22/1/17

Μουσείο επιφανών αγνώστων

ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ

Paul De Vree, Hysteria makes history, 1973, σχέδιο και φωτογραφία σε καμβά, 95 x 68 εκ.


ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ, Στις προθήκες, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 49

Στις Προθήκες του Σωτήρη Σαράκη θα βρούμε είκοσι τέσσερα εκθέματα, είκοσι τέσσερα ποιήματα, μια συναισθηματική αλφαβήτα. Πρόκειται για τις προθήκες των μουσείων, τα οποία έχει επισκεφθεί και στα οποία μας ξεναγεί. Το βλέμμα του προσελκύουν έργα ταπεινής τέχνης -λατρευτικά, χρηστικά, διακοσμητικά- τα οποία, με την επιβίωσή τους στο χρόνο, λειτουργούν ως μάρτυρες μιας ξεχασμένης εποχής. Η «ασήμαντη παρουσία» τους όμως φέρνει στη σκέψη του ποιητή την ανθρώπινη απουσία. Κι εκείνος, κοιτάζει και σχολιάζει στοχαστικά, κριτικά, πικρά, ειρωνικά.
Παρατηρεί τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων, για να θυμηθούμε τον Καρυωτάκη. Ανασύροντάς τα από το άγνωστο παρελθόν τους, ανασύρει μνήμες οικείες, οικογενειακά πάθη, ιστορίες άλλων γνωστών και επιφανών ή αφανών, εθνικές περιπέτειες. Στοχάζεται πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, την άφευκτο σπάθη της ιστορίας, την υποταγή του καθημερινού ανθρώπου στην ανάγκη, που ποτέ δεν ρωτήθηκε, αλλά πάντοτε υποχρεώθηκε να συμμετάσχει σε όλα τα μεγάλα που κλήθηκε, σε ό,τι η ιστορία επέβαλλε ή η καθημερινότητα επέφερε, για να λησμονηθεί τελικά στην ανωνυμία του πλήθους που διέγραψε τη μοναδικότητά του. Τον είπαν «λαό» ή «στρατό» και έγινε, απλώς, ένας αριθμός στις χιλιάδες που χάθηκαν.
Στον άγνωστο στρατιώτη η πατρίδα έστησε μνημείο. Στον άγνωστο απλό καθημερινό άνθρωπο όχι. Και αυτόν τον επιφανή άγνωστο -άντρα, γυναίκα, παιδί- έρχεται να θυμηθεί ο Σαράκης· τον φτωχό και ταλαιπωρημένο, στον κόσμο το δικό του που είναι δικός μας - εκεί που μια μάνα, η δική του, η δική μας, η γιαγιά μας, διεκπεραίωνε τις δουλειές της περασμένης πια ζωής της.

Στο ομότιτλο της συλλογής ποίημα –«Στις Προθήκες»– ο ποιητής σε πρώτο πρόσωπο μας ειδοποιεί για την τιμή που οφείλει στον «στιβαρό Ηνίοχο στους Δελφούς», στον «Δία (ή Ποσειδώνα) -κραταιό- του Αρτεμισίου» και στον «Ωραίο Ερμή του Πραξιτέλη». Και σίγουρα όλοι έχουμε καμαρώσει τους ωραίους στα αριστουργήματα υψηλής και αθάνατης τέχνης. Ο ποιητής δεν τους αρνείται. Τους στολίζει μάλιστα με τα επίθετα, «στιβαρό» τον ένα, «κραταιό» τον άλλο, «ωραίο» τον τρίτο. Όμως, μια ιδέα λοξή, κάπως σαν καβαφική, τον σπρώχνει να δει πέρα από τη λάμψη του επιφανούς μαρμάρου ή του ορείχαλκου, κατευθύνοντας τη ματιά του σε «σκεύη ταπεινά, χρειώδη/ του καθ’ ημέραν βίου/ κι άλλα ψιλολόγια», όπως εκείνα τα «δυο πήλινα τσουκάλια με τοιχώματα/ καμένα από φωτιά/ εστίας». Και ο νους του τρέχει στην νοικοκυρά που στο «αριστερό», «στην εστία του φτωχικού της», ετοίμαζε «πρωινό και γεύμα / δείπνο κι ύστερα πάλι πρωινό» και αναρωτιέται «αλήθεια, πόσο / ν’ αντέχουν τη φωτιά εστίας / αυτά τα πήλινα τσουκάλια;». Το ερώτημα, βεβαίως, δεν είναι πόσο αντέχουν τα τσουκάλια αλλά τι απέγινε εκείνη η νοικοκυρά, που σε άλλη κλίμακα μας θυμίζει το «Βασιλιά της Ασίνης». Άφαντος κι αυτός, το κάστρο όμως αντέχει. Και από ποια επέλαση της ιστορίας γλίτωσαν; «αμέτρητες/ οι αιτίες, επιδρομές/ βαρβάρων, πειρατών, ληστών ένας σεισμός που αφήνει όρθιο το μισό σου σπίτι… τι να ’φταιξε που μπήκε/ το αριστερό τσουκάλι στο μουσείο;». «Και ποιος ξεκοίλιασε τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;» ρωτά ο Σεφέρης κι απάντηση δεν παίρνει.
Πιο πέρα τα «Χρυσά διάτρητα ενώτια του 6ου-7ου αιώνα μ. Χ.» στέλνουν τη σκέψη του στη μικρή του αδελφή, τη Θεοδώρα. Το έκθεμα του θυμίζει την πληγή στο αυτάκι του κοριτσιού και σκαλίζει τη δική την στην ψυχή τώρα που τα ενώτια μιας άλλης Θεοδώρας στολίζουν την προθήκη. Χαμένες πια και οι δύο. Όπως και «Το κορίτσι με το σκουλαρίκι» του Βερμέερ. Γιατί η τέχνη σώζει· η ζωγραφική, η ποίηση. Το φτωχό σαρκίο, όμως, τίποτα δεν το σώζει.
Η Πορτάρα της Νάξου φέρνει στο νου «εκείνη τη λίγδα», τον Λύγδαμι που ωστόσο, «ναό / ύψωσε στον Απόλλωνα» από όπου και η περιφανής Πορτάρα, και τα λοιπά εκθέματα. Και ο ποιητής σκέφτεται τους πιστούς, εξαπατημένους σε όλες τις εποχές και από όλες τις εξουσίες και θρησκείες, που προσφεύγουν στους θεούς με τάματα για παρηγοριά κι ελπίδα, για να καταλήξει σαρκαστικά: «τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους/ … οι πιστοί στον τάφο, τα Ιερά/ βαθιά στη γη, οι προσευχές / μετέωρες, τα ελπιδοφόρα/ τάματα στο μουσείο». Σαν τον Καβάφη και τη Θέτιδα, που τη γέλασαν οι θεοί, οι συγγενείς της, και σκότωσαν το γιο της, με πρωτοστάτη στα επεισόδια τον Απόλλωνα.
Το «μαρμάρινο σύμπλεγμα χεριών» στο Μουσείο Μπενάκη, η γνωστή «Δεξίωσις», είχε την εύνοια των αιώνων· σώθηκε για να σώσει τη «ζεστή χειραψία του ζωντανού με τον νεκρό», λες και «ο Χρόνος και η Τύχη» φρόντισαν ακριβώς γι’ αυτή τη λεπτομέρεια από το σύμπλεγμα, αυτή τη χειραψία, αυτή την τελευταία επαφή, κάτι σαν τον τελευταίο ασπασμό του δικού μας τυπικού, για να μας θυμίζει το δεσμό μας με τους πεθαμένους που δεν μπορεί να καταλύσει ο χρόνος. Ο Χρόνος που «κανείς δεν του ζητάει ευθύνες», είτε γιατί είναι ένα «παιδί» που παίζει, όπως λέει ο Ηράκλειτος, είτε γιατί είναι «γέρος» και έχει το «ακαταλόγιστο» και παίζει ζάρια και κερδίζει πάντα. Κι ο ποιητής του αντιστέκεται παίζοντας με λέξεις και νοήματα. Άφθαρτα κι αυτά στο χρόνο.
Άφθαρτη και εκείνη η «ρόκα κανονική μ’ αδράχτι». Τη βλέπει και συγκλονίζεται, «Όχι, μάνα μου, όχι!/ αυτό δεν έπρεπε/ να ζήσω να το δω». Είναι ίδια με εκείνη της μάνας του, που την είχε φτιάξει ο αδελφός της «που χάθηκε νωρίς». Ένα μικροαντικείμενο, η μάνα, ο αδελφός που χάθηκε νωρίς, μια πικρή οικογενειακή ιστορία, το ποίημα.
«Στους αποθέτες» βρίσκονται χύμα σπασμένα μέλη, σπαράγματα αγαλμάτων, «θραύσματα», λέει ο Σαράκης, και η λέξη επανέρχεται κάθε φορά συμπληρωμένη με βεβαιωμένη ασάφεια: «Θραύσματα», «πιθανόν του Απόλλωνος», «ανδρικής μορφής», «μορφής», «Θραύσματα, πάντως, θραύσματα, ψιλούτσικα/ κομμάτια. Τρίμματα», «Θραύσματα ο ίδιος ο Απόλλων / εν Δελφοίς». Κι εδώ ας σταθώ καβαφικά για να θυμηθώ πόσο «Λαμπρά ταιριάζουν όλα»: Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην ου μάντιδα δάφνην ου παγάν λαλέουσα … Αλλά ούτε και ο ίδιος υπάρχει. «Τρίμματα» λοιπόν και ο Απόλλων που είχε πρωτοστατήσει στο χαμό του Αχιλλέα!
Στο κλειστό μουσείο των Θηβών, απέτυχε να βρει μια «φουρκέτα απ’ τα μαλλιά της Αντιγόνης», μια «περόνη της Ιοκάστης», τη «λαβή ενός ξίφους» του Αίμονα. Κι όμως όλα τα Λαβδακιδάν, αν και μυθικά, ήταν εκεί. Το μουσείο κλειστό, όμως εκείνος είδε ό,τι ήθελε να δει.
Τέλος, βλέπει κάτι «Ρινίσματα», κάτι πιο λίγο από ό,τι στους Αποθέτες. Ό,τι ξέφυγε δηλαδή από εκείνο το απελπιστικό «τα πάντα ρει και ουδέν μένει» του Ηρακλείτου. Από εκείνο το «ουδέν», ιδού κάτι μικρά αλλά όχι αμελητέα: «Αν αμφιβάλλεις ρώτα/ τον πρώτο αρχαιοκάπηλο, η πεντάρα/ κάποτε παίρνει την εκδίκησή της». «ξίφος κοντό, ξίφος/ μακρύ (κανονικό). / Ποιος να έφαγε τον άλλο;». Κοινή γαρ η τύχη και με το κοντό και με το μακρύ. «Πήλινο ειδώλιο, φτερωτό/ κορίτσι σε νησί πλωτό!». Και τα τέσσερα στοιχεία των Ιώνων παρόντα και φευγάτα. «στο Αρτεμίσιο ναυαγός∙ η θάλασσα / δεν έχει το θεός της». Πάει και ο «κραταιός» Ποσειδώνας. «Ευρήματα από τη Σαυρία στο Παπαστράτειο· / πώς κι έχω μείνει απέξω;» Ο αυτοσαρκασμός. «Καλή μας όρεξη, συνδαιτυμόνες!» Μαύρο χιούμορ, ο Χρόνος είναι Κρόνος κι από όρεξη, άλλο τίποτα. Όλα τα τρώει. Τέλος, «Ασπρο τραχύ από ήλεκτρον/ Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, πια δεν αλλάζει / χέρια και πουγγί, ήσυχο εδώ,/ στο πορτοφόλι του Χρόνου». Σοφός ο λόγος του ιερέα που μόνο στη κηδεία κανενός φίλου τον ακούμε, αν προσέχουμε: «οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει  δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, πάντα ταύτα εξηφάνισται». Και ό,τι δεν εξηφάνισται, ηφάνισται στις προθήκες.
Ο Σωτήρης Σαράκης, ώριμος ποιητής, έτοιμος από καιρό, προσκυνητής, μας ξενάγησε στις «Προθήκες», στους «Αποθέτες», στα «Ρινίσματα», στα μεγάλα, στα μικρά και στα ελάχιστα. Στοχάστηκε πάνω στο φευγαλέο της ζωής, το μάταιο της δόξας και του πλούτου, την ανθρώπινη μοίρα. Ένοιωσε και μετέδωσε τον πόνο της απώλειας, δείχνοντας πως η παλίντονος του Ηράκλειτου αρμονία κρατάει γερά δεμένο το παρόν με τα κλοπιμαία του Χρόνου από το παρελθόν.

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: