5/2/17

Το «ρευστό σύνορο» του ανθρώπου

ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΩΣΤΙΟΥ

Σωτήρης Πανουσάκης, , Escape, 2016, λάδι σε καμβά, 160 x 120 εκ.


ΣΠΥΡΟΣ Λ. ΒΡΕΤΤΟΣ, Ένας αόριστος άνθρωπος, διηγήματα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 160

Η ενασχόληση ενός ποιητή με την πεζογραφία αποτελεί μια δοκιμασμένη συγγραφική πρακτική πολλών καταξιωμένων ποιητών. Η συλλογή διηγημάτων Ένας αόριστος άνθρωπος του Σπύρου Βρεττού, ήταν αναμενόμενη δραστηριότητα ενός  κατ’ εξοχήν ανήσυχου ποιητή. Τα σημάδια ήταν αρκετά: η αφηγηματικότητα της ποίησής του προοιωνιζόταν την ώριμη συνάντηση του ποιητή με τον πεζογράφο εδώ και χρόνια· στο πρώτο δοκιμιακό του βιβλίο προέχει η έρευνα των τεκμηρίων και εξετάζονται και τα πεζά του Καρυωτάκη·[1] πρόσφατα, άλλωστε, άρχισε να ασχολείται και με κριτική πεζογραφίας.[2]
Παρόμοια με την ποίησή του, και η πεζογραφία του συνθέτει μια οντολογία της Πτώσης και της μεταμοντέρνας παρακμής, καθώς αποτυπώνει τη θρυμματισμένη συνείδηση του αγεωγράφητου, ανιστόρητου σύγχρονου Οδυσσέα και την ενσυνείδητα πολύπλοκη σχέση του συγγραφέα με τη διαλυμένη πραγματικότητα σε δώδεκα αφηγήματα, πολλά από τα οποία εύλογα συνιστούν παραφυάδες ή παράλληλα «επεισόδια» ποιημάτων του. Στην πολύμορφη δυστοπία του σύγχρονου κόσμου που βιώνει το τέλος των ιδεολογιών, ο άνθρωπος, πιο αόριστος παρά ποτέ, ζει περισσότερο στις ρωγμές της πραγματικότητας παρά στο κέντρο της, συρρικνώνοντας τις άλλοτε οραματικές στοχεύσεις του στην επιβίωση, σε επίπεδο εμπράγματο (αντιμετωπίζοντας τον αφύσικο και άωρο θάνατο), σε επίπεδο αυτογνωσίας (αλώνοντας τον ορθολογισμό μέσω του φαντασιωτικού), σε επίπεδο ποιητικής (καταλύοντας τα όρια της αφήγησης).

Η ενοχή, το ψεύδος, ο ρόλος της τέχνης και η σχέση της με την αλήθεια, η πράξη ως απόπειρα δημιουργίας ενός μύθου, η πρόσληψη του πραγματικού, οι διαστρωματώσεις του ατομικού, η φύση της συλλογικότητας, είναι κάποιες από τις καταστατικές έννοιες που συγκροτούν την προσωπική μυθολογία του Βρεττού η οποία διερευνά κυρίως την ανθρώπινη συνθήκη στη συγχρονία. Η ελλειπτική ή απορρηματική αφήγηση, οι κινηματογραφικές τεχνικές, η ειρωνεία, ή ανοικείωση, οι ρυθμικές κορυφώσεις του λόγου, τα οριακά αποκλίνοντα δραματικά προσωπεία, η ώσμωση μεταξύ των ιστοριών, σε επίπεδο χαρακτήρων και μοτίβων είναι βασικά χαρακτηριστικά της αφηγηματικής του γλώσσας. Η εξέταση της προσωπικής μυθολογίας του πεζογράφου Βρεττού και των τρόπων συγκρότησής της φωτίζει και την ποιητική του, καθώς πολλά από τα αφηγήματά του ανακαλούν ή και συνομιλούν με ποιήματά του. Στη συνέχεια θα προσεγγίσω δύο ομόλογα αφηγήματα τα οποία δεν εξαντλούν το εύρος της θεματικής και των τεχνικών του, αλλά συνιστούν αντιπροσωπευτικά παραδείγματα τόσο σε επίπεδο θεματικής όσο και σε επίπεδο τεχνικής: «Ρεπορτάζ» και «Φωτιά στο γκαράζ».
Ψυχολογικό θρίλερ; Αναστοχασμός πάνω στο θέμα της ενοχής ; Διερεύνηση των ορίων αλήθειας και ψεύδους; Σάτιρα της δημοσιογραφικής μηχανής σε έναν κόσμο απογυμνωμένο από κάθε ηθικό έρεισμα; Τί από τα παραπάνω είναι το πρώτο αφήγημα της συλλογής με τίτλο «Το ρεπορτάζ»; Η ιστορία συνιστά πρωτοπρόσωπη εξομολογητική αφήγηση μιας δημοσιογράφου, στην ουσία απολογία της, για ένα επεισόδιο που, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια, την οδήγησε στη  θέση της κατηγορούμενης. Το αφηγηματικό και δραματικό προσωπείο εξηγεί γιατί έσπρωξε πίσω στο ποτάμι μετανάστες που το διέσχιζαν για νάρθουν στη χώρα μας, μιας και αν περνούσαν τα σύνορα θα τους έβρισκε ο θάνατος, αφού τα σύνορα δεν αστειεύονται. Δεν τα περνάς έτσι απλά και τέλειωσε. Το επεισόδιο, καθώς και η συνέχειά του, παραμένει εκκρεμές, καθώς αμέσως μετά την αποκάλυψη της ταυτότητας του προσωπείου (γυναίκα δημοσιογράφος που εργάστηκε και ως πολεμική ανταποκρίτρια στη Συρία) ξεκινάει μια σπειροειδής απολογία για ένα παλιό ρεπορτάζ με μετανάστες, για το οποίο κατηγορήθηκε πως ήταν στημένο στην αυλή της με πρωταγωνιστές μέλη της οικογένειάς της. Η υπόθεση έχει κριθεί, η δημοσιογράφος έχει αθωωθεί πανηγυρικά και επικαλείται την αθωότητά της, αλλά προφανώς η συνείδηση της ενοχής προκαλεί αλλεπάλληλες αφηγήσεις γύρω από το παλιό ρεπορτάζ, που, όπως εξηγεί, δεν θα μπορούσε να έχει στηθεί στην αυλή του σπιτιού της με δικούς της ανθρώπους, αφού, αποδειγμένα, βρισκόταν στη Συρία. Σε κάθε αφήγηση επιστρατεύονται επιχειρήματα για να αποδείξουν την αθωότητα της δημοσιογράφου, ενώ, παράλληλα, πλέκονται δύο νήματα που θέτουν τα δύο βασικά θέματα του αφηγήματος: την ενοχή και το σύνορο. Ως πολεμική ανταποκρίτρια έμαθα καλά τι σημαίνει σύνορο, τι σημαίνει ανθρώπινο όριο, τι είναι η αντοχή του ανθρώπου και πότε ο άνθρωπος λυγίζει, γράφει η πρωταγωνίστρια προεξαγγέλλοντας το δικό της όριο που δοκιμάζεται σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης (12-13).[3] Οι δύο ιστορίες ξετυλίγονται παράλληλα: η δημοσιογράφος, που γνώρισε την τρέλα του πολέμου, έσπρωξε τους μετανάστες πίσω στο νερό για να τους γλιτώσει, διότι ήξερε καλά πως αυτοί οι άνθρωποι όπου νάναι θα λύγιζαν από τον θάνατο. Σταδιακά, αποκαλύπτεται πως το ρεπορτάζ  για το οποίο αθωώθηκε πριν από δύο χρόνια ήταν πράγματι ψεύτικο, αλλά για άλλους λόγους από αυτούς για τους οποίους την κατηγόρησαν, αφού ήταν στημένο στη Συρία με πληρωμένους Σύρους· ένα σκηνικό από αυτά που κατακλύζουν την καθημερινότητά μας στον αιώνα της μεγαλύτερης εισβολής του δημόσιου στον ιδιωτικό βίο: ο πατέρας πληγωμένος σέρνεται να φτάσει το νεκρό ή πληγωμένο παιδί του μπροστά στη μάνα που ουρλιάζει. Επιπλέον, η κατηγορία για στημένο ρεπορτάζ στην αυλή του σπιτιού ήταν κι αυτή στημένη ως κατηγορία, για να καλυφθεί η εξαπάτηση με ένα νέο ψεύδος. Η αφήγηση προχωράει μέσα από μετατοπιζόμενες πραγματικότητες, δείχνοντας πόσο εκτατά είναι τα όρια του πραγματικού, αφού η πρόσληψή του είναι συνισταμένη της συνείδησης που επεξεργάζεται κάθε φορά την πληροφορία. Και ενώ η κατηγορία ανασκευάζεται και η δημοσιογράφος αθωώνεται, παράλληλα, μια νέα ενοχή αναδύεται, ενώ ο αναγνώστης παρασύρεται όλο και πιο βαθιά στη δίνη μιας αφήγησης που απογυμνώνει όλο και περισσότερο τον φορέα της, πολλαπλασιάζοντας την ενοχή, με κάθε αναδιευθέτηση της απολογίας. Τους ανθρώπους τους έσπρωξα στο ποτάμι, εκεί δηλαδή απ’ όπου βγήκαν. Ο άνθρωπος απ’ το νερό βγήκε κι έγινε άνθρωπος. Ζώο ήταν κι έγινε άνθρωπος μόλις βγήκε απ’ το νερό. Και θέλει διαρκώς το νερό. Σε αυτό αισθάνεται πως ανήκει. Το χώμα είναι μόνο για θάνατο. Καλύτερα στο νερό παρά στο χώμα. Κι ακόμα καλύτερα αν το νερό είναι σύνορο. Ρευστό σύνορο που όλους τους χωράει. Η παραπάνω σκέψη επιστρατεύεται ως εξήγηση της πράξης της δημοσιογράφου που σπρώχνει τους Σύρους μετανάστες, πατέρα και παιδί, στο νερό για να σωθούν, αλλά εκείνοι πνίγονται. Στην έξοδο της απολογίας οι δύο πνιγμένοι ταυτίζονται από τη δημοσιογράφο με τους πληρωμένους Σύρους που βοήθησαν να στηθεί το παλιό ψεύτικο ρεπορτάζ, επομένως το κίνητρο της δημοσιογράφου που τους έσπρωξε στο ποτάμι φωτίζεται, μαζί με την ενοχή της υπό το φως των νέων δεδομένων. Αλήθεια και ψεύδος συμφύρονται, πραγματικότητα και φανταστικό εναλλάσσονται, καθώς ή ειρωνεία απογειώνεται μέσα από το ευρηματικό τέλος. Η ψεύτικη μάνα που ούρλιαζε παίζοντας  τον φτηνοπληρωμένο ρόλο της στο ψεύτικο ρεπορτάζ, στέκει βουβή, ενδεδυμένη το πραγματικό αυτή τη φορά πένθος της από τον χαμό του άντρα της και του παιδιού της. Σ’ έναν κόσμο που βυθίζεται στην αναλγησία όχι μόνον παραβιάζονται τα όρια αλλά και αλήθεια και ψεύδος εναλλάσσονται, καθώς οι όροι αντιστρέφονται: το παλιό ψεύτικο ρεπορτάζ προοικονομεί το τέλος όπου το ψεύδος μεταστρέφεται σε αλήθεια. Απόρροια πλεκτάνης, καρπός της διαταραγμένης από την τρέλα του πολέμου συνείδησης της δημοσιογράφου ή οριακό παιχνίδι σαν αυτά που παίζονται στο σύνορο ζωής και θανάτου, όταν δοκιμάζονται τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, «Το ρεπορτάζ» διαλέγεται ειρωνικά με το ποίημα «Πολεμικός ανταποκριτής σε έξαρση λυρική» της συλλογής Δεδομένα (2012)· παράλληλα, το στημένο ρεπορτάζ μοιάζει να αναπαράγει με τα μέσα της πεζογραφίας το ποίημα «Σε προβολή παλιού ντοκιμαντέρ» της συλλογής Συνέβη (2007, 41):

Σε προβολή παλιού ντοκιμαντέρ
Τα παιδιά μόνα επάνω στην οθόνη
--πού είναι ο πατέρας πού είναι η μάνα—
τα παιδιά μόνα και σκάει δίπλα τους η βόμβα
--στους θεατές ο πατέρας
κάπου αλλού η μάνα—
η ανάσα των παιδιών φουσκώνει στην οθόνη
--στους θεατές χαμένος ο πατέρας,
την οθόνη γδέρνει η μάνα: παιδί μου.

Τα θέματα των ορίων, των γεωγραφικών συνόρων σε συνάρτηση με τον θάνατο και την ανθρώπινη φύση επανέρχονται στο ομόλογο αφήγημα «Φωτιά στο γκαράζ», το οποίο αφορά ακριβώς ένα γεγονός όπως σημαίνεται στον τίτλο: μια φωτιά σε γκαράζ πλοίου και τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι, δύο μετανάστες, μια γυναίκα με το μωρό της και ένας επιβάτης που ταξιδεύει για να βγάλει το μαύρο χρήμα του στην Ελβετία με το πρόσχημα του ταξιδιού. Κοινός στόχος όλων τους η διάσωση. Οι μετανάστες και η γυναίκα παλεύουν να σώσουν τη ζωή τους και ο επιβάτης αγωνίζεται να σώσει τα χρήματά του. Πιασμένοι στο δόκανο μιας εποχής όπου το αναπάντεχο όλο και περισσότερο ενώνει και εξισώνει ό,τι χωρίζουν και διαφοροποιούν τα σύνορα, τα τέσσερα διακριτά αφηγηματικά και δραματικά προσωπεία βρίσκονται παγιδευμένα στο πλοίο του οποίου το γκαράζ πιάνει φωτιά. Ο ένας μετανάστης και το αυτοκίνητο του επιβάτη, όπου βρίσκονται κρυμμένα τα μαύρα χρήματα, είναι εγκλωβισμένα στο γκαράζ του πλοίου από όπου δεν υπάρχει διαφυγή.
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, ενώ η τεχνική θυμίζει κινηματογραφικό ντεκουπάζ, καθώς όλα συμβαίνουν σε ένα σκηνικό, το φλεγόμενο φορτηγό πλοίο, διαιρεμένο σε τρεις φάσεις: το υπόγειο, όπου αφήνει την τελευταία του πνοή εξαιτίας των αναθυμιάσεων ο πρώτος μετανάστης, το κατάστρωμα του πλοίου, όπου πεθαίνουν ο επίδοξος καταθέτης της ελβετικής τράπεζας και ο άλλος μετανάστης, που κατάφερε να το σκάσει από το γκαράζ και ο εναέριος χώρος πάνω από το πλοίο, όπου ένα ελικόπτερο καταφέρνει να σώσει τη μητέρα με το μωρό της. Τέσσερις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις για ό,τι ορίζουν τα σύνορα: την ιδιοκτησία, τη ζωή και τον θάνατο. Όπως και σε άλλα διηγήματα της συλλογής, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κινείται μεταξύ κατάθεσης και εξομολόγησης: Την αγάπη την έχω ξεχάσει. Τη συμπάθεια την έχω ξεχάσει. Ούτε κι εγώ ξέρω να αγαπώ. Το έχω ξεχάσει. Ξεχνιέται η αγάπη όταν δεν σου τη δίνουν. Κι άμα κι εσύ δεν έχεις κάπου να την δώσεις, ξεχνάς σιγά σιγά και τους ανθρώπους που άφησες στην πατρίδα σου και τους ανθρώπους που έχεις μπροστά σου στην Ευρώπη. Ξεχνάς το πρόσωπο των αδελφών σου που προηγήθηκαν στο μεγάλο ταξίδι. Συμμετέχεις απλώς στη μεγάλη αναζήτηση, εκεί που σε οδηγεί η ψυχή σου μεταμορφωμένη σε αγρίμι που διασχίζει τα δάση, τις θάλασσες, που κόβει τα σύνορα σαν κλωστή. Σε μια κλωστή σαν σύνορο κρέμεται και η ζωή μου. Μέσα από μια φωτιά στρογγυλή πρέπει να περάσει το αγρίμι μου για να το χειροκροτήσει ο κόσμος. Πίνω τα ούρα μου για νερό. Μόνο το σώμα μου με αγαπάει. Μόνο αυτό μου δίνει κάτι. Οι άλλοι δίπλα μου έχουν λιποθυμήσει. Δεν θα αργήσω κι εγώ να χάσω τις αισθήσεις μου. Εάν το καράβι τελικά δεν βουλιάξει και βρεθεί σε κάποιο λιμάνι, δεν θα βρουν τίποτα από μας. Μόνο τη στάχτη μας (61). Παρόμοιες σκέψεις θανάτου για τη μπερδεμένη στάχτη των άλλων κάνει και η γυναίκα που τελικά σώζεται από την κόλαση του καραβιού χάρη στους διασώστες που έρχονται με ελικόπτερο.
Ως τιμωρία βιώνει τη φωτιά ο επιβάτης που μάταια προσπαθεί να μπει στο γκαράζ του πλοίου για να σώσει τα λεφτά του που καίγονται μαζί με τους μετανάστες. Βλέποντας τον Αλβανό του πληρώματος να κόβεται στα δύο μπροστά στα μάτια του από τον κάβο που τον κτυπάει, καθώς σπάει αδυνατώντας να δέσει το φλεγόμενο καράβι στο ρυμουλκό, αναστοχάζεται τη ζωή του:  Κλαίω για μένα. Κλαίω γι’ αυτό που ήμουν κι εγώ μέχρι τώρα, αλλά που χρειαζόταν η αληθινή του εικόνα για να το συνειδητοποιήσω. Αν ζεις με έναν τέτοιο τρόπο και ρυθμό, όλα σου φαίνονται φυσιολογικά. Μέχρι νάρθει η στιγμή να καταλάβεις πόσο ψεύτικα ήταν όλα, πόσο λάθος ήταν ο τρόπος σου και η ζωή σου. Ψεύτικες σχέσεις και επαφές, όπως τις έμαθες κι εσύ στα χρόνια τα καλά της ευμάρειας και του πλούτου, τότε που η κρίση γεννιόταν και ήταν φανερό ότι κάποτε θα ξέρναγε τα αποτελέσματά της. Την έζησα λοιπόν την κρίση, μην πως ότι την δημιούργησα κιόλας. Δεν είμαι λαός για να αποσείσω τις ευθύνες μου λέγοντας πως ο λαός ποτέ δεν φταίει. Είμαι μόνο ένας και δεν ορώ να πω ότι δεν φταίω. Φταίω τουλάχιστον για τη δική μου ζωή, για τη δική μου κρίση. Αυτό το καράβι είναι η τιμωρία μου. Νόμιζα πως θα ήταν η τιμωρία των χρημάτων μου, αλλά έγινε η τιμωρία η δική μου. Και παρακάτω: Έγινα ειδικός σε σενάρια απειλητικά και τρομοκρατικά. Έτσι βρέθηκα και σε αυτό το καράβι. Διασώζω το κεφάλαιο, σκέφτηκα, ώστε ένας καινούργιος καπιταλισμός να αναδυθεί στην Ευρώπη. Και θα έχω βοηθήσει κι εγώ σ’ αυτό. Στο ξεπέρασμα της κρίσης. Δεν έχει σημασία το μικρό κράτος, σκέφτηκα, αλλά η Ευρώπη. Σε αυτήν εναποθέτουμε όλοι τις ελπίδες μας. Κι αυτοί που καίγονται στο γκαράζ (67, 68, 69). Τον θάνατο του επίδοξου καταθέτη τον πληροφορούμαστε από την επόμενη εξομολόγηση, της οποίας φορέας είναι ένας περιπλανώμενος μετανάστης, πάντα έρμαιο στα χέρια κάποιων, που έχει την πεποίθηση ότι θα γλιτώσει κι αυτή τη φορά, όπως και στο παρελθόν: Σε μεγάλο ναυάγιο δεν ήμουν. Μεγάλα θεωρούνται τα ναυάγια όταν υπάρχουν πάνω από εκατό νεκροί. Έτσι λένε. Στα δικά μου ταξίδια οι νεκροί δεν ξεπέρασαν τους είκοσι. Τίποτα το σπουδαίο, καθώς λένε οι άνθρωποι. Γι’ αυτό και τίποτα δεν θα πω για τα παλιότερα ταξίδια μου. Κι άλλωστε έχω συνηθίσει. Οπότε και τώρα που το καράβι καίγεται, εγώ είμαι πολύ τυχερός που εξακολουθώ και υπάρχω δίπλα στη φωτιά και δεν έχω ακόμα ναυαγήσει. Κατάφερα και βγήκα από το γκαράζ όταν κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα πριν αρχίσει η φωτιά. Πλήρωσα κάποιους και έκαναν πως δεν με είδαν. Μετά μπερδεύτηκα στον κόσμο.
Πριν λίγη ώρα ένας επιβάτης με προσπέρασε έντρομος καθώς πήγαινε προς το γκαράζ. Τι ήθελε δεν το κατάλαβα. Να σώσει κάποιον ή κάτι; Λένε πως πολλοί βγάζουν κρυφά τα λεφτά τους στο εξωτερικό για να τα πάνε σε άλλες τράπεζες. Ίσως και αυτός να είχε κρυμμένα λεφτά στο αυτοκίνητό του. Αν είχε, πάνε. Αυτός λοιπόν που είδα πριν λίγο μοιάζει με αυτόν που μόλις τώρα κτυπήθηκε από τον δεύτερο σπασμένο κάβο. Που το σώμα του, χωρίς να κοπεί, πετάχτηκε πολλά μέτρα πέρα. Σχεδόν δίπλα μου  (71-72).
Η τέταρτη εξομολόγηση και το αφήγημα τελειώνουν με τον θάνατο και αυτού του μετανάστη από τον κάβο που χτύπησε τον καταθέτη. Μέσα στην κόλαση της φωτιάς που λειτουργεί σαν καθαρτήριο, άλλοι τιμωρούνται για τα κρίματά τους κι άλλοι λυτρώνονται από τον ζόφο του εφιάλτη που βιώνουν. Με μια ευρηματική τεχνική τεσσάρων παράλληλων αφηγήσεων ο Βρεττός συνθέτει ένα λογοτεχνικό ρέκβιεμ για όσους χάνονται στην προσπάθεια να διαβούν το σύνορο, της χώρας ή του εαυτού τους.
Το αφήγημα ανακαλεί τα ποιήματα της συλλογής Τα δεδομένα (2012) «Μονόλογος καπετάνιου» και «Γυναίκα με παιδί στην αγκαλιά», αλλά η αφετηρία του προβληματισμού πάει πίσω στην κομβική συλλογή Ανιστόρητο (1999), καθώς το ποίημα «Σαρκασμός 1997» μοιάζει να προοικονομεί το αφήγημα «Φωτιά στο γκαράζ»:
Και όταν
λαθραίος στα ανοιχτά μιας ψεύτικης ιστορίας
βάλεις από τη βάρκα τις φωνές
κι όπως εξάγγελος παλιός
από την άκρη της γεωγραφίας
διασχίσεις με κουπί κρυφά την ίδια τη φωνή σου,

τότε ανάλογοι Ιρακινοί και Αλβανοί,
λαθραίοι κι απ’ τον εαυτό τους,
όλοι θα μπάζουνε νερά
--«Πρώτα τα γυναικόπαιδα ας δανειστούν
μια θάλασσα να μη βουλιάζει»--
κι επάνω ακριβώς σ’ εκείνη τη στιγμή
ξανά οι άνδρες του λιμενικού να δικαιολογούνται:

«Είχε ομίχλη πολλή αυτή η ιστορία
και πού να ξέραμε ακριβώς τι εννοούσε;
Μας μπέρδεψαν εξάλλου οι φωνές
κάποιου εξάγγελου παλιού
που τον περάσαμε για μύθο οπλισμένο.

Μα τώρα
δίχως κανένα σαρκασμό
των ναυαγών και των πνιγμένων η ώρα».

Μια συστηματική συνανάγνωση των αφηγημάτων με τις ποιητικές συλλογές του Σπύρου Βρεττού θα έδειχνε πώς διαμορφώνονται τα μοτίβα που υποστασιώνουν τη μυθολογία του, αλλά και πώς οι αφηγηματικές του τεχνικές και η υψηλή αυτοαναφορικότητα κάποιων αφηγημάτων, που αφορούν την ίδια την αφηγηματική πράξη, έχουν αρχίσει να μορφοποιούνται ήδη από την πρώτη φάση του έργου του. Για παράδειγμα, το μοτίβο της στάχτης στο αφήγημα που εξετάσαμε διεξοδικά παραπάνω, το οποίο εκφράζει τον άδικο θάνατο στη φωτιά που αφαιρεί μαζί με την ύπαρξη και την ταυτότητα, αφού καταλύει το σώμα-σήμα μετατρέποντάς το σε στάχτη, θεματοποιείται στο ποίημα «Στάχτες τώρα» ήδη από το 1992 (Ακίνητα μάτια, 15). 
Ασφαλώς, η θεματολογία του δεν εξαντλείται στο θέμα των συνόρων και της μοίρας των μεταναστών, όπως στα δύο παραπάνω αφηγήματα. Στο αφήγημα «Η κλοπή των ροδιών», ο συγγραφέας αξιοποιεί την αμφισημία του χαρακτηρισμού «νεκρή φύση» όπου, με τρόπο θαυμαστό,  την ώρα που το δραματικό προσωπείο ζωγραφίζει, τα άψυχα αντικείμενα, τα ρόδια και τα κυδώνια, μέσα στον πυρετό της δημιουργίας μετατρέπονται σε άνθρωπο που ζητούσε βοήθεια (80). Το αφήγημα διαλέγεται με το ποίημα «Νεκρή φύση με κυδώνια και ρόδια» της συλλογής Πράξη απλή (2003, 25-26), όπου ο βασικός θεματικός άξονας είναι το άγιο χάος της ανθρώπινης ψυχής.
Ο έρωτας ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασίωση, οι παλινδρομήσεις και η αστάθεια της ανθρώπινης βούλησης, το παράλογο που ανατρέπει την εξωτερική ισορροπία, η ασύμβατη πρόσληψη του κόσμου, ο καφκικός αυτοεγκλεισμός, η συλλογική ενοχή που καθορίζει την ατομική μοίρα, συγκροτούν μια μυθολογία που ξετυλίγεται με χιούμορ και ειρωνεία, άλλοτε παιγνιώδη και πρωτοβάθμια, άλλοτε γκροτέσκα ή πικρή. Παράλληλα, το παράδοξο και το ανοίκειο, τεχνικές γνωστές από την ποίησή του, καθορίζουν συχνά την εξέλιξη των ιστοριών σφραγίζοντας συνήθως το τέλος τους και ανοίγουν ρωγμές ακόμη και στην πιο συμπαγή πραγματικότητα, αφήνοντας να διαρρεύσει ή και να αναβλύσει το τρομακτικό χάος της ανθρώπινης συνθήκης.

Η Κατερίνα Κωστίου διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών

[1] Σπύρος Λ. Βρεττός, Κώστας Καρυωτάκης, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2006.
[2] Λίλα Κονομάρα, Οι ανησυχίες του Γεωμέτρη (2014) και Τάσος Γουδέλης, Το ωραίο ατύχημα (2016) http://www.biblionet.gr/author/704  (ανακτήθηκε στις 17/12/16).
[3] Ο αριθμός σε παρένθεση στο τέλος των εκτενών παραθεμάτων παραπέμπει στην έκδοση που παρουσιάζεται εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: