Το Μπλόκο, η
πλατεία Οσίας Ξένης, η «Μάντρα» της εκτέλεσης, το Μνημείο πεσόντων του
Ζαγγολόπουλου, το μοντερνιστικό Δημαρχείο που δεν ανεγέρθηκε, και το κλασικιστικά
ρομαντικό, νεοβυζαντινό κτίριο της Μητρόπολης...
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΥΛΟΥ
Γιώργος Ζογγολόπουλος,
Μνημείο
Πεσόντων Κοκκινιάς, 1956
|
Την αφορμή για το κείμενο που
ακολουθεί έδωσαν οι επέτειοι δύο γεγονότων. Από τη μια εκείνη του απριλιανού
πραξικοπήματος, με τη συμπλήρωση φέτος των πενήντα χρόνων, επέτειος που
προκάλεσε έναν μεγάλο ιστορικό και ερευνητικό διάλογο που εκτείνεται σε όλη την
τρέχουσα χρονιά. Από την άλλη, πρόκειται για ένα γεγονός που συνέβη το μήνα που
διανύουμε και μας πάει ακόμη πιο πίσω στο χρόνο. Πρόκειται για το δεύτερο, το
μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς (Νίκαιας), που έγινε στις 17 Αυγούστου 1944. Τα δύο
γεγονότα συναντήθηκαν στη Νίκαια τα χρόνια της δικτατορίας, με διακύβευμα τη
δημόσια μνήμη και την ταυτότητα του δημόσιου χώρου. Ο χώρος στην προκειμένη
περίπτωση ήταν η πλατεία της Οσίας Ξένης, σήμερα πλατεία 17ης Αυγούστου 1944,
εκεί που έλαβε χώρα το μπλόκο της Κοκκινιάς.
Όσον αφορά το μπλόκο, ας θυμίσουμε ότι
ήταν μία από τις βιαιότερες επιχειρήσεις του καλοκαιριού του ΄44, τότε που οι
εαμικές συνοικίες της πρωτεύουσας έγιναν πεδίο μαζικών εκκαθαρίσεων από τη
μεριά των κατοχικών δυνάμεων και των ελληνικών σωμάτων ασφαλείας. Με δύο τόπους
μαζικών εκτελέσεων, ένοπλες συγκρούσεις στα βορειοδυτικά της πόλης και
μεμονωμένες εκτελέσεις, ο τεκμηριωμένος αριθμός των θυμάτων της ημέρας εκείνης
ξεπερνά τους 170 ανθρώπους,[1]
με γυναίκες ανάμεσά τους, ενώ η ασύλληπτου μεγέθους ομηρία που ακολούθησε είναι,
σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία,[2]
της τάξης των 3.000 ανδρών.
Ως συλλογικό βίωμα, ως τραύμα αλλά και
παρακαταθήκη ιδεολογικής συνέπειας και περηφάνιας, το μπλόκο σημάδεψε την
κοινότητα. Γι’ αυτό και μια από τις πρώτες αποφάσεις της δημοτικής αρχής που
αναδείχθηκε από τις εκλογές του 1951 ήταν η ανέγερση ηρώου όχι σε κεντρικό
σημείο της πόλης αλλά στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Η σημασία της πράξης αυτής
αξίζει να επισημανθεί.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, η
Νίκαια υπήρξε η μόνη αριστερή συνοικία στην οποία ανεγέρθηκε μνημείο πεσόντων
πολέμου την πρώτη μεταπολεμική περίοδο και η πόλη κατάφερε να αποτρέψει δύο
βασικές στρατηγικές της μετεμφυλιακής δημόσιας μνημειακής γλυπτικής. Απέφυγε
τόσο την επιλογή ενός ουδέτερου χωροταξικά σημείου, μη οργανικά συνδεδεμένου με
την Αντίσταση, ως τόπου ανέγερσης του μνημείου, όσο και την ύψωση ενός ηρώου
που να αναπαράγει την επίσημη αφήγηση για τον πόλεμο. Το έργο που προέκυψε από
το διαγωνισμό που προκηρύχθηκε, το ορειχάλκινο σύμπλεγμα με τη Νίκη που
συγκρατεί τον πεσόντα νέο, είναι του Γιώργου Ζογγολόπουλου. Είναι ένα έργο
ιδιαίτερο, που διαφέρει ριζικά από τα ομόχρονα μνημεία πεσόντων, με
συγκαλυμμένες αλλά αναγνώσιμες αντιστασιακές συνδηλώσεις, στις οποίες δεν θα
σταθούμε σήμερα. Σήμερα θα μείνουμε στη χρήση που προέβλεψε η κοινότητα της
πόλης για τον περιβάλλοντα δημόσιο χώρο και εκείνη που προώθησε τελικά η
δικτατορία.
Η ίδια δημοτική απόφαση που κατοχύρωσε
την ανέγερση του μνημείου στην πλατεία Οσίας Ξένης προέβλεπε και την ανέγερση
Δημαρχείου στον ίδιο χώρο, στη δυτική πλευρά της πλατείας.[3]
Όμως, λόγω της συνάρτησης υψηλής δαπάνης και αρνητικού θεσμικού περιβάλλοντος η
υπόθεση του Δημαρχείου πάγωσε, παρόλο που η πόλη δεν διέθετε ιδιόκτητο κτίριο.
Χρειάστηκε η αλλαγή του πολιτικού κλίματος στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και η
δεύτερη θητεία του Δημήτρη Καρακουλουξή, επί της αρχής του οποίου ψηφίστηκε η
απόφαση το 1952, για να ανακινηθεί το θέμα. Το 1965 εγκρίθηκε η ανάθεση της
μελέτης του έργου σε ομάδα αρχιτεκτόνων, αποτελούμενη από τους Κ. Μπίτσιο, Άγγ.
Διαμαντόπουλο, Γρ. Διαμαντόπουλο, Δ. Ιωαννίδη και Κ. Μπούζεμπερκ.[4]
Η επιλογή της ανάθεσης είχε οπωσδήποτε
να κάνει με την εμπιστοσύνη από τη μεριά της δημοτικής αρχής στον νέο τότε
Νικαιώτη αρχιτέκτονα Δημήτρη Ιωαννίδη και με τη δραστήρια παρέμβαση του
τελευταίου στα πολιτισμικά πράγματα της πόλης. Ο Ιωαννίδης ήταν ιδρυτικό μέλος
της Πνευματικής Εστίας Νικαίας (ΠΕΝ), πολιτισμικού συλλόγου που από το 1958
είχε αναπτύξει αξιόλογη δράση, και ο ίδιος είχε πρωτοστατήσει στη διοργάνωση
δύο σημαντικών πολεοδομικών και μίας εικαστικής έκθεσης. Μετά τη μεταπολίτευση
διετέλεσε, με διακοπές, πρόεδρος της ΠΕΝ για περισσότερο από μια εικοσαετία.
Την ίδια εποχή άρχισε να συλλέγει έργα σύγχρονων ελλήνων καλλιτεχνών, βάζοντας
τις βάσεις της μεγάλης και αντιπροσωπευτικής συλλογής που έχει συγκροτήσει
μέχρι σήμερα.
Το καλοκαίρι του 1966 η μελέτη του
δημαρχιακού μεγάρου ήταν έτοιμη και τον Φεβρουάριο του 1967, εν όψει της
έναρξης των εργασιών, ο Ιωαννίδης την παρουσίασε συνοπτικά στο διμηνιαίο
περιοδικό Χρονικά της Νίκαιας.[5]
Στο εξώφυλλο του ίδιου τεύχους βλέπουμε τη μακέτα του κτιρίου: μια σύνθεση στο
ύφος του κυρίαρχου τότε μεταπολεμικού μοντερνισμού, στην ελληνική εκδοχή του,
με φανερή εκσυγχρονιστική πρόθεση. Δεν λείπουν οι έμμεσες μορφολογικές αναφορές
στην αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική παράδοση μέσω των υλικών, του λευκού μαρμάρου
και της πελεκητής πέτρας, και της χρήσης κάνναβου στην πρόσοψη με τρόπο που
παραπέμπει σε κιονοστοιχία. Όσον αφορά τη λειτουργία του, το δημαρχείο είχε
συλληφθεί ως πολυχώρος, όχι μόνο ως δομή διοικητικών υπηρεσιών αλλά ως πυρήνας
επιμόρφωσης και πολιτισμικών δραστηριοτήτων. Περιελάμβανε αίθουσα εκδηλώσεων,
αίθουσα εκθέσεων, πινακοθήκη, χώρο για θεατρικές-χορωδιακές πρόβες, αποθήκη σκηνικών,
καθώς και δημοτική βιβλιοθήκη με αυτόνομη πρόσβαση.
Θα σταθούμε στα σημεία εκείνα που
αφορούν τη σχέση του υπό δημιουργία κτιρίου με τον χώρο της πλατείας και το
μνημείο πεσόντων. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, διαβάζουμε στο άρθρο του
Ιωαννίδη: «Το Δημαρχείο έχει κατά το δυνατόν διαφανές το ισόγειο με χώρους
αποκλειστικώς κοινωνικής και πολιτιστικής χρήσεως… Με τη χρήση μεγάλων
επιφανειών από γυαλί, είναι εμφανής η πρόθεσή μας να διατηρηθή όσο μπορεί ο
ενιαίος χώρος της πλατείας…» Καθώς το Δημαρχείο επρόκειτο να ανεγερθεί στο
δυτικό άκρο της πλατείας, η τελευταία δήλωση χάνει τη σημασία της αν ο
αναγνώστης αγνοεί ότι στα νοτιοδυτικά της έκτασης αυτής βρίσκεται η Μάντρα της
Οσίας Ξένης, το εμβληματικό θυσιαστήριο του μπλόκου. Προτού χτιστεί η δυτική πλευρά
υπήρχε οπτική επαφή της πλατείας και του μνημείου των πεσόντων με τη Μάντρα. Η
ανέγερση ενός μεγάλης κλίμακας κτιρίου θα διέκοπτε τη χωρική αυτή συνέχεια και
αυτό ακριβώς θέλησε να αποτρέψει η αρχιτεκτονική ομάδα μέσω της χρήσης
υαλοπετασμάτων, όπως και με την αποφυγή υπερύψωσης του ισογείου ή οριοθέτησης
του κτιρίου με οποιασδήποτε μορφής περίβολο.
Όσον αφορά το μνημείο, η μελέτη
προέβλεπε τη μετακίνησή του από την κεντρική θέση που καταλαμβάνει στα δυτικά
της πλατείας στη βόρεια πλευρά της: «Το μνημείο τοποθετήθηκε στα δεξιά καθώς
βλέπουμε την πλατεία με μικρή υπερύψωση μπροστά σε ένα αδρά καμωμένο τοίχο από
μπετόν και πέτρες από τον τόπο της εκτελέσεως των πατριωτών του 1941-44.
Νομίζουμε ότι οι πέτρες που θα παρθούν αποκλειστικά από τον τοίχο της μάνδρας,
είναι η καλυτέρα σύνδεση του μνημείου των πεσόντων και της μάνδρας. Έτσι, με
τον τρόπο που συνδέθηκαν Δημαρχείο – Μνημείο αποτελούν ένα σύνολο που
αναδεικνύονται μέσα στο χώρο, χωρίς το ένα να μειώνη την σημασία του άλλου».
Η μετακίνηση ήταν θέμα σεβασμού του
μνημείου. Αν ανεγειρόταν το δημαρχιακό μέγαρο και το γλυπτό παρέμενε στην
αρχική του θέση, μοιραία το τελευταίο θα υποβαθμιζόταν στην αλληλεπίδρασή του
με τα μορφικά στοιχεία του κτιρίου. Η τοποθέτησή του στο πλάι και η πρόβλεψη
ενός χαμηλού τοίχου με τα συγκεκριμένα δομικά υλικά πίσω του δεν εξασφάλιζε
μόνο τη σύνδεσή του με τη Μάντρα της Οσίας Ξένης. Εξασφάλιζε το αναγκαίο για το
μνημείο ήσυχο και ανοιχτό φόντο, που θα επέτρεπε στις ανάλαφρες από όγκο,
επιμήκεις φόρμες του Ζογγολόπουλου να αναπτύσσουν το ρυθμό τους στο χώρο και να
μεταδίδουν τις σημάνσεις τους ανεπηρέαστες από παρεμβαλλόμενα ισχυρά οπτικά
ερεθίσματα.
Δύο μήνες μετά τη δημοσίευση της
μελέτης έγινε το απριλιανό πραξικόπημα. Στη θέση του εκλεγμένου δημάρχου το
καθεστώς διόρισε τον Νικόλαο Πλυτζανόπουλο, ανηψιό του συνταγματάρχη Ιωάννη
Πλυτζανόπουλου, που διετέλεσε διοικητής του 1ου Συντάγματος Ευζώνων Αθηνών στην
Κατοχή και ήταν ένας από τους δύο επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας στο μπλόκο
της Κοκκινιάς.[6]
Κατά τη διάρκεια της επταετούς θητείας του ο Πλυτζανόπουλος παραποίησε
συστηματικά την ιστορία με ποικίλες πρακτικές. Όσον αφορά την κατοχική δράση
της πόλης, επιδίωξε να την εξαλείψει και, στο βαθμό που αυτό δεν ήταν δυνατό,
να εμπεδώσει μια αφήγηση σύμφωνα με την οποία για το μπλόκο ευθύνονταν οι «μασκοφόροι
κομμουνισταί».[7]
Τον Νοέμβριο του 1966 ιδρύθηκε με
νομοθετικό διάταγμα η Μητρόπολη Νικαίας, ρύθμιση που εκπλήρωσε ένα αίτημα
χρόνων. Το πρόβλημα της έλλειψης ιδιόκτητης στέγης, που αντιμετώπιζε η νέα
Μητρόπολη, λύθηκε ταχύτατα μετά την επιβολή της δικτατορίας. Τον Νοέμβριο του
1967, και αφού η δημοτική αρχή είχε διακόψει τις εργασίες για το Δημαρχείο με
την ψήφιση της τροποποίησης του προγράμματος εκτελεστέων έργων, ο μητροπολίτης
Νικαίας ζήτησε εγγράφως από τον Δήμο την παραχώρηση του οικοπέδου της δυτικής
πλευράς της πλατείας Οσίας Ξένης, προκειμένου να ανεγερθεί εκεί μητροπολιτικό
Επισκοπείο.[8]
Σύμφωνα με το έγγραφο η ικανοποίηση του αιτήματος θα ήταν επωφελής για τους
κατοίκους, θα συνέβαλλε στην αναγέννηση του Έθνους και επιπλέον θα κοσμούσε την
πόλη με ένα μεγαλοπρεπές μέγαρο. Είναι περιττό να επισημάνουμε ότι η όλη
μεθόδευση υπερβαίνει αυτά καθεαυτά τα πρόσωπα και τους θεσμούς και πρέπει να
συνδεθεί πρώτα απ’ όλα με τις προθέσεις του καθεστώτος. Το αίτημα εγκρίθηκε στις
αρχές Δεκεμβρίου διασφαλίζοντας την αλλαγή χρήσης του οικοπέδου. Το
μητροπολιτικό μέγαρο εγκαινιάστηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1972. Πρόκειται για ένα
μαξιμαλιστικό οικοδόμημα με υπερυψωμένο ισόγειο και δύο ορόφους. Μορφολογικά
ακολουθεί τον κλασικιστικό ρομαντισμό της Βίλλα Ιλίσσια του Σταμάτη Κλεάνθη,
προσαρμόζοντάς τον στους όρους ενός δημόσιου μεγάρου και ενισχύοντας τον
νεοβυζαντινό χαρακτήρα του με τις τονισμένες αψιδωτές στοές της πρόσοψης. Με το
ύψος και τον όγκο του το κτίριο επιβλήθηκε στον δημόσιο χώρο της πλατείας
διακόπτοντας την οπτική και εννοιολογική σύνδεση μεταξύ της πλατείας και της
Μάντρας του μπλόκου, όπως και μεταξύ της Μάντρας και του μνημείου των πεσόντων.
Στο ίδιο το μνημείο, που διατηρήθηκε στην αρχική του θέση, επιβλήθηκε απόλυτα. Όχι
μόνο κατάργησε τη ζωτική σχέση του γλυπτού με τον ελεύθερο περιβάλλοντα χώρο,
αλλά με τα ισχυρά του στοιχεία παρεμβαίνει έκτοτε αμετάκλητα στην πρόσληψη του
μνημείου, όχι μόνο την αισθητική αλλά και τη νοηματική. Είναι χαρακτηριστικό
ότι όταν γίνεται λόγος για τη γυναικεία φτερωτή μορφή πριν τη δικτατορία, αυτή
περιγράφεται ως Νίκη, Δόξα, Ελευθερία ή Ελλάδα,[9]
ενώ στις μεταγενέστερες αναφορές χαρακτηρίζεται επανειλημμένα ως άγγελος ή
ακόμη και Παναγία,[10]
ανάγνωση που περιορίζει σημαντικά τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της μορφής και
του έργου συνολικά.
Στην περίπτωση της Νίκαιας η μάχη της
μνήμης, η διεκδίκηση της δημόσιας μνήμης, κορυφώνεται σε δύο ιστορικές στιγμές.
Η πρώτη συνέβη όταν στο περιβάλλον της επιτηρούμενης μετεμφυλιακής δημοκρατίας
οι ηττημένοι της δεκαετίας του ΄40 κατάφεραν να κάνουν την πλατεία Οσίας Ξένης
επίσημο τόπο μνήμης της πόλης για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ταυτόχρονα
επίσημο τόπο μνήμης της κατοχικής Αντίστασης. Η δεύτερη είναι η παρέμβαση της
δικτατορίας που μόλις σχολιάσαμε, παρέμβαση ισχυρή στη μορφή, τη λειτουργία και
την ταυτότητα του δημόσιου χώρου της ίδιας πλατείας, που βασίστηκε στην
καπηλεία ενός επίσης ισχυρού αξιακού στοιχείου της κοινότητας, εκείνου της
θρησκευτικής πίστης. Βέβαια, η μάχη για τη μνήμη δεν τελειώνει. Συνεχίζεται με
λιγότερο ηχηρές μορφές που έχει ενδιαφέρον να δει κανείς, όπως συμβαίνει με τον
λόγο που αναπτύχθηκε από το 1974 μέχρι σήμερα για την αλλαγή χρήσης της
παραπάνω πλατείας. Ειδικά όταν ο λόγος αυτός ξεφεύγει από την αναμενόμενη, αλλά
καθόλου αμελητέα, κριτική και εστιάζει στον δημόσιο χώρο ως βιωμένο κοινωνικό
πεδίο, ο δέκτης του έρχεται αντιμέτωπος με παράλληλες, ιδιαίτερα γόνιμες ως
αφορμές, όψεις του πολιτικού.[11]
Η Μαρία Πούλου είναι ιστορικός τέχνης
[1] Το μπλόκο της Κοκκινιάς. Χρονικό μνήμης (επιμ. ομάδα εργασίας), Δήμος Νίκαιας, Νίκαια 2004, σ. 110-120.
[2] Ι.
Χανδρινός, Το τιμωρό χέρι του λαού, Θεμέλιο, Αθήνα 2012, σ. 249.
[3] «Απεφασίσθη
η ανέγερσις Δημαρχιακού Μεγάρου και Ηρώου Πεσόντων ει την πλατείαν της Οσίας
Ξένης», εφ. Παρατηρητής, 28 Οκτωβρίου 1952.
[4] Πρακτικά
Δημοτικού Συμβουλίου Νίκαιας (στο εξής ΠΔΣΝ), απόφ. 289, 20/29-9-1965.
[5] Δ. Ιωαννίδης, «Το νέο Δημαρχιακό Μέγαρο», περ. Χρονικά της
Νίκαιας, τεύχ. 3-4, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1967, σ. 5. Ευχαριστώ θερμά τον
Κυριάκο Νικολαΐδη για την υπόδειξη του άρθρου.
[6] Χανδρινός, ό.π., σ. 139, 247. Επίσης, η συμμετοχή του Ι.
Πλυτζανόπουλου στο μπλόκο της Κοκκινιάς καταγράφεται σε όλες τις γραπτές
μαρτυρίες που καταγράφουν εκτενώς το γεγονός.
[7] Από την επιγραφή της αναμνηστικής πλάκας που ανάρτησε ο Νικ.
Πλυτζανόπουλος στη Μάντρα της Οσίας Ξένης όταν ανέλαβε τη δημαρχία. Βλ. Το
μπλόκο της Κοκκινιάς, ό.π., σ. 146.
[8] ΠΔΣΝ, απόφ. 332, 15/8-12-1967. Μητροπολίτης Νικαίας ήταν ο
Γεώργιος Παυλίδης (1967-1990). Το 1982 ο ίδιος συνόδεψε τον τότε δήμαρχο
Νίκαιας Στέλιο Λογοθέτη στο γραφείο του υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και
Περιβάλλοντος Αντώνη Τρίτση με αίτημα την απαλλοτρίωση της Μάντρας Οσίας Ξένης
και την ανακήρυξή της σε μνημείο (μαρτυρία του πρώην δημάρχου στην γράφουσα).
[9] Ενδεικτικά: Λ. Πετράκος, «Το Ηρώον των Πεσόντων. Μερική ανάλυσις
του έργου», περ. Η Νίκαια, τχ. 5, Ιούλιος 1955, σ. 11. «Τα αποκαλυπτήρια
του Μνημείου των πεσόντων εις την Νίκαιαν», εφ. Έθνος, 20 Αυγούστου 1956. «Η
Νίκαια τιμά τους ήρωάς της», εφ. Χρονογράφος, 20 Αυγούστου 1956. Γ. Πετρής, «Το
μνημείο της Κοκκινιάς», περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 22, Οκτώβριος 1956,
σ. 318.
[10] Ενδεικτικά:
Στ. Τράτσης, «Το μνημείο των πεσόντων», περ. Μηνιαίος Καθρέφτης, τεύχ.
6-7, Ιούνιος-Ιούλιος 1977, σ. 9-10. Α. Παπαδοπούλου, Η Αττική Νίκαια,
Νίκαια 1998, σ. 9.
[11] Βλ.
Ά. Γαβριηλίδης - Μ. Σαρρή, «Γιατί πρέπει να κατεδαφιστεί η Μητρόπολη Νικαίας»,
https://nomadicuniversality.com/2014/08/30/.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου