολύ καλά ότι δεν υπήρχε κανένα εμπόδια πίσω του. Μπροστά
του όμως; δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί.
Αν κανείς κοίταζε το εικοσιτετράωρο ρολόι υπέρυγρων
κρυστάλλων στον τοίχο αριστερά του θα παρατηρούσε ίσως ότι δεν είχαν περάσει
ούτε εξήντα λεπτά από την ώρα που έδειχνε όταν είχε πρωτοκοιτάξει την παραλία
και σε αυτήν βρίσκονταν μόνο το ζευγάρι των τουριστών και ο έφηβος. Εκείνος
βέβαια δεν χρειαζόταν να το κάνει γιατί ο ίδιος είχε ρυθμίσει τον χρόνο όπως
και κάθε άλλη παράμετρο στο δωμάτιο στερεοσκοπικής εικονικής πραγματικότητας
που μόνο μια νοητή γραμμή στο πάτωμα και φυσικά το ότι καθένας από τους τρεις
τοίχους του ήταν ένα τεράστιο ολογραφικό μάτριξ (ενισχυμένου με ανθρώπινο DNA
για να είναι πιο πιστή η απόδοση των οπτικών ινών!) πλάσματος το διαχώριζαν από
το υπόλοιπο σαλόνι.
Μόνον η θερμοκρασία ήταν πρόβλημα, ειδικά στην
προσομοίωση καλοκαιριού. Όση ώρα και αν περνούσε στο πάνελ ελέγχου ψάχνοντας
και αλλάζοντας τις ρυθμίσεις τελικά κατέληγε με δύο μόνον επιλογές, ή θα ήταν
τόσο δροσερά που δεν θα θύμιζε καλοκαίρι ή η ζέστη τόση πολλή ώστε να μην σου
δίνει την αίσθηση έστω και καύσωνα αλλά ότι βρισκόσουν κυριολεκτικά μέσα σε
υψικάμινο! Προφανώς υιοθετούσε την δεύτερη αλλά κάτι έπρεπε να κάνει επιτέλους
η Εταιρεία Ενιαίας Διαχείρισης Οικιακού Ελεύθερου Χρόνου για αυτό το ζήτημα.
Μόνο χαμηλός δεν ήταν ο μηνιαίος λογαριασμός για το ακόμα και πλέον βασικό πακέτο
της που είχε διαλέξει, ο μισθός της για την οικογενειακή κατηγορία στην οποία
υπαγόταν δεν του επέτρεπε ούτε να σκεφτεί το αμέσως επόμενο με τις αρκετές
ομολογουμένως επιπλέον παροχές του.
Διέσχισε με αργό, βαρύ βήμα, σαν ξαφνικά να ένιωσε πάρα
πολύ κουρασμένος, τα λίγα μέτρα της απόστασης από τον πιο μακρινό τοίχο του
σαλονιού, αυτού που ήταν απέναντι από το κεντρικό και μεγαλύτερο μάτριξ. Άνοιξε
το μεγάλο, πραγματικό παράθυρο που βρισκόταν στο κέντρο του. Το πρώτο που
ένιωσε ήταν η ζέστη, πολλή, έντονη και μάλιστα ακόμα περισσότερο σε σχέση με
την θερμοκρασία που δημιουργούσε πριν στον χώρο ο κλιματισμός ο οποίος είχε
κλείσει αυτόματα με το άνοιγμα του παραθύρου. Αλλά και πάλι όμως λιγότερη από
το καμίνι στο δωμάτιο εικονικής πραγματικότητας και, με έναν τρόπο που τον
αισθανόταν απόλυτα αν και δεν θα
μπορούσε να τον περιγράψει, πολύ πιο φυσιολογική – ή μήπως αληθινή; - από την
κάψα την οποία παρήγαγε το ηλεκτρονικό σύστημα.
Ακόμα περισσότερο όμως ίσχυε αυτό για τον άνεμο που
εισέβαλλε στο δωμάτιο κλάσματα του δευτερολέπτου μετά την ζέστη και πολύ πιο
ορμητικά από αυτήν καθώς ήταν αρκετά δυνατός. Αληθινός αέρας που – έστω και αν
περνούσε πολλές φορές από τα ισχυρότατα φίλτρα τα οποία τον καθάριζαν από την
υψηλή συγκέντρωση επιβλαβούς σκόνης και την πολλών μορφών ατμοσφαιρική ρύπανση
- έκανε τα κλαδιά των δέντρων στην
απέναντι πλευρά του δρόμου να κινούνται και τα καταπράσινα ακόμα φύλλα τους να
θροΐζουν. Ακόμα και η οσμή του ήταν διαφορετική από τον τεχνητό και όχι επειδή
στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ρυθμισμένος στην θαλασσινή αύρα. Και αν ήταν
τυπικά το ίδιο, ο άνεμος σε ένα σημείο
μιας μεγαλούπολης που δεν απείχε πάρα πολύ από το κέντρο της δηλαδή, η διαφορά
θα ήταν και πάλι πάρα πολύ μεγάλη και άμεσα αισθητή.
Πήρε και πάλι μια βαθιά ανάσα αλλά αληθινού αέρα, μια
ανάσα αληθινού καλοκαιριού και, χωρίς να το θέλει, χαμογέλασε. Το μυαλό του
γύρισε πολλά χρόνια πίσω, όταν ήταν πολύ μικρός, στην εποχή που οι αληθινές
παραλίες δεν ήταν αποκλεισμένες με υψηλούς φράκτες και δεν υπήρχαν οι
προειδοποιητικές πινακίδες οι οποίες απαγόρευαν αυστηρά την πρόσβαση σε αυτές
και, πάνω από όλα, το κολύμπι, για λόγους προσωπικής και δημόσιας υγείας. Ηταν
πριν η ΔΔΕ (Δύναμη Διεθνούς Επιβολής, μετεξέλιξη σε παγκόσμια κλίμακα ενός
παλαιότερου οργανισμού που λεγόταν ΝΑΤΟ) χτυπήσει και βυθίσει έναν αρκετά
μεγάλο στόλο πετρελαιοφόρων από τα Αραβικά Εμιράτα που πήγαιναν, μυστικά
φυσικά, να εφοδιάσουν τον πολεμικό στόλο τον οποίο είχε μόλις ναυπηγήσει ένας
πολύ επικίνδυνος θύλακας φανατικών στα όρια της μανίας ισλαμιστών που λεγόταν
ISIS. Το γεγονός όχι μόνο ματαίωσε τα
σχέδια του ISIS να μεταφέρει την τρομοκρατία του και στη θάλασσα αλλά και
οδήγησε επιτέλους στην κατάρρευση του. Το τίμημα όμως ήταν ότι η μόλυνση από το
τεράστιο φορτίο των πετρελαιοφόρων που βυθίστηκαν ήταν τόσο εκτεταμένη και σε
τέτοιο βάθος ώστε ουσιαστικά κατέστησε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο μιαν όχι
απλά νεκρή αλλά και θανατηφόρα για οποιονδήποτε έμβιο οργανισμό ερχόταν σε
επαφή μαζί της θάλασσα και μάλιστα για ένα διάστημα το οποίο οι ειδικοί
υπολόγιζαν ότι στην καλύτερη περίπτωση θα ήταν δύο αιώνες.
Είχε προλάβει όμως, για ελάχιστα χρόνια αλλά τόσα ώστε να
το θυμάται, και την εποχή πριν επιβληθεί στη χώρα του κάτι που λεγόταν Διαρκής
Οικονομική Εποπτεία, συνέπεια κάποιων συνθηκών τις οποίες είχαν υπογράψει
παλαιότερες κυβερνήσεις της και είχαν το όνομα Μνημόνια. Την εποχή δηλαδή που ο
κόσμος είχε ακόμα χρήματα για να πάει διακοπές ή τουλάχιστον μπορούσε να
προγραμματίσει τα οικονομικά του για να πάει, πριν οι μισθοί διαμορφωθούν έτσι
ώστε να καλύπτουν άνετα και με υποδειγματική ακρίβεια τις προσωπικές ανάγκες
καθενός αλλά να μην μένει ούτε ένα απειροελάχιστο ποσό για οικονομία και
αποταμίευση (και με το εργασιακό καθεστώς να έχει ρυθμιστεί ώστε οι σπανιότατες
προαγωγές να μην συνεπάγονται πια ούτε μια στοιχειώδη αύξηση!). Ακόμα και αν
ήθελε άλλωστε κανείς να αποταμιεύσει δεν μπορούσε, οι τρεις τράπεζες που είχαν
απομείνει στην χώρα του είχαν σταματήσει να δέχονται φυσικά πρόσωπα για πελάτες
τους και πλέον επί της ουσίας λειτουργούσαν μόνον ως χρηματοδοτικοί φορείς
επιχειρήσεων, κατά προτίμηση μεγάλου μεγέθους. Όταν μερικά χρόνια αργότερα ήρθε
και η ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή οι διακοπές, ειδικά σε παραθαλάσσιους
τόπους, έπαψαν να υφίστανται ακόμα και ως όνειρο για το μεγαλύτερο τμήμα του
πληθυσμού. Μόνο πολύ λίγοι μεν αλλά πάρα πολύ πλούσιοι δε μπορούσαν να
αντεπεξέλθουν στα εξαιρετικά δαπανηρά λόγω της ΔΟΕ ταξίδια σε πολύ μακρινούς
προορισμούς όπου μπορούσε κανείς να κολυμπήσει άφοβα σε μιαν αληθινή και καθαρή
θάλασσα.
Αυτός όμως ήταν από τους τυχερούς – ή μήπως από τους πολύ
άτυχους, πολύ περισσότερο από όσο παραδεχόταν και ο ίδιος; Είχε προλάβει να
πάει, μαζί με τους γονείς του, διακοπές σε αληθινά νησιά με πραγματικές
παραλίες. Είχε κολυμπήσει στην θάλασσα, την αληθινή, αυτή την αχανή υδάτινη και
αλμυρή έκταση και όχι σε μιαν άψογη έστω προσομοίωση της. Την είχε νιώσει,
παντού στο σώμα του και με όλες τις αισθήσεις του, τόσο ώστε να τη θυμάται
ακόμα. Όσο και αν την είχε βιώσει για τόσο λίγο, συνολικά όχι περισσότερο από
ένα μήνα και σε πολύ μικρή ακόμα ηλικία, μπορούσε να ανακαλέσει την αίσθηση της και σίγουρα δεν
θα την ξεχνούσε για όσο ζούσε. Για αυτό και δεν μπορούσε ποτέ να θεωρήσει την
όποια προσομοίωση της, όσο πιστή και αν ήταν, ούτε καν υποκατάστατο της.
Γύρισε λίγο το σώμα του έτσι ώστε, καθώς στεκόταν όρθιος
στο παράθυρο, να μπορούσε να βλέπει ταυτόχρονα έξω από αυτό αλλά και από το
άλλο, στο δωμάτιο εικονικής πραγματικότητας. Αφού δεν είχε δώσει εντολή
διακοπής του το πρόγραμμα θα συνεχιζόταν κανονικά μέχρι την προγραμματισμένη
από τον ίδιο λήξη του. Ο κόσμος στην παραλία ήταν ακόμα αρκετός αλλά αναμφίβολα
είχε αραιώσει. Ο ήλιος ήταν πιο χαμηλά στον ορίζοντα και, αν βρισκόταν στο
δωμάτιο, η ζέστη θα ήταν πια σε πιο ανεκτό επίπεδο. Όλα λειτουργούσαν άψογα και
έδειχναν τόσο αληθινά, θα μπορούσαν και να είναι αληθινά.
Ήξερε όμως πάρα πολύ καλά ότι, εκτός από την γεωγραφία,
την τοποθεσία που σε πολύ μεγάλο βαθμό βασιζόταν σε – επεξεργασμένα στο έπακρο
βέβαια – βίντεο μιας πραγματικής παραλίας ενός νησιού της χώρας του, όλα τα
υπόλοιπα δεν ήταν παρά κώδικας. Υπερεξελιγμένος κώδικας τελευταίας γενεάς,
γραμμένος όχι από έναν αλλά από μια μεγάλη ομάδα προγραμματιστών που όλοι τους
ήταν ιδιοφυίες στο αντικείμενο τους. Τίποτα άλλο από μιαν ασύλληπτα μεγάλη
σειρά εντολών, αποθηκευμένη μάλιστα όχι σε κάποιον πανίσχυρο σκληρό δίσκο αλλά
μόνο στο cloud και εφοδιασμένη με όλα τα πρωτόκολλα ασφαλείας που την έκαναν
όχι μόνον εντελώς απαραβίαστη από οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση αλλά και
πρακτικά άφθαρτη. Όταν εκείνος δεν θα υπήρχε πλέον κάποιος άλλος θα μπορούσε να
παρατηρεί από το ίδιο παράθυρο ή και να κολυμπάει στην ίδια ακριβώς παραλία, με
τους ίδιους ή και εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους να κολυμπούν ή να κάνουν
ηλιοθεραπεία δίπλα του, αρκεί να πλήρωνε κανονικά την συνδρομή του στην ΕΕΔΟΕΧ.
Ξαφνικά η σκέψη αυτή του φάνηκε τόσο πολύ αστεία, γελοία σχεδόν, ώστε το γέλιο
του αντήχησε δυνατό για μερικές στιγμές στο διαμέρισμα.
Και εκείνη; Εκείνη που την συγκεκριμένη στιγμή τον
κοίταζε χαμογελαστή από το κέντρο του μεγάλου μάτριξ, ακόμα στην παραλία αλλά
όρθια πια, με τα μαλλιά της υγρά μετά από μιαν ακόμα βουτιά στην θάλασσα και
κουνώντας δήθεν απειλητικά το χέρι της ως ένδειξη μιας κοροϊδευτικής
επικείμενης τιμωρίας του για το ότι την είχε αφήσει μόνη της και δεν είχε
κατέβει στην θάλασσα αυτό το απόγευμα; Εκείνη ήταν το μοναδικό αληθινό στοιχείο
σε όλη αυτή την εξολοκλήρου κατασκευασμένη εικόνα. Την είχε δει, της είχε
μιλήσει, την είχε αγγίξει και στην πραγματική ζωή και όχι μόνο σε ένα μάτριξ.
Όλα τα δεδομένα που την αφορούσαν μάλιστα, από το χρώμα της ίριδας των ματιών
της μέχρι όλες τις εκφράσεις που έπαιρνε το πρόσωπο της και κάθε δυνατή
απόχρωση της χροιάς της φωνής της, είχαν
φορτωθεί πάρα πολύ προσεχτικά. Ηταν μια αρκετά μακρόχρονη και δύσκολη
διαδικασία για τους προγραμματιστές της ΕΕΔΟΕΧ, ειδική παραγγελία που φυσικά
δεν περιλαμβανόταν στο βασικό πακέτο και προφανώς είχε και το ανάλογο υψηλό
κόστος το οποίο όχι δεν υπολόγισε αλλά ούτε καν είχε σκεφτεί ποτέ. Το
ολογράφημά της λοιπόν ήταν περισσότερο και από τέλειο, μια προσομοίωση της τόσο
πιστή όσο ήταν μηχανικώς και ανθρωπίνως δυνατόν να υπάρξει. Τόσο πολύ κοντά σε
εκείνη αλλά δεν ήταν και ούτε θα γινόταν ποτέ εκείνη.
Τι να έκανε εκείνη την στιγμή; αναρωτήθηκε. Να ήταν κάπου
αλλού ή επίσης στο σπίτι της; Να βρισκόταν στο δικό της δωμάτιο στερεοσκοπικής
εικονικής πραγματικότητας, μέσα στο ίδιο, ένα παρόμοιο ή εντελώς διαφορετικό
πρόγραμμα; Εκείνος άραγε υπήρχε σε αυτό το πρόγραμμα; Αν το θυμόταν αργότερα,
όταν θα μιλούσαν για λίγο στο εικονόφωνο όπως κάθε βράδυ, θα την ρωτούσε. Από απλή
περιέργεια, όχι ότι είχε την παραμικρή σημασία.
Είχε σχεδόν ξεχάσει – ή μάλλον προτιμούσε να μην θυμάται
– πότε την είχε δει για τελευταία φορά, πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που
την κρατούσε για τελευταία φορά στην αγκαλιά του, την φιλούσε και την χάιδευε.
Τους χώριζαν μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα αλλά και μερικά άλλα πράγματα που
έκαναν την απόσταση πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη διαδρομή. Ζούσαν δύο
παράλληλες ζωές και μοιράζονταν ένα μέρος τους, στο μεγαλύτερο ποσοστό του
διαμέσου οθονών, οπτικών Ινών και του cloud και λίγες φορές στη διάρκεια του
χρόνου κοντά, δίπλα ο ένας στον άλλο. Λίγες, ελάχιστες στιγμές αληθινής επαφής
και της λίγης χαράς και όσων άλλων μπορούν να δώσουν δύο άνθρωποι ο ένας στον
άλλο και για αυτό ακριβώς ακόμα πιο σημαντικές, πιο πολύτιμες από οτιδήποτε
άλλο.
Οπως όμως και για τόσους πολλούς άλλους ανθρώπους, άντρες
και γυναίκες, στην εποχή τους στο μεγαλύτερο διάστημα της η κοινή ζωή τους
περνούσε μέσα από ηλεκτρονικά κυκλώματα και wi-fi. Ηταν παράδοξο, αν όχι
κατάφωρα ειρωνικό, ότι όσο οι επικοινωνίες αλλά και τα όλο και ταχύτερα μέσα
μεταφοράς απάντων των ειδών έκαναν τον κόσμο μικρότερο ή έστω να φαίνεται έτσι
όλο και περισσότεροι άνθρωποι που τους ένωναν τόσα πολλά ζούσαν μακριά ο ένας
από τον άλλο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το τίμημα της προόδου θα έλεγαν ίσως
κάποιοι κυνικοί αλλά....ποιο είναι το νόημα να κερδίσεις τον κόσμο όταν χάσεις
την ψυχή σου, τον ίδιο τον εαυτό σου;, δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί με πίκρα.
Όπως επίσης αναρωτιόταν πολλές φορές, θα γινόταν ποτέ
αυτή η κοινή ζωή τους αληθινή, πραγματικά κοινή; Υπήρχε τελικά αυτή η κοινή ζωή
ή την φαντάζονταν; Η ζωή του και η ζωή της υπήρχαν ή ήταν προγράμματα σαν
αμέτρητα άλλα μέσα σε έναν τεράστιο υπολογιστή που βρισκόταν ποιος ξέρει πού, σε
έναν συμπαντικό σκληρό δίσκο στον οποίο προγράμματα έβλεπαν άλλα προγράμματα σε
υπολογιστές θεωρώντας ότι έτσι ζούσαν πραγματικά; Μήπως τα μόνα ίχνη που θα
άφηναν μετά το πέρας τους δεν θα ήταν παρά τα κάποια megabytes τα οποία θα καταλάμβαναν
σε μια γιγαντιαία μνήμη;
Τέτοιου είδους ηλίθια υπαρξιακά διλήμματα όμως ήταν για
άλλους και όχι για κάποιον σαν και εκείνον που πυξίδα όλης της ζωής του ήταν η
λογική και αυτή θα συνέχιζε να είναι ο πλοηγός της μέχρι το τέλος της. Αν τα άφηνε
να περνούν από το μυαλό του καμιά φορά, όπως εκείνη την στιγμή, ήταν για να
γελάει με την αφέλεια κάποιων. «Σκέφτομαι άρα υπάρχω», επανέλαβε νοερά την ρήση
– ακρογωνιαίο λίθο του πολιτισμού του και το αυθόρμητο τέντωμα του σώματος του
για να ξεμουδιάσει από την παρατεταμένη ακινησία ήρθε σαν για να επιβεβαιώσει
την ακλόνητη πεποίθηση ενός αθεράπευτου – και για αυτό αμετανόητου – ρεαλιστή. Αλλά
το πόσο βέβαια θα διαρκούσε αυτή η αληθινή ζωή, η δική του, η δική της, όλων,
ήταν ένα άλλο και εντελώς διαφορετικό θέμα.
Θυμήθηκε ένα αρχαίο σίριαλ, γυρισμένο στα τέλη του
προηγούμενου αιώνα, σχεδόν ογδόντα χρόνια πριν, από αυτά που πρόβαλλε πολύ αργά
το βράδυ σε αποκατεστημένες και επεξεργασμένες ώστε να είναι πλέον
τρισδιάστατες κόπιες η υπηρεσία θεάματος της ΕΕΔΟΕΧ. Ο τίτλος του ήταν «The X-Files»
και βασικό θέμα του ήταν οι επαφές με εξωγήινες οντότητες που, σύμφωνα με το
σενάριο, είχαν αρχίσει ήδη να συμβαίνουν. Προφητικό αν λάβει κανείς υπόψη ότι
ήταν δεκαετίες πριν μια μεγαλοφυία της NASA ανακαλύψει τον τρόπο να επικοινωνήσουν
οι άνθρωποι με εξωγήινους πολιτισμούς χρησιμοποιώντας έναν κώδικα
κατευθυνόμενων φορτισμένων ατομικών σωματιδίων ο οποίος βασιζόταν στις αρχές
της κβαντομηχανικής και άρα θα ήταν σίγουρα κατανοητός από οποιαδήποτε οντότητα
είχε στοιχειωδώς ερευνήσει το σύμπαν. Στην αρχή ενός κύκλου αυτής της
σειράς λοιπόν ο πράκτωρ Κράιτσεκ, ένας
από τους πιο μυστηριώδεις και εμβληματικούς χαρακτήρες, έλεγε την εμβληματική
φράση «όλα πεθαίνουν τελικά».
Ήταν απλά μια αδιάψευστη αλήθεια, όταν γυρίστηκε η σειρά,
πριν, μετά και για πάντα. Μια αλήθεια που δεν μπορούσε παρά να αποδεχτεί
κανείς, αναπόφευκτα λοιπόν και το δικό του τέλος, το ότι η ζωή του ήταν
πεπερασμένη. Το ζήτημα φυσικά ήταν και
θα είναι πάντα τι συνέβαινε στην διάρκεια της, τι θα έκανε με αυτή την ζωή που
είχε στην διάθεση του. Η κοινή ζωή τους, η δική του και εκείνης, το πως ήταν,
πώς θα εξελισσόταν και σε τι και πώς θα κατέληγε ήταν όμως κάτι ολότελα
διαφορετικό. Πριν από όλα γιατί δεν ήταν βιολογική ζωή αλλά η συνύπαρξη δύο
ανθρώπων που από την θέληση τους και μόνον εξαρτάτο αν και, στη συνέχεια, πώς
θα ήταν.
Για αυτό όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο εκτός από
ό,τι έκανε όσο θυμόταν τον εαυτό του για τα πάντα, το να είναι δηλαδή ο
καπετάνιος του δικού του καραβιού, ο κυρίαρχος της δικής του ζωής. Ξαναείπε
λοιπόν στον εαυτό του την φράση που είχε πει αμέτρητες φορές στο παρελθόν και
σίγουρα θα επαναλάμβανε χιλιάδες ακόμα μέχρι την τελευταία του πνοή, «θα
οδηγήσω αυτό το πλοίο μόνος μου». Ταυτόχρονα κυβερνήτης, τιμονιέρης, ναύτης και
μοναδικός επιβάτης του πλοίου της ζωής του, η μία και μοναδική επιλογή που
υπήρχε για καθένα. Σταματώντας μόνο σε όποια λιμάνια ήθελε και προσκαλώντας
επίσης μόνον όσους και όσες ήθελε να ανέβουν στο πλοίο του ή έστω να
συμπλεύσουν μαζί του, αν τους άρεσε τόσο το δικό τους σκαρί ώστε να προτιμούσαν
να μην εγκαταλείψουν την άνεση του. Το αν και για πόσο όμως θα το έκαναν ήταν
επίσης θέμα της βούλησης τους και μόνον, εκείνος ούτε μπορούσε αλλά ούτε και
ήθελα ποτέ να παρέμβει σε αυτό, όπως ακριβώς δεν ήθελε και κανένας να του
υποδεικνύει πώς και προς ποια κατεύθυνση να οδηγήσει το καράβι του.
Καθόλου συμπτωματικά αλλά επειδή το είχε προβλέψει και
προγραμματίσει έτσι εκείνη την στιγμή ο χρόνος στο δωμάτιο εικονικής
πραγματικότητας ταυτίστηκε, έγινε ο ίδιος με τον πραγματικό. Ήταν η ώρα του
ηλιοβασιλέματος. Μερικές φορές τον Αύγουστο υπάρχουν, σε διαφορετικές νύχτες
βέβαια, δύο νέα φεγγάρια. Εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα όμως, καθώς καθόταν
στο σπίτι του, έβλεπε δύο και όχι έναν ήλιους να δύουν ταυτόχρονα. Ο ένας αληθινός
και ο άλλος εικονικός, ολόιδιοι αλλά και τόσο πολύ διαφορετικοί στην ουσία.
Αναλογίστηκε ότι υπήρχαν
σημεία στο σύμπαν όπου μπορούσε να δει κανείς δύο αληθινούς ήλιους να δύουν και
φυσικά να ανατέλλουν ταυτόχρονα. Το ηλιακό σύστημα του Αλφα του Κενταύρου για
παράδειγμα, ενός διπλού αστέρα (αν και στην πραγματικότητα υπάρχει και ένας
τρίτος και πολύ μικρότερος που ουσιαστικά είναι δορυφόρος των άλλων δύο) ο
οποίος βρίσκεται στον αστερισμό του Κενταύρου, έναν από τους σαράντα οκτώ που
αναφέρονταν στον κατάλογο του Πτολεμαίου ήδη από τον δεύτερο μετά Χριστό αιώνα.
Πώς να ήταν άραγε να παρατηρείς στα αλήθεια δύο ήλιους να ανατέλλουν και να
δύουν;
Ο ίδιος βέβαια δεν θα το
έβλεπε ποτέ αυτό αλλά το Άλφα του Κενταύρου είναι το εγγύτερο ηλιακό σύστημα
στο δικό μας, απέχουν λίγο περισσότερο από τέσσερα έτη φωτός που για διαστημική
απόσταση είναι πραγματικά πολύ κοντά και επιπλέον οι έρευνες είχαν ήδη δείξει
ότι υπήρχε πολύ μεγάλη πιθανότητα να υπήρχαν σε αυτό πλανήτες στους οποίους
υπήρχαν ή έστω μπορούσαν να αναπτυχθούν έμβιοι οργανισμοί. Ίσως λοιπόν κάποτε,
μπορεί και αιώνες μετά, κάποιος άλλος από την γη, έχοντας μια άλλη γήινη δίπλα
του, να καθόταν σε έναν από αυτούς τους πλανήτες ένα αυγουστιάτικο απόγευμα και
να έβλεπαν μαζί τους δύο Άλφα να δύουν. Ίσως να βίωναν εκεί ένα άλλο, πολύ
διαφορετικό αλλά και αληθινό καλοκαίρι. Αληθινό όσο αυτά που χαίρονταν οι
άνθρωποι πριν την εικονική πραγματικότητα, όταν δεν την χρειάζονταν γιατί πολύ
απλά υπήρχε όντως η πραγματικότητα εντός της οποίας ζούσαν.
Η σκέψη αυτή και μόνο τον
έκανε να χαμογελάσει για πρώτη φορά χαρούμενα, σχεδόν ευτυχισμένα. Γιατί τελικά
ο θάνατος δεν είναι παρά η οριστική απόδειξη ότι βίωσες αληθινά την ζωή σου,
ότι δεν πέρασες από αυτήν επί της ουσίας
το ίδιο ανύπαρκτος όσο θα είσαι και όταν θα τελειώσει. Και αυτή είναι η μόνη και μεγαλύτερη πραγμάτωση και δικαίωσή της, μαζί όμως βέβαια και με την επίγνωση ότι η ύπαρξη η
δική σου και των υπόλοιπων συνανθρώπων σου συνέβαλλε έστω και λίγο στο να
βελτιώσει εκείνη των συνανθρώπων σας που θα την συνεχίσουν. Όσο και αν φυσικά
θα είναι και αυτή το ίδιο πεπερασμένη, δεν μπορείς παρά να ελπίζεις ότι θα την
αξιοποιήσουν και εκείνοι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για την δική τους εποχή
και τις συνθήκες της.
---------------------------------------------------------------------------------------------------
* Ο Μεξικανός blade runner (εξολοθρευτής ανδροειδών) Γκαφ
μιλώντας στον συνάδελφο του Ρικ Ντέκαρντ γα το θηλυκό ανδροειδές Ρετσελ το οποίο
δεν «απέσυρε» όπως είχε διαταχθεί, επιτρέποντας έτσι στον Ντέκαρντ να ζήσει
μαζί της όσο διάστημα προβλέπεται να είναι ή τεχνητή ζωή της αν και
απαγορεύεται ρητά σε ανθρώπους να ερωτεύονται και, πολύ περισσότερο, να
έρχονται σε σεξουαλική επαφή με ανδροειδή. Είναι τα τελευταία λόγια που
ακούγονται στο φινάλε της κλασικής ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ «Blade Runner» (1982) το σενάριο της
οποίας βασίζεται στο βιβλίο του 1968 του μέγιστου της επιστημονικής φαντασίας
Φίλιπ Κ Ντικ «Do Androids Dream Of Electric Sheep?». To soundtrack της ταινίας
- και ιδίως το «Love Theme» και, πάνω από όλα, το εκπληκτικό θέμα των τίτλων
τέλους - αποτελεί πραγματικά μιαν από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές της
διαδρομής του Vangelis (Βαγγέλης Παπαθανασίου). Για αυτό και, ως φόρος τιμής
συνολικά σε ένα από τα αριστουργήματα της κινηματογραφικής επιστημονικής
φαντασίας, επενδύουν μουσικά και αυτό το διήγημα.
Η τελευταία εικόνα είναι φωτογραφία μέσω ραδιοτηλεσκοπίου
της NASA του Αλφα του Κεντταύρου.
Το διπλό αυτό άστρο ήταν η πηγή έμπνευσης για τον δίσκο του πρωτοποριακού
γερμανικού συγκροτήματος της electronica Tangerine Dream «Alpha Centauri» (1971)
που, αν επιθυμείτε, μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο εδώ
Ο Θάνος Μαντζάνας είναι κριτικός μουσικής στην Αυγή, στο musicpaper.gr και στο περιοδικό Ήχος και ασχολείται επίσης με την
πεζογραφία από το 2011, κυρίως με μεσαίας και μεγάλης έκτασης διηγήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου