6/11/16

Αναζητώντας τη μουσική των λέξεων

ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΑΝΤΖΑΝΑ

Λυδία Δαμπασίνα, Gini coefficient, 2016, Γενί Τζαμί, Θεσσαλονίκη


ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ, Ο απερίσκεπτος πλοηγός, εκδόσεις Μικρή Άρκτος, σελ. 84

Ο Γιώργος Ανδρέου είναι φυσικά μουσικός, πιανίστας, και κυρίως συνθέτης, για την ακρίβεια συνθέτης τραγουδιών. Την αγάπη του για την ποίηση την έχει ήδη αποδείξει πολλές φορές, μελοποιώντας όχι μόνο τους περισσότερους εν ζωή σημαντικούς στιχουργούς μας αλλά και αυθεντικούς ποιητές, όπως τον Γιώργο Χρονά και τον Διονύση Καρατζά (στους στίχους διαφορετικών ποιημάτων του οποίου μάλιστα έκανε σε μια περίπτωση ένα δημιουργικό «κολάζ», δημιουργώντας το πολύ όμορφο «Άγιος Ο έρωτας»). Ταυτόχρονα έχει γράψει ο ίδιος τους στίχους αρκετών τραγουδιών του. Είναι όμως η πρώτη φορά που δείχνει έμπρακτα αυτή την αγάπη του στην ποίηση, κυκλοφορώντας την παρούσα ολιγοσέλιδη συλλογή, «σαράντα ποιήματα, προϊόν της μέχρι τώρα ζωής του», όπως λέει ο ίδιος.
Αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς, έχοντας υπόψη του την συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών του, το ερωτικό στοιχείο δεν μονοπωλεί, ούτε καν κυριαρχεί στην ποίηση του Ανδρέου. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερα διακριτά μέρη, με τουλάχιστον τα τρία πρώτα από αυτά να έχει το καθένα την απολύτως δική του θεματολογία. Το πρώτο -καθόλου συμπτωματικά πιθανότατα- αποτυπώνει την κοινωνικοπολιτική συγκυρία των τελευταίων ετών με αδρότητα και αυστηρότητα, αλλά αποφεύγοντας το καταγγελτικό ύφος, και με μιαν αύρα τραγικού μεν αλλά ουχί μοιραίου και σίγουρα όχι ανεπανόρθωτου. Η έλλογη, υποψιασμένη, απαισιόδοξη και αισιόδοξη την ίδια ακριβώς στιγμή ματιά του παλαιού ανέντακτου, μα και αμετανόητου αριστερού, δεν εγκαταλείπει τον Ανδρέου, με πιο χαρακτηριστικά δείγματα τα ποιήματα «Οι μαύρες σημαίες», «Τα δόντια του Μινώταυρου» και το σχεδόν ωμά ρεαλιστικό «Οι συλητές».

Το δεύτερο μέρος είναι σαφέστατα το ερωτικό. Είναι φανερός εδώ ο απόηχος από τον υπόκωφο ερωτισμό των ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη με ανάλογη θεματολογία, γεγονός που αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον αν αναλογιστούμε ότι το τελευταίο έργο του συνθέτη, ένα multimedia project το οποίο παρουσιάστηκε το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Φιλίππων, ήταν βασισμένο στα «Ημερολόγια Καταστρώματος». Κατά τα άλλα τα ποιήματα αυτού του μέρους δείχνουν ότι ο έρωτας δεν αποτελεί για τον Ανδρέου μόνον αστείρευτη πηγή έμπνευσης αλλά και κινητήρια δύναμη για την ζωή, κάτι που επίσης ίσχυε και για τον Σεφέρη. Αυτή η διάσταση του έρωτα είναι κυρίως έκδηλη στα ποιήματα «Θεριό του παραδείσου», «Το χιόνι στα μάτια σου», «Ο χειμώνας» και ιδίως στο «Άνασσα».
Το τρίτο μέρος είναι και το πλέον σκοτεινό. Με αφορμή τους θανάτους κάποιων προσφιλών του προσώπων (πριν από όλους της μητέρας του, του παππού του, μερικών φίλων του) ο Ανδρέου εδώ στοχάζεται πάνω στην υπαρξιακή αναζήτηση, βιώνει την αγωνία της και καταφέρνει να υπερβεί την ανθρώπινη φθαρτότητα, ακριβώς με το να συμφιλιωθεί μαζί της. Ορατή είναι και πάλι η επίδραση των, σε αυτήν την περίπτωση, πιο ελεγειακών ποιημάτων του Σεφέρη, η οποία σε ένα σημείο εκδηλώνεται και ως φόρος τιμής, με μιαν αναφορά στον βασιλιά της Ασίνης.
Το τέταρτο μέρος -που για κάποιο λόγο έχω την αίσθηση ότι είναι το πιο πρόσφατα γραμμένο- περιλαμβάνει ποιήματα τα οποία θα μπορούσαν πολύ ωραία να ανήκουν σε ένα από τα προηγούμενα. Εδώ βρίσκουμε και την πιο ξεκάθαρη πολιτική κατάθεση του Ανδρέου, το ομότιτλο του βιβλίου ποίημα. Είναι ένα καθόλου συγκεκαλυμμένο αλλά και απόλυτα συγκροτημένο κατηγορώ σε άπαντες, αν δεν απατώμαι, που κυβέρνησαν την Ελλάδα μετά το ’74, αν μη τι άλλο για την αποδεδειγμένη έλλειψη της ικανότητάς τους να ασκήσουν την εξουσία.
Πέραν όμως από το περιεχόμενο, στην ποίηση, όπως και σε κάθε άλλη δημιουργική έκφραση, υπάρχει και η φόρμα. Και όσον αφορά σε αυτήν, θα μπορούσε κανείς να καταλάβει ακόμα και αν δεν είχε ιδέα για το έργο του, ότι ο Ανδρέου είναι και παραμένει πρώτιστα μουσικός. Πιθανόν να το καταλάβαινε ακόμα και αν απουσίαζαν οι πάρα πολλές αναφορές στην μουσική, τέτοιες που μόνο κάποιος ο οποίος όχι μόνο την γνωρίζει πολύ αλλά και την υπηρετεί ως δημιουργός μα και εκτελεστής μπορεί να κάνει.
Ό λόγος που είναι τόσο προφανές ότι ο Ανδρέου είναι συνθέτης είναι πολύ απλά ότι και στην ποίησή του λειτουργεί όπως ακριβώς όταν γράφει τραγούδια. Πριν από όλα δηλαδή αυτό που τον ενδιαφέρει, μάλλον τον απασχολεί πολύ έντονα, είναι η έσωθεν μουσικότητα των λέξεων, κάθε μιας αφ’ εαυτής αλλά και των άπειρων μεταξύ τους συνδυασμών, των «αρμονικών» σχέσεων και των «μελωδιών» (ο ρυθμός είναι έτσι και αλλιώς δομικό στοιχείο ακόμα και της πιο ελεύθερης ποιητικής φόρμας) οι οποίες διατρέχουν υπόγεια κάθε έλλογο κείμενο.
Είναι ακριβώς το ίδιο με τις πάρα πολλές συνθετικές και ενορχηστρωτικές λεπτομέρειες με τις οποίες σχεδόν πάντα διανθίζει τα τραγούδια του, αδιόρατες ίσως στην πρώτη ακρόαση/ανάγνωση αλλά συντελώντας σε πολύ μεγάλο βαθμό στην σαγήνη του μουσικού ή ποιητικού κειμένου. Αν και όμως, όπως είπαμε, αυτό αποτελεί πολύ σημαντικό μέλημα για τον Ανδρέου, έχει και στις δύο περιπτώσεις το χάρισμα να μην παύει ούτε στιγμή να εστιάζει στο σύνολο του εκάστοτε έργου του. Επιτυγχάνει έτσι, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές, κάτι δεν κατορθώνουν πολλοί άλλοι δημιουργοί τραγουδιών ή, εν προκειμένω, ποιημάτων. Μιαν, αν όχι ιδανική, τουλάχιστον αρμονική ισορροπία ανάμεσα σε μια φόρμα που τέρπει αισθητικά και ένα περιεχόμενο με νόημα και ουσία.
Αλλά και ο τρόπος που διαχειρίζεται την μουσικότητα των λέξεων ελάχιστα απέχει από εκείνον με τον οποίο διαχειρίζεται την ίδια την μουσική. Έχει μείνει στο μυαλό μου μια φράση που μου είχε πει κάποτε μιλώντας για μια συναυλία κάποιων άλλων, «μα πόσα μινόρε μπορεί να αντέξει πια κάποιος;». Δεν είναι ότι ο ίδιος αποφεύγει τις μινόρε συγχορδίες ή ακολουθίες λέξεων, κάθε άλλο. Χρησιμοποιεί όμως σε αμφότερες τις περιπτώσεις πολύ συχνά και τις ματζόρε, αν και το ζήτημα δεν βρίσκεται τελικά εκεί. Πολύ περισσότερη σημασία έχει το πώς αρθρώνει συνολικά τις ποιητικές και μουσικές του συνθέσεις, την αλληλοδιαδοχή μειζόνων και ελασσόνων, ανιουσών και κατιουσών κλιμάκων. Ο λόγος του σίγουρα δεν είναι χαρμόσυνος αλλά ούτε και καταθλιπτικός. Σταθερά ενδελεχής, κάποτε μελαγχολικός, άλλοτε χαρμολύπης, μερικές φορές ακόμα και κλαυσίγελως, που καταλήγει όμως σχεδόν στο ίδιο αποτέλεσμα με τα τραγούδια του. Όπως δηλαδή οι -κάποτε αρκετά απρόσμενες- αρμονικές λύσεις τους αφήνουν την ψυχή να ατενίζει άνωθεν, έτσι και τα ποιήματάτου κατά κανόνα σου αφήνουν μιαν επίγευση -περισσότερο ή λιγότερο προσωρινής- λύτρωσης.
Το τέλος της συλλογής καταδεικνύει πολλά για τον ποιητή, τον μουσικό αλλά και τον άνθρωπο Γιώργο Ανδρέου. Ακολουθώντας ίσως, συνειδητά ή μη, την παραίνεση του Οδυσσέα Ελύτη, δεν μνημονεύει απλά αλλά αφιερώνει ένα ποίημα στον Διονύσιο Σολωμό, τον καθιστά θέμα του. Αντί όμως να συνεχίσει, σύμφωνα τουλάχιστον με την Ελύτεια ρήση, με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, το τελευταίο ποίημα έχει ως θέμα του έναν άλλο Ζακυνθινό ποιητή, εξίσου σημαίνοντα. Υπό μιαν έννοια, έτσι κλείνει ο κύκλος μιας διακειμενικότητας, η οποία υφίσταται ταυτόχρονα στον ποιητικό και τον μουσικό λόγο του Ανδρέου καθώς, ως γνωστόν, ο Ανδρέας Κάλβος αποκαλούσε τους ολιγάριθμους έμμετρους και ομοιοκατάληκτους στίχους του ωδές. Ωδές, δηλαδή... τραγούδια, σαν εκείνα που η σύνθεσή τους αποτελεί το κύριο έργο του Ανδρέου.
Τοποθετώντας τελευταίο στην συλλογή του το ποίημα που έγραψε για τον Κάλβο, ο Γιώργος Ανδρέου αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι κίνητρο του για αυτό το βιβλίο δεν ήταν το να διεκδικήσει δάφνες και ως ποιητής, ούτε καν να δηλώσει την παρουσία του και σε αυτό το στίβο. Είναι ένας εξαίρετος συνθέτης τραγουδιών και απόλυτα πλήρης με αυτό, και σαν τέτοιος, με το βιβλίο του καταθέτει, σεμνά και με σεβασμό, στεφάνι στην σημαντικότερη πηγή έμπνευσής του. Την ποίηση, στην εσώτερη πεμπτουσία της, περισσότερο ακόμα και από την εκδήλωσή της στην πράξη.

Ο Θάνος Μαντζάνας είναι μουσικοκριτικός


ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ
Πρέπει να μιλήσω γι' αυτούς τους καιρούς,
να μη σιωπήσω
Να μην κρυφτώ στα μάρμαρα και τα παλιά τραγούδια
Για το φόβο να πω που επιστρέφει
Το νοσηρό της μεταμέλειας μισοφέγγαρο ντυμένος

Πρέπει να μιλήσω

Για τους τρομαγμένους που αγρυπνούν πίσω
από πόρτες
Πίσω από παραθύρια καρφωμένα, σκοτεινά
Στο θρήνο τους ο Κύκλωπας ανταπαντά με βρυχηθμό
ασθενοφόρου
Ο Οδυσσέας πουθενά, μήτε κουπί μήτε πανί

Να μιλήσω
Per mare per terram
Να υπερασπιστώ τη λάσπη που χωνεύοντας άστρα
μάς γέννησε

Γλαυκή η Σελήνη, αγλαή, στη ράχη πάνω του
σαλιγκαριού
Αινείας αχθοφόρος, όπου γης εκεί πατρίς
Της προσφυγιάς θαλασσοπούλι, όμως φρικτή
Η ξενιτιά όταν στον τόπο σου
Κι όχι σε χώρα ξένη

Να μιλήσω

Δεν θα μου συγχωρηθεί

Η σιωπή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: