10/7/17

Ημερολόγιο ποιητικών συμβάντων

ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ Δ. ΠΕΖΑΡΟΥ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΤΙΝΗΣ, Το ξένο φως, ποιήματα, Εκδόσεις Υποκείμενο, σελ. 32

Ο Χρήστος Μαρτίνης (1985) εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή του, αφού έχουν προηγηθεί κάποιες σποραδικές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως ο ιστότοπος “biblioteque” ή το περιοδικό «φρμκ».  
Το «ξένο φως» περιέχει, όχι απλώς μια σειρά ήδη δημοσιευμένων ή όχι ποιημάτων, όπως συνηθίζεται κυρίως στις πρώτες εμφανίσεις, αλλά ποιήματα που εντάσσονται σε μια ενιαία θεματογραφία, πρόκειται δηλαδή για μια συνθετικά συγκροτημένη συλλογή. Δύσκολο μεν το εγχείρημα,  και μάλιστα για έναν νέο ποιητή, αλλά αυτό προσδιορίζει και το μέγεθος της επιτυχίας του.
Το σώμα της συλλογής αποτελείται από 20 ποιήματα, εκ των οποίων τα 19 είναι αριθμημένα μεν αλλά άτιτλα και ένα ακόμη, το μόνο που τιτλοφορείται «Ελένη», ενώ ένα επιπλέον εκτεταμένο ποίημα, «του καταραμένου», αναφέρεται ως «παράρτημα» και αποτελεί την κατακλείδα του βιβλίου.
Ο τίτλος της συλλογής προσδιορίζει νομίζω εξ αρχής και το περιεχόμενο των ποιημάτων της. Εικόνες εκτός εαυτού πλημμυρίζουν κάποτε την καθημερινότητά μας, τραγικές, ενίοτε άγριες, ίσως εφιαλτικές ή αποτρόπαιες που, λειτουργώντας ως πηγή φωτός, ενεργοποιούν τις ευαισθησίες μας για καταστάσεις που δεν έχουμε γνωρίσει, που μας διαφεύγουν ή που παραμένουν κρυφές, στη σκιά, στο σκοτάδι, και που το δικό μας εσώτερο φωτεινό σώμα δεν είχε μέχρι τώρα τη γνώση, την εμπειρία ή την ευκαιρία να τις διακρίνει και να τις εκφράσει.   
« … θα πουν ότι δεν είχαμε ιδέα / ότι δε βλέπαμε / όμως, πώς να κρατήσεις βράχο με τα χέρια σου / πώς να δεθεί ο χείμαρρος με το σχοινί / το φως πώς να κλειδώσεις / ξυπνήσαμε / από το τέλος του καλοκαιριού / και ζούμε απ’ τα σπαράγματα / του ρόδου / να γράψουμε …» (λ. 7)

Αλλά για ποιες εικόνες και ποιο φως πρόκειται; Τα ποιήματα βρίθουν από αναφορές στην «αδίστακτη» θάλασσα και στα τοπία της, ακτές, αλάτι, φωτιές, πανσέληνες νύχτες, σωσίβια, φλεγόμενος ήλιος, καλοκαίρι, κλπ. Είναι νομίζω σαφές σε τι αναφέρεται το περιεχόμενο της συλλογής.
«έρχομαι / με τις κραυγές των γλάρων στο σκοτάδι / φορώντας ένα σωσίβιο από κόκκινο γυαλί / έρχομαι / μ’ έναν διερμηνέα που μιλά όλες τις γλώσσες του ουρανού / κι έχει ακριβώς ενενήντα εννέα ονόματα» (σ. 19)
Όταν, επομένως, μια άλλη πραγματικότητα εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας (λ.χ. ακατάπαυστα κύματα προσφύγων),  έρχεται να αμφισβητήσει τις προσωπικές μας έγνοιες, τα δικά μας μικρά ή μεγάλα προβλήματα, τα δικά μας πάθη, το δικό μας τέλμα. Έτσι ο ιστορικός χρόνος συναντά το προσωπικό βίωμα και η συν-κίνηση που προκαλείται, μετατρέπεται (με τη δύναμη των λέξεων και των στίχων) σε ποίηση.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ποιητής αλλάζει προσωπεία, παίρνει τη θέση των άλλων, και ως ηθοποιός αρχαίας τραγωδίας, φορώντας τη μάσκα του, μιλάει τη φωνή τους, αποσπασματικά, ντύνοντας το λόγο τους με ποιητικές εκφορές και εικόνες.
«τη μέρα / κοιτούσα με τρόμο τα χέρια μου / μου είχε μπει η ιδέα πως θα καώ / πως θα αρπάξω / και έτσι με τα ρούχα / ολόκληρος θα φλέγομαι σαν ήλιος / όμως τη νύχτα / στο παράθυρο μπροστά / κοιτούσα προς τη θάλασσα / κι έλεγα / τώρα να καώ / να γίνω μια φυλακισμένη αυγή / πίσω απ’ το τζάμι».
Με τον τρόπο αυτό, τα ξεχωριστά ποιήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή φαντάζουν σαν ένα «ημερολόγιο συμβάντων», αέναο μάλλον. Δικαίως, επομένως, δεν υπάρχει έναρξη, ούτε τέλος, δεν υπάρχουν τίτλοι, ούτε κεφαλαία γράμματα, ούτε σημεία στίξης. Αυτά από πλευράς περιεχομένου.
Δεν μπορεί, όμως, να μην σημειωθεί ότι είναι ο ρυθμός των ποιημάτων που προκαλεί την προσοχή μας σε αυτή τη συλλογή, αυτός που δίνει την ιδιαίτερη μουσικότητα στους στίχους, σα να συνθέτει (ο ποιητής) παίζοντας κάποιο μουσικό όργανο. Η χρήση του τονικού μέτρου (ίαμβος, τροχαίος, ανάπαιστος, κλπ), ακριβής ή ελλειπτικός, πηγαίνει ανάλογα με τον «καιρό» του κάθε ποιήματος: βοριάς, γραίγος, λεβάντες, σιρόκος, μαΐστρος …  
Οι ρίμες μετά, στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής. Άλλοτε πιστές στους κανόνες, άλλοτε ελλειπτικές, ακόμη και αντισυμβατικές, μουσικές πάντως. Άριστη επίσης η εκμετάλλευση της παράδοσης, με την οποία ο άρτιος λόγος του ποιητή συνομιλεί μαζί της και δίνει συνέχεια στην ποιητική μας γλώσσα. Άλλωστε, οι δημώδεις τόνοι στο λεξιλόγιο δημιουργούν ατμόσφαιρα επαναμάγευσης του ποιητικού λόγου, ώστε η μορφή να δένει και να ταυτίζεται με το περιεχόμενο.
«όσο κι αν το προσπάθησα ρούκουνα να σου μοιάσω / φλώρος εγώ μάγκας εσύ κι έτσι πηγαίνω πάσο / μου έδειξαν το δρόμο μου μ’ έστειλαν στο σχολείο / και όσα ξέρω στη ζωή τα βρήκα στο βιβλίο / σαν πωλητής αυτόματος σαν λαμπατέρ του ικέα / η κάθε μια μου κίνηση κι η κάθε μου ιδέα / μα σαν στερέψει η άμμος μου και σβύσει το φουγάρο / στα χείλη μου θα κρέμεται λαθραίο το τσιγάρο» (σελ. 20)
Θεωρώ αυτά τα στοιχεία, όχι ως επιστροφή σε παλιότερες ποιητικές μορφές, αλλά ως ανανεωτικές δοκιμές για τον εμπλουτισμό του ποιητικού λόγου, που έχει πλέον μπουκώσει (τα τελευταία κυρίως χρόνια) από την υπερβολική έκθεσή του στην εξεζητημένη λεξιλαγνεία, στην επίδειξη γνώσεων και στην βαρύγδουπη φρασεολογία.
Ειδική μνεία απαιτούν τα δύο τελευταία ποιήματα, τα μόνα της συλλογής με τίτλους. Ευφάνταστα πρώτα απ’ όλα, αλλά όχι άσχετα από ιστορικο-κοινωνικά συμφραζόμενα, διακρίνονται αμφότερα για τους εξαίρετους στίχους τους.
“ανάθεμα την ώρα σου που γύρισες / φύγε ξανά και μάζεψε ό,τι μπορείς πριν το φευγιό σου / φύγε όπως και πριν από τη θάλασσα / με όλα σου τα κοσμήματα / μ’ αυτή τη λύσσα σου για έρωτα / φύγε / …» («ελένη»)
Ιδίως το παράρτημα, αυτό το καταπληκτικό μακρύ αφηγηματικό ποίημα που πατάει στο δημοτικό τραγούδι με τον 15σύλλαβό του,  αλλά απορρυθμίζεται στην έντυπη μορφή του, λες επίτηδες, ίσως για να μην αναγνωρίζεται εύκολα η λυσιτέλειά του στην απόδοση σημερινών άγριων εικόνων και καταστάσεων που κατακλύζουν την καθημερινότητά μας και στοιχειώνουν τα όνειρά μας.
« … χάροντα πικροχάροντα / και τηρητή του νόμου χαλάλι σου ο άντρας μου γονιοί κι όλα / τα αδέρφια χαλάλι σου και τα παιδιά που παίρνεις μακριά μου / μονάχα πάρε την ευκή και δώσε την κατάρα μια μέρα / ο μικρότερος να ‘ρθει ξανά σαν χάρος σαν θεριστής και σαν / σεισμός σαν άρης σαν τυφώνας …» («του καταραμένου»)
Με το «ξένο φως» του, ο Χρήστος Μαρτίνης πείθει, νομίζω, και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη της ποίησης ότι έχει φλέβα αληθινού ποιητή. Του αξίζει επομένως κάθε έπαινος, τον οποίο πιστεύω ότι θα δικαιώσει από την παραπέρα ποιητική του πορεία.

Ο Παύλος Δ. Πέζαρος είναι ποιητής

Νίκος Σεπετζόγλου, Vocal II, 2017, λαδομπογιά σε ξύλινo πάνελ,90 x 65 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: