Πανεπιστήμια,
απόφοιτοι, κοινωνικές τροχιές (1837-2015)
Άποψη της έκθεσης |
ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ
ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
Ο ελληνικός
Διαφωτισμός αξιοδότησε, πριν το 1821, τη σκέψη, τα γράμματα και τα μέσα
προαγωγής τους, την εκπαίδευση κατά πρώτον. Αυτά αποτυπώθηκαν στις διακηρύξεις
και τα Συντάγματα της Επανάστασης. Παρά την υποχώρηση των διαφωτιστικών ιδεών,
από τη δεκαετία του 1830, το σχολείο, κυρίως η σημερινή δευτεροβάθμια και
τριτοβάθμια, παρέμεινε αξιοδοτημένo. Σ’ αυτό
συνέβαλε τα μέγιστα η συγκρότηση του εθνικού κράτους και η στελέχωσή του ώστε
να επιτελεί τις θεμελιώδεις λειτουργίες του εντός και εκτός συνόρων. Συνέτειναν
σ’ αυτό και μερικότεροι λόγοι, όπως οι ανάγκες, μέχρι κυρίως το 1890, των
ελληνόφωνων κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των παροικιών, σε
συγκεκριμένα επαγγέλματα, και η πολιτικοποίηση των φοιτητών λίγο πριν την έξωση
του ΌΘωνα.
Τα παραπάνω
είχαν δύο αλληλοτροφοδοτούμενα αποτελέσματα. Αυξήθηκαν οι φοιτητές και δυνάμωσε
ένας ήδη υφιστάμενος λόγος, για το φιλοπρόοδο του Έθνους και την αγάπη των
Ελλήνων για τα γράμματα. Όσον αφορά στο πρώτο, διαμορφώθηκε και στον ελλαδικό
χώρο, ιδιαίτερα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ένα σχήμα
τυπικό των χωρών της ημι-περιφέρειας, της Μεσογειακής Ευρώπης και της Λατινικής
Αμερικής. Λίγοι αναλογικά πήγαιναν στο δημοτικό, κατά βάση αγόρια, και από
αυτούς πολλοί συνέχιζαν στη δευτεροβάθμια και το πανεπιστήμιο.
Ο λόγος περί
του φιλοπροόδου των Ελλήνων, κράτησε, με κάποιες ενστάσεις, μέχρι τη δεκαετία
του 1880. Έκτοτε, και μέχρι τη δεκαετία του 1960, συνυπήρξε και συχνά
υποσκελιζόταν από μια αντίληψη, δάνειο από το γερμανόφωνο χώρο και τη Γαλλία,
που απηχούσε τις δυσοίωνες επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων στη δεκαετία
του 1850 και εντεύθεν. Αυτή ανήγαγε την επιδίωξη σπουδών σε θεσιθηρία και
βάφτισε τους αποφοίτους που αναζητούσαν εργασία πνευματικό προλεταριάτο. Αυτά
αποτυπώθηκαν στην πρόσληψη της εκπαίδευσης, του πανεπιστημιακού πτυχίου και των
αποφοίτων.
Τα πράγματα
άλλαξαν από τη δεκαετία του 1960, όταν σειρά λόγων εμποτισμένοι από τη θεωρία
του ανθρωπίνου κεφαλαίου οδηγούν στην επαναθέαση σπουδών και πτυχίων και
συντείνουν στη μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στην Ελλάδα, η νέα
αντίληψη δεν υιοθετήθηκε άμεσα, προσέκρουσε σε μια συντηρητική-αριστοκρατική
αντίληψη της εκπαίδευσης, που ήθελε τα πανεπιστήμια για λίγους. Μόλις στη
δεκαετία του 1980 ακολούθησε η Ελλάδα το παράδειγμα άλλων δυτικών χωρών: η
τριτοβάθμια εκπαίδευση μαζικοποιήθηκε, τάση που, με αυξομειώσεις, συνεχίστηκε
και πήρε διαστάσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Και η τρέχουσα διεύρυνση της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν συντελέστηκε χωρίς ενστάσεις. Πέρα από το πολύσημο
ιδεολόγημα του θεσιθήρα, κάθε φορά που διευρυνόταν η πανεπιστημιακή εκπαίδευση
εκδηλώνονταν αντιδράσεις, όχι πάντα και μόνο από συντηρητικούς, με επιχείρημα
την υποβάθμιση του επιπέδου των σπουδών. Αυτό συνέβη σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου
αιώνα, ακόμη περισσότερο στον Μεσοπόλεμο, και, βέβαια, στη δεκαετία του 1980
και σήμερα.
***
Όλα αυτά, ακόμη
και ο μύθος για την αγάπη των Ελλήνων για τα γράμματα, τροφοδοτούμενα από
συγκυριακές καταστάσεις, παρήγαγαν αποτελέσματα. Ώθησαν ομάδες, αγόρια αρχικά,
να επενδύσουν στο σχολείο και το πανεπιστήμιο για να αλλάξουν κοινωνική
συνθήκη. Η τάση, ωστόσο, δεν είναι διαχρονική ούτε τόσο ευρεία όσο πιστεύεται.
Διαχρονικά, λίγοι φοιτητές προέρχονται από τα άπορα γνωστικά και οικονομικά
κοινωνικά στρώματα – στη μεγάλη τους πλειονότητα είναι κληρονόμοι. Αυτό ισχύει
πιθανότατα για το 19ο αιώνα και σίγουρα για τον 20ό, παρά
την αύξηση των φοιτητών τις τελευταίες δεκαετίες.
Από την άλλη, το σώμα των φοιτητών
δεν είναι συγκριτικά πολυπληθές, μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του 1990.
Εξαίρεση αποτελεί η περίοδος 1862-1892, κατά την οποία το ελληνικό βασίλειο
είχε, αναλογικά με τον πληθυσμό του, έναν από τους μεγαλύτερους, αν όχι το
μεγαλύτερο, αριθμό φοιτητών στην Ευρώπη. Έκτοτε, αρχικά με τα δίδακτρα, κατόπιν
προοδευτικά με τις εισαγωγικές εξετάσεις και το numerus clausus, ο αριθμός των
φοιτητών εσωτερικού αυξήθηκε, αλλά λιγότερο συγκριτικά με άλλες δυτικές χώρες.
Έτσι, από τον Μεσοπόλεμο και μέχρι το 1981 ο αριθμός των φοιτητών κυμαίνεται
στο μέσο όρο, αν όχι χαμηλότερα, των άλλων δυτικών χωρών.
Ο μύθος περί
φιλοπρόοδου λαού, σε συνάρτηση με τις κρατικές ανάγκες και την αναζήτηση της
διάκρισης από μερίδες των αστικών στρωμάτων, οδήγησαν στη μετάβαση αυξανόμενου
αριθμού νέων, μετά κυρίως το 1890 και ως το 1930, σε πανεπιστήμια της
αλλοδαπής, περισσότερο γερμανόφωνα αρχικά και γαλλόφωνα μετά το γύρισμα του
αιώνα. Αν και υπολείπονται ποσοτικά άλλων εθνικών ομάδων, οι έλληνες φοιτητές
εξωτερικού συγκροτούσαν μια αξιόλογη αριθμητικά ομάδα και στη δεκαετία του 1920
αντιστοιχούσαν στο 10% των φοιτητών εσωτερικού.
Το κλείσιμο των
ελληνικών ΑΕΙ μεταπολεμικά, σε συνδυασμό με τον μετασχηματισμό της οικονομίας
και κοινωνίας, οδήγησαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 διαρκώς αυξανόμενο
αριθμό νέων σε ιδρύματα της αλλοδαπής. Η τάση συνεχίστηκε με αυξομειώσεις μέχρι
τις αρχές του 21ου αιώνα, έτσι που στη δεκαετία του 1960 οι φοιτητές
εξωτερικού ανέρχονταν στο 1/3 των φοιτητών της ημεδαπής, κυμαίνονταν στο 1/4 με
1/5 τις επόμενες δεκαετίες, για να φτάσουν σήμερα στο 5% ή το 7%, ανάλογα με
τον συνυπολογισμό ή μη των λεγόμενων αιώνιων φοιτητών.
Μόνο ένα μέρος
των εγγραφόμενων φοιτητών αποφοιτά διαχρονικά. Αυτό συναρτάται με το ίδρυμα και
το αντικείμενο σπουδών. Σε γενικές γραμμές, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο,
μόλις ένας στους δύο φοιτητές έπαιρνε πτυχίο. Η κατάσταση άλλαξε στη δεκαετία
του 1960, καθώς αποφοιτούσαν δύο στους τρεις εγγεγραμμένους. Το ίδιο ισχύει και
σήμερα, παρά τη μαζικοποίηση των πανεπιστημίων και παρά τις ατυχείς
παραφιλολογίες περί αιωνίων φοιτητών και πτώσης του επιπέδου σπουδών.
***
Τι έκαναν και
τι κάνουν στη ζωή τους οι απόφοιτοι και πόσο βάραιναν στους προσανατολισμούς
και την πορεία της χώρας; Πρόκειται για ένα από τα πιο σύνθετα και λιγότερο
μελετημένα ζητήματα. Για να απαντήσω, στηρίχτηκα σε τρεις διαπιστώσεις που
προκύπτουν από την ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων. Μέχρι τον Μεσοπόλεμο, ο
αριθμός των αποφοίτων ήταν περιορισμένος, μόλις 30.000 από τα πανεπιστήμια της
ημεδαπής και 3.000 από αυτά της αλλοδαπής ως το 1940. Οι απόφοιτοι συνολικά,
εσωτερικού και εξωτερικού, αυξήθηκαν κατά πολύ μετά το 1960 και κυρίως το 1990.
Κατά δεύτερον,
οι απόφοιτοι, εσωτερικού και εξωτερικού, στελεχώνουν, στη συντριπτική τους
πλειονότητα, κρατικές υπηρεσίες. Εξαίρεση αποτέλεσαν δύο κυρίως ομάδες. Αρκετοί
απόφοιτοι γαλλικών πανεπιστημίων μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ασκούσαν
ελευθέρια επαγγέλματα. Το ίδιο πράττουν και αρκετοί φοιτητές της αλλοδαπής και
σε μικρότερο της ημεδαπής στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, σε μια συνθήκη
οικονομικής επέκτασης και μετασχηματισμού των κοινωνικών δομών.
Κατά τρίτον, οι απόφοιτοι, καθ’ όλη τη
διερευνώμενη περίοδο, βάρυναν στους προσανατολισμούς του ελληνικού κράτους και
τη λήψη των αποφάσεων. Καθ’ όλα φυσικό, καθώς στην πλειονότητά τους είναι
κληρονόμοι και έχουν σημαντικές θέσεις στους κρατικούς μηχανισμούς. Μπορούν,
συνεπώς, λόγω κοινωνικής καταγωγής και θέσης να επηρεάζουν αποφάσεις και να
μπλοκάρουν κυβερνητικές επιλογές, όπως ορθά υποστήριξε ο Α. Δημαράς, αλλά δεν
αποφασίζουν αυτόνομα. Δεν συνθέτουν μια τάξη ευγενών του κράτους, όπως έδειξε ο
P. Bourdieu για τους αποφοίτους των γαλλικών Μεγάλων Σχολών, που
χάρη στους διαγωνισμούς, τη μεταξύ τους επικοινωνία και μια ανάλογη ιδεολογία
περί αξιοκρατίας αποίκησαν το κράτος (Bourdieu,
1989).
Στην ελληνική
περίπτωση, ομάδες αποφοίτων βαραίνουν στη λήψη των αποφάσεων αλλά δεν έφτασαν
να αυτονομηθούν πλήρως. Αυτό εξηγείται από το ειδικό βάρος του πολιτικού, άρα
και των πολιτικών, στη συγκρότηση του εθνικού κράτους, αλλά και τη δική τους
αδυναμία να λειτουργήσουν ως ομάδα «ειδικών», με δικά της συμφέροντα. Η
αδυναμία τους απορρέει από την αρχική τους εξάρτηση από τα κόμματα αλλά και τη
χρόνια πολιτική αστάθεια, όπως αυτή αποτυπώνεται στα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης
που επηρεάζουν τη στελέχωση των κρατικών μηχανισμών.
Έτσι
δημιουργείται μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας, ανάμεσα στα στελέχη των
κρατικών μηχανισμών και τις διάφορες δυνάμεις, πολιτικούς αλλά και μη, όπως οι
στρατιωτικοί, επιφορτισμένων, αυτόβουλα ή μέσω εκλογών, με τη διοίκηση των δημόσιων
πραγμάτων. Η ασταθής αυτή ισορροπία, με σημαντικές αλλαγές στους συσχετισμούς
δύναμης, διατηρείται ακόμη και μετά τα δύο κομβικά γεγονότα, τον Εμφύλιο
(1946-1949) και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, που άλλαξαν τις
κρατικές δομές και την πορεία της χώρας.
Το καθεστώς που
προέκυψε από τον Εμφύλιο αποδυνάμωσε τη Δημοκρατία, βάθυνε την υφιστάμενη
διάκριση μεταξύ δύο ανταγωνιστικών κόσμων, δημόσιου και ιδιωτικού, σε βάρος του
δεύτερου. Ο ιδιωτικός κόσμος απαξιώθηκε, καθώς πέρα από ορισμένες κρατικοδίαιτες
ομάδες συμπεριλάμβανε εκείνους που πάσχιζαν να επιβιώσουν, είτε γιατί δεν είχαν
πρόσβαση στο κράτος είτε γιατί αυτό τους ανακήρυξε σε εχθρούς του. Η απαξίωση
αντικατοπτρίζεται ιδιαίτερα στους εκπαιδευτικούς θεσμούς, εφόσον πέρα από τον
σημαίνοντα ιδεολογικό τους ρόλο, το κράτος αποτέλεσε τον μακράν σημαντικότερο
εργοδότη αποφοίτων, επιδιώκοντας, μεταξύ άλλων, να αναπληρώσει και το έλλειμμα
νομιμοποίησής του. Έτσι, το καθεστώς άσκησε εντονότερο έλεγχο στους κρατικούς
μηχανισμούς, ιδιαίτερα τους κατασταλτικούς, χωρίς όμως να τους ελέγξει πλήρως,
σε μια συνθήκη ανοίγματος της χώρας στην Ευρώπη και σημαδεμένης από τη
διεύρυνση διεθνώς των δικαιωμάτων, ατομικών και κοινωνικών, και τη ραγδαία
οικονομική ανάπτυξη, η οποία εξέθρεψε νέες κοινωνικές ομάδες, που διεκδίκησαν
λόγο στα δημόσια πράγματα και μερίδιο στη νομή της εξουσίας.
Οι πολιτικές
εξελίξεις μετά το 1974 μετέβαλαν τις ισορροπίες, σε όφελος της πολιτικής και
των πολιτικών κομμάτων, τα οποία στην πλειονότητά τους διεκδίκησαν
προγραμματικά περισσότερη δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό δεν κράτησε
πολύ. Με την προϊούσα αποδυνάμωση των κομμάτων, τμήματα των κρατικών μηχανισμών
αυτονομήθηκαν, έτσι που ξαναβρισκόμαστε σε μια κατάσταση που ανακαλεί το
παρελθόν. Το κυβερνών κόμμα ελέγχει μόνο μερικά τους κρατικούς μηχανισμούς,
αλλά η κρατική γραφειοκρατία, χωρίς να είναι πλήρως αυτονομημένη, έχει
περιθώρια ανεξαρτησίας, ώστε να ενεργήσει συντεχνιακά, να προωθήσει ή να φρενάρει
κυβερνητικές επιλογές.
***
Από τα προαναφερθέντα μπορεί κάποιος να κρατήσει
ότι η θρυλούμενη διαχρονική αγάπη των Ελλήνων για τα γράμματα είναι μύθος, ότι
οι φτωχοί που σπούδαζαν δεν ήταν και τόσο πολλοί, ότι οι φοιτητές στη μεγάλη
τους πλειονότητα ήταν κληρονόμοι και ότι οι απόφοιτοι στρέφονταν κυρίως στο
κράτος, δεν συγκρότησαν μια γραφειοκρατία δυτικού τύπου με ρητούς απρόσωπους
κανόνες. Αντίθετα, ήταν εξαρτημένοι σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι τελείως, από
άλλες εξουσίες, την πολιτική, τη στρατιωτική, την οικονομική. Μπορεί όλα αυτά
να εκληφθούν και να προσληφθούν ως ενδείξεις ή αποδείξεις καθυστέρησης ή μη
εκσυγχρονισμού της χώρας. Μπορούν, όμως, και να διαβαστούν αντίστροφα, ως
σημάδια μιας επώδυνης διαδικασίας ανάπτυξης ή εκδυτικισμού μιας μικρής γωνιάς
μιας υπανάπτυκτης οικονομικά και κοινωνικά αυτοκρατορίας, της οθωμανικής, που
κατάφερε σε λιγότερο από δύο αιώνες να μοιάσει λιγάκι, φτιασιδώνοντας και
εξιδανικεύοντας συχνά τις αδυναμίες της, στο είδωλό της, τη Δύση. Ίσως αυτή η
διττή εικόνα αποδίδει και τη σημερινή μας κατάσταση. Μια χώρα γεμάτη
δυνατότητες και αδυναμίες, αδυναμίες και δυνατότητες, στην εκπαίδευση αλλά και
σε πολλά άλλα πεδία. Μένει να κοιταχτούμε στην καθρέφτη, να κάνουμε ασκήσεις
αυτογνωσίας για να πορευτούμε ασφαλέστερα.
Από το ομότιτλο βιβλίο του Παντελή Κυπριανού που κυκλοφορεί
αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου