ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΧΟΝΔΡΟΥ
Ελένη Λύρα, Το φόρεμα της Αθηνάς,
2017, βαμβακερή γάζα, φυσικός σπάγκος, χρυσή κλωστή, μεταβλητές διαστάσεις |
Να ’ναι καλά ο μαστρο-Στέργιος ο υδραυλικός, που μου’δωσε τις προάλλες τρία
μεροκάματα. Καλός άνθρωπος, δε μπορώ να πώ, έστω και μια φορά στο τόσο, με
σκέφτεται στη φάση που είμαι, όχι, παράπονο απ’ αυτόν δε μπορώ να έχω. Οι άλλοι
όμως, οι τόσοι φίλοι και κολλητοί, πού είναι τώρα που τους έχω ανάγκη; Μπουχός
έγιναν όλοι τους κι ούτε που ρωτάνε άν ζώ ή αν πέθανα. Και τί να τους πείς
δηλαδή, να τους παρακαλέσεις; Δεν ξέρουν το χάλι μου; Το ξέρουν και το
παραξέρουν αλλά κάνουν το κορόϊδο κι αποφεύγουν κάθε επαφή, ούτε καν ρωτάνε λες
και θα τους λερώσω, εγώ, που κάποτε έβαζα πλάτη για πάρτη τους, τώρα, βλέπεις,
δεν τους βολεύει και γίνανε λούηδες. Ας είναι, χαλάλι τους...
Να ’ναι καλά ο άνθρωπος, ήρθε ένα βράδυ και με βρήκε στο γιατάκι μου στην
πρώτη εσοχή της στοάς του υπουργείου, ούτε δέκα μέτρα απ’ τη λεωφόρο. «Το πρωί
θά περάσω να σε πάρω για δουλειά. Βάζω κάτι καλοριφέρ και θέλω δυό χέρια
παραπάνω. Να’σαι έτοιμος, εκεί κατά τις εφτάμισυ». Και μ’ άφησε μια σακκούλα
του σούπερμάρκετ με μισή φρατζόλα ψωμί, ένα τέταρτο κασέρι, δέκα φέτες
μορταδέλα και δυο μπουκάλια μπύρες.
Δηλαδή, να ’ναι καλά λέω, γιατί στα τρία μεροκάματα τσοντάρισε κι από πάνω,
σύνολο εκατόν είκοσι ευρουλάκια, που, και τα μισά να μου’δινε ή το πολύ ογδόντα,
δε θα του’λεγα και τίποτα. Και δεν είναι η πρώτη φορά που μου φέρνεται εντάξει.
Το’χει κάνει αρκετές φορές μέχρι τώρα,, στα πέντε χρόνια που έπεσα στην
«απόξω». Κι αυτό το εκτιμάω γιατι δείχνει πως δεν είναι αχάριστος, πως
αναγνωρίζει ότι χωρίς τη δική μου στήριξη δε θα’χε στεριώσει στην πιάτσα. Λέω
για τότε, που είχα το μαγαζί «ο Φίλος του
Υδραυλικού» και τον είχα σε ανοιχτή πίστωση, όπως κι άλλους δηλαδή, αλλ’
αυτός δε μ’ έρριξε ποτέ, μπορεί ν’ αργούσε αλλά με ξεπλήρωνε και με το
παραπάνω. Οι άλλοι, όχι όλοι βέβαια αλλ’ οι πιο πολλοί, με φέσωσαν, ακόμα έχω
να παίρνω, έμ, πώς να μη φαλήρω δηλαδή... Τέλος πάντων, μην αρχίσουμε πάλι την
κλάψα.
Απόψε, δε γουστάρω συσσίτιο του δήμου. Από νωρίς πήρα το φιλαράκι μου τον Άγη
στο καρτοκινητό, ομοιοπαθής κι αυτός καλό παιδί με νοιώθει, δε μπορώ να πώ, τον
έχω αποκούμπι αλλά όσο να’ναι πολύ πιό σικάτος, δε γουστάρει στοές και δρόμους,
μένει σε δημοτικό κατάλυμμα μαζύ μ’ άλλους πέντε. Δηλαδή Αγησίλαο τον βαφτίσανε
αλλά, βλέπεις, έπρεπε να δείχνει άνθρωπος της καλής κοινωνίας καθότι «Aghis, Haute Coiffure Studio» είχε, με ταμπέλα στο γαλλικό απ’έξω και με δυό αισθητικίνες υπαλλήλους
μέσα, άρα το «Αγησίλαος» καθόλου δεν πήγαινε, του’κανε χαλάστρα, γι’ αυτό και
το’κανε Άγις, με «γιώτα» παρακαλώ, έτσι
προς το πιό αρτιστίκ. Το κομμωτήριο βέβαια δεν ήταν καμιά μεγάλη φίρμα αλλά όσο
να’ναι τη σειρά του την είχε και κονόμαγε τις καλές εποχές. Αυτός όμως είχε την
τσέπη τρύπια κι όσα έριχνε μέσα, του φεύγανε σε γυναίκες κι αυτοκίνητα και πρώτα
τραπέζια πίστα, ακόμα κι όταν η κρίση φούντωνε, και βέβαια, ούτε που πήρε
χαμπάρι για πότε βάρεσε κανόνι. Αλλά, είπαμε, μην αρχίσουμε κι απόψε την κλάψα.
-. ‘Ελα, κερνάω εγώ απόψε, τα κονόμησα, Τί, ...μη ρωτάς, πώς και γιατί. ...Ναι,
σιγά μην τα κάνω μπαγιόκο στην τράπεζα...Έλα ρε, να πούμε δυό κουβέντες...
Και να’μαι τώρα στο παληό μου ταβερνάκι «το
τηγάνι», μακρυά απ’ το κέντρο, προς Πετράλωνα μεριά, να’χω παραγγείλει
γαύρο ξεροτηγανητό, χταποδάκι ψητό, καλαμαράκια, ντοματοσαλάτα με κρεμμύδι και
ψητή καυτερή πιπεριά με λαδόξυδο. Και τσίπουρο, τσίπουρο με γλυκάνισο που πολύ
το γουστάρει ο Άγης.
Καλοκαιράκι κι έχω πιάσει τραπεζάκι ακριανό να’χω την ησυχία μου να’ρθει κι
Άγης να πούμε δυό κουβέντες, να το ρίξουμε έξω απόψε. Έχω φορέσει το καλό μου
το πουκάμισο, ένα λακόστ δεκαετίας κι ένα ανάλογο τζην παντελόνι, ελαφρώς τριμμένα
καιτα δύο, άλλά όσο να’ναι, παραμένουν ευπρεπή και ‘καθώς πρέπει’. Αποβραδίς
τα’χα στρώσει προσεχτικά ανάμεσα στα δυό χαρτόνια μου, που βάζω κατάχαμα και
κοιμήθηκα από πάνω τους, όπως κάθε βράδυ, μέσα στο σλήπιγκ μπάγκ, και να δείς
που το πρωί ήτανε και τα δυό άψογα, ούτε του σιδερωτήριου δηλαδή!
Το γκαρσόνι έφερε πρώτα το τσίπουρο, με γλυκάνισο όπως του είπα, ένα
καραφάκι του τέταρτου, μαζύ μ’ ένα μπώλ παγάκια.Ύστερα έφερε το γαυράκι,
ξεροτηγανισμένο μυρωδάτο και λαχταριστό, να κολάζει ακόμα και δεσπότη κι από
κοντά τα καλαμαράκια, το χταποδάκι και τη σαλάτα. Έγειρα πίσω την καρέκλα μου
να τ’ απολαύσω καλύτερα όλ’ αυτά που είχα μπροστά μου κι ένα κύμα αγαλλίασης
φούντωσε μέσα μου. Το πρόσωπό μου έλαμψε, αμβροσία και νέκταρ με περίμεναν, τί
άλλο καλύτερο να θέλω; ‘Άντε ρε Άγη, γιατί αργείς, έλα να το ρίξουμε έξω
απόψε!’
Κι εκεί πάνω που άρχισα να τσιμπολογάω περιμένοντάς τον, νάσου τον στο
τηλέφωνο:
-. Άργησες, και σου’χω δείπνο λουκούλειο, τον προλαβαίνω για να τον
‘φτιάξω’.
-. Ρε συ... με συγχωρείς, έμπλεξα, δε... δε γίνεται να’ρθω απόψε... Τον άκουσα
και μου ’κοψε τα ήπατα κι έμεινα με το χταποδάκι μετέωρο μπροστά στο ανοιχό μου
στόμα!.. Κι αυτός συνέχιζε στον ίδιο χαβά, τα συνηθισμένα λιμοκοντόρικα, ‘ειλικρινά
πολύ λοιπάμαι και το’θελα και γω πολύ να σε δώ, να λέγαμε τα παληά μας τα
ωραία, αλήθεια σου λέω ...τί να σου πώ τώρα και πάλι ζητάω συγνώμη... την άλλη
φορά θα το κάνουμε οπωσδήποτε στο υπόσχομαι...’
Και δόστου το μπίρι-μπίρι και τις
τσιριμόνιες του, δεν τον άντεξα, ταμπλάς με γυρόφερνε και του’κλεισα το
τηλέφωνο. Ά, ρε Άγη, με πούλησες... δηλαδή, τί σόι παρέα καλύτερη απ’ τη δική
μου βρήκες... και δηλαδή απόψε έλαχε να τη βρείς;... αφού απ’ το γιόμα τα’παμε
και τα συμφωνήσαμε, τί κόνξες μου τσαμπουνάς τώρα και με παρατάς αμανάτι, έτσι
στην ψύχρα μ’ ένα «με συγχωρείς»;...
Παίρνω βαθειά ανάσα να ’ρθω στα ίσια
μου κι άθελά μου ξεφυσάω ούφ, πάει αποχαλάσαμε, σιχτίρ παληοκοινωνία! Ασυναίσθητα,
ρίχνω ένα βλέμμα ολόγυρα: τίποτα το ιδιαίτερο, ησυχία, καθημερινή βλέπεις, κι
οι πελάτες λιγοστοί. Μόνο ο σκύλος απέναντί μου στα δυό μέτρα με κοιτάει – αλήθεια
πότε ήρθε και δεν τον πήρα χαμπάρι; Αλλά και πώς να τον πάρω δηλαδή, με τέτοιο
ταράκουλο που με βρήκε;
Τον κοιτάζω κι εγώ και, δεν ξέρω αν είναι ιδέα μου αλλά μου φαίνεται πως
μου χαμογελάει. Χαλαρώνω, γεμίζω το ποτήρι μέχρι τη μέση με τσίπουρο, ρίχνω και
δυό παγάκια μέσα, του χαμογελάω κι εγώ και το πίνω μονορούφι στην υγειά του. Δοκιμάζω
ένα γαυράκι, μμμ, τέλειο, ρίχνω ένα και στό σκύλο. Ένα χταποδάκι εγώ, ένα ο
σκύλος. Ένα γαυράκι εγώ, ένα ο σκύλος. Ένα καλαμαράκι εγώ, ένα ο σκύλος. Καλά
πάμε!
Ωραίος σκύλος, αδέσποτος κι ελεύθερος, χωρίς λουράκι και λοιπά λιλιά στο
λαιμό. Κάθεται στα πίσω πόδια του στηριγμένος στα μπροστινά του. Κύριος κι
αξιοπρεπής με κοιτάει ίσια στα μάτια, είμαι σίγουρος πως τώρα, με τον τρόπο του
δηλαδή, μου μιλάει. Άσπρος, με όμορφες καφεκίτρινες προς το μελί βούλες, μία
μικρή στο σταυρό ανάμεσα στα μάτια, από μία στ’ αυτιά κι άλλες μεγαλύτερες στο
υπόλοιπο σώμα του. Γεροδεμένο σκαρί παρά την δυστυχία του, με δυνατό θώρακα,
καθόλου κοιλιά και γερά πόδια.
Το τσίπουρο στο καραφάκι έχει έχει πιάσει πάτο, έχω έρθει σε καλή φάση, κι
όλα τα βλέπω ωραία. Κι ο σκύλος όλο και πιό ωραίος μου φαίνεται. Τον χαζεύω
καθώς μοιραζόμαστε το φαγητό και... ρε... ρε σύ, αυτός είναι φτυστός ο Ντίκ!
Ναι, ναι, ο Ντίκ ο παιδικός μου φίλος, στο σπίτι μας στο χωριό! Ο Ντίκ, ο
σκύλος μου ο ξεχωριστός, ο θεϊκός! Έ ρε τί παιχνίδι ρίχναμε κάθε μέρα, τί
αγκαλιές και τί τρεχαλητό! Πανέξυνος και αεικίνητος, σε κοίταζε στα μάτια κι
ό,τι του’λεγες το’πιανε αμέσως, δεύτερη κουβέντα δε χρειαζότανε. Κι εκείνος
έτσι ήτανε, αξιοπρεπής, μέχρι το χαγιάτι ανέβαινε, ποτέ μέσα στο σπίτι. Με το
σπαθί του είχε γίνει μέλος αναπόσπαστο της οικογένειας και συμμετείχε στον
αγώνα της επιβίωσης. Θερίζαμε κι αυτός πήγαινε πιό μπροστά, μαζεύαμε καπνό τη
νύχτα, αυτός πάλι εμπροσθοφυλακή να ελέγχει το χώρο για φίδια και λοιπά
ενοχλητικά ζουλάπια. Και στο μεταξύ να πετάγεται να ρίξει μια ματιά και στ’
άλογα που έβοσκαν πιο πέρα.
Α, ρε Ντίκ, πόσο ομόρφηνες τα
παιδικά μου χρόνια!..
Το δείπνο μας τελειώνει κι τούτος
εδώ ακόμα πεινάει, αυτό είναι φανερό. Αλλά περήφανος καθώς είναι, δε θέλει να
δείχνει λιμασμένος. Τώρα του ρίχνω ψωμί, σκέτο ψωμί κι αυτός ανταποκρίνεται. Κι
όλο με κοιτάζει καλωσυνάτα με τα υγρά του μάτια. Παραγγέλνω κι άλλο ψωμί κι
ό,τι έτοιμο έχει το μαγαζί, τέτοια ώρα τί να’χει, να, τρία σουβλάκια από χθές,
εντάξει φέρτα. Ωραία, σα να χόρτασε μου φαίνεται. Ξαπλώνει κάτω και με κοιτάζει
ευχαριστημένος κουνώντας την ουρά του.
Πέρασε η ώρα, κοντεύει μεσάνυχτα. Οι
πελάτες αραίωσαν, ώρα να πηγαίνω. Αλλά όχι, δε θα φύγω έτσι. Του κάνω νόημα κι
έρχεται κοντά μου. Τρίβεται στα πόδια μου, τον χαϊδεύω στο πρόσωπο κι αυτός μου
χαμογελάει ευτυχισμένος. Με καταλαβαίνει αφού κι αυτός άστεγος είναι.
- Άντε φίλε μου, καλά περάσαμε οι δυό μας, δε φαντάζεσαι τί χαρά μου’δωσες
απόψε. Θα ξανάρθω και θα τα ξαναπούμε..
Με αντιχαιρετάει κι αυτός, κουνώντας την ουρά του.
Σουρωμένος αλλά «πλήρης», παίρνω το δρόμο για το γιατάκι μου. Κι ούτε που
κατάλαβα πώς έφτασα και πώς με πήρε ο ύπνος. Και τί ύπνος! Όλα τα όμορφα
όνειρα, τα πιό όμορφα όνειρα, περνούσαν μαζεμένα από μπροστά μου. Λες και μήνες,
χρόνια, περίμεναν αυτή τη νύχτα! Θα πρέπει να χαμογελούσαν μέχρι και τ’ αυτιά
μου, ώ, είμαι σιγουρος γι’ αυτό!
Κι εκεί κοντά το πρωί, στο πρώτο αχνοφέξιμο της στοάς, πάνω στο στερνοΰπνι,
ένα χάδι απαλό απλώνεται γλυκά-γλυκά σ’ όλο μου το πρόσωπο, ένα χάδι ίσο με
χίλια φιλιά. Όμορφα που είναι! Και το χάδι γίνεται ανάσα, ανάσα ζεστή και με
ξυπνάει. Πλάι μου ο σκύλος, ο ίδιος, ο χθεσινός, μου χαμογελάει.
Όχι, αυτό δεν είναι όνειρο!..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου