ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ
Robert
Rauschenberg, Re-Entry,
1975 (Diptych),
εκτύπωση άμεσης μεταφοράς και κολλάζ, ανάγλυφη εκτύπωση υπογραφής σε χαρτί Arches Cover
|
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ, Η Κοιλιά, εκδ. Εξάρχεια,
2016, σελ. 94
Ραφαήλ
Εσθητός, ο ήρωας. Η σκηνοθεσία του λόγου τον θέλει να στέκεται όρθιος. Στο
έδρανο του κατηγορουμένου. Ενώπιόν του εικάζουμε την παρουσία ενός δικαστή.
Στην προνομιακή θέση, ένα-δυο μέτρα πιο ψηλά. Υποθέτουμε ότι ο κατηγορούμενος
έχει σκυμμένο το κεφάλι. Ίσως να κοιτάει αμήχανα, δεξιά και αριστερά. Δίπλα του
υπάρχει ένα ποτήρι με νερό. Παίρνει βαθιά ανάσα και αρχίζει.
Μαθαίνουμε
ότι κάθε φορά που τον πνίγει η μοναξιά, βάζει την αγαπημένη τσάντα στην πλάτη,
όπου φυλάει ένα βιβλίο και ένα φλασκί με ουίσκι. Ανοίγει την πόρτα του
διαμερίσματος και βγαίνει. Πάντα με κατεύθυνση τον υπόγειο. Του αρέσει να
ταξιδεύει με τον ηλεκτρικό. Όσο και αν τον έλκει η ιδέα να πάει και να πέσει
στις ράγες του. Πάντως με το που θα επιβιβαστεί στο βαγόνι, δεν τον ενδιαφέρει
ο προορισμός. Ακριβέστερα, δεν υπάρχει γι’ αυτόν προορισμός. Αφήνεται αδιάφορος
στην κίνηση του ηλεκτρικού. Αντλώντας κάποια αίσθηση ανακούφισης μπροστά στους
περισπασμούς και την ακινησία της ζωής του. Άλλωστε, μπορεί κατά τη διάρκεια
του ταξιδιού να κάνει και άλλα τινά. Όπως: να παρατηρεί τους επιβάτες, να
εξετάζει τους ζητιάνους, να στοχάζεται γύρω από το θείο, να αποφεύγει παλιούς
γνωστούς και να εύχεται τον εκτροχιασμό του τρένου, μπας και ανατραπεί για λίγο
η αφόρητη μονοτονία της καθημερινότητάς του. Και όταν πια τα έχει κάνει όλα και
αρχίζει να τον πιάνει η βαρεμάρα, αποβιβάζεται από τον ηλεκτρικό, ανεβαίνει στην
επιφάνεια της γης και επιστρέφει στο σπίτι του, για να σπάσει τους καθρέφτες
που αντανακλούν το είδωλό του και να δολοφονήσει το πολύ έτερον ήμισύ του.
Δεν
υπάρχει κάτι περίεργο σε όλα αυτά – εξόν βεβαίως από το ότι κατοικεί σε μια
μεγάλη κοιλιά και ακούει φωνές που τον προειδοποιούν να προσέχει τα ρήγματα και
ότι απευθύνεται σε ένα ανύπαρκτο κοινό και ότι διαολοστέλνει δυο τρεις φορές
τον δικαστή του και ότι κατηγορείται για τη δολοφονία του εαυτού του και ότι
δεν έχει διαπράξει βεβαίως καμία δολοφονία του εαυτού του.
Στέκομαι
όμως τώρα και ξαναδιαβάζω όσα έχω γράψει – τίποτα παραπάνω από μια απλή σύνοψη
του βιβλίου, ελπίζω κατατοπιστική – και μια αυξανόμενη απορία απασχολεί το
μυαλό μου ως προς το αναγνωστικό ενδιαφέρον που θα μπορούσαν να εγείρουν όλα αυτά.
Αφού όπως είναι ολοφάνερο το κυρίως στόρι είναι από ανύπαρκτο ως περιορισμένο,
τα όποια στοιχεία πλοκής αποτελούν προϊόν μιας απλής αναδιήγησης, που τα
απονευρώνει από την ζωντανή δράση, και ό,τι στο τέλος μένει είναι αυτή η
αναδιήγηση με τα σπαράγματα από εικόνες, πράξεις, στιγμιότυπα και κυρίως
στοχασμούς. Και αν στην περίπτωση του θεατρικού είδους, όπου και η ορατή
στόχευση του Τσεκούρα, όλες αυτές οι αφηγηματικές αβαρίες μπορούν με την
υποστήριξη της υποκριτικής πράξης να εξελιχτούν σε αφηγηματικές αρετές,
αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσαν να πάψουν να αναγνωρίζονται ως τέτοιες στην
περίπτωση μιας νουβέλας. Θέλω να πω, μπορεί το εν λόγω αφήγημα να σταθεί με
αισθητικές αξιώσεις σαν αυτοδύναμο πεζογραφικό κείμενο, ανεξάρτητο από την
όποια επικουρία της υποκριτικής τέχνης;
Η
απάντησή μου είναι απολύτως καταφατική. Διότι:
Αν
πράγματι η γραφή είναι πριν από όλα ζήτημα γραφής, εννοώ μορφής, η γραφή του
Τσεκούρα είναι σχεδόν υποδειγματική ως προς τον αισθητικό σκοπό και τον
αισθητικό ρόλο της. Κερδίζει σε αμεσότητα, σε ειλικρίνεια, σε ευθυβολία, σε
ευθυκρισία και σε ειρωνεία. Αφού έχει κατιτί το προφορικό και το απροσχεδίαστο,
έστω και αν βοά από κάτω η βασανιστική επεξεργασία που προηγήθηκε. Μάλιστα
είναι τέτοια η αποτελεσματικότητά της, ώστε ακόμη και κάποια αλλοπρόσαλλα
ξεσπάσματα του αφηγητή, που φαίνεται να μένουν αναιτιολόγητα από την
περιρρέουσα θερμοκρασία της απολογίας του, όχι μόνο δεν εκλαμβάνονται σαν
αστοχίες, αλλά μπορούν κάλλιστα να ενταχθούν στο αφηγηματικό σχέδιο της
σκιαγράφησης ενός νευρωτικού χαρακτήρα. Η αίσθηση δε αυτής της νεύρωσης
επιτείνεται διαρκώς μέσα από την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στον εγκεφαλικό
τρόπο εκφοράς του λόγου, που απλώνεται συνεχώς με παραγωγικούς και επαγωγικούς
συλλογισμούς, μ’ έναν σχεδόν αψεγάδιαστα λογικό τρόπο, και στο παράλογο φορτίο
των σκέψεων και των στοχασμών που κλείνει εντός της σαν απασφαλισμένη
χειροβομβίδα.
Το
ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι η διακειμενική συζήτηση που διαμείβεται πίσω και
μέσα από τις γραμμές του Τσεκούρα. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε κάποιες επιμέρους
σκηνές που παραπέμπουν είτε στο «Ένα Μαχαίρι» του Νίκου Καββαδία είτε στην
«Αυτοκρατορία των Αισθήσεων» του Ναγκίζα Όσιμα, αλλά στη συνεχή συνομιλία του
συγγραφέα με τη λογοτεχνική απ’ ό,τι φαίνεται οικογένειά του, δηλαδή:
- με
τον Φραντς Κάφκα, ως προς το θέμα της ενοχοποιημένης συνείδησης, που στην
προκειμένη όμως αυτοτροφοδοτείται σαν βαθιά εσωτερικευμένη πληγή δίχως έξωθεν
υποστήριξη,
- με
τον Φερνάρντο Πεσσόα (κυρίως από το Βιβλίο
της Ανησυχίας) ως προς την εμμονή στο νυστέρι της λογικής που βυθίζεται
οδυνηρά στο εγώ για να αφαιρέσει τις μάσκες του και να αποκαλυφθεί πόσο τρωτό
είναι,
- με
τον Δημήτρη Δημητριάδη ως προς τη στοχαστική διάθεση του ήρωα, τη μικροπερίοδη
εκφορά της γλώσσας και την εκτεταμένη χρήση της επανάληψης ως πυροδότη του λόγου,
- με
τον Ευγένιο Ιονέσκο ως προς την ανάδειξη της εγγενούς τρέλας που υποβόσκει πίσω
από τις θωρακισμένες πόρτες της λογικής,
Ας
σημειώσω όμως ότι παρά την πύκνωση τόσων διακειμενικών αναφορών σε ένα τόσο
μικρό βιβλίο, ο συγγραφέας καταφέρνει να διατηρήσει το δικό του υφολογικό
χρώμα, να κατασκευάσει τον δικό του αφηγηματικό κόσμο, να νοηματοδοτήσει τη
δική του λογοτεχνική φωνή με τόσο ενδιαφέροντα και πρωτότυπο τρόπο που θα
’λεγες ότι δεν χρωστάει σε κανέναν και πουθενά – και ας χρωστάει όπως όλοι.
Υπάρχει
κάτι ακόμη πιο ενδιαφέρον σε όλα αυτά. Λέω για τον κεντρικό πρόσωπο. Τον έναν
και μοναδικό χαρακτήρα του βιβλίου. Τον μοναχικό ήρωα του Τσεκούρα. Τον Ραφαήλ
Εσθητό. Που πάσχει από μανία καταδίωξης, βασανίζεται από πλήθος ψυχαναγκασμών,
ακούει φωνές που τις αποδίδει στο θείο, κουβαλάει μια ενοχική συνείδηση, φέρει
μια διχασμένη ταυτότητα, έχει τάσεις αυτοκτονίας και δεν μπορεί να ελέγξει τα
νεύρα του. Πολύ λίγους ήρωες μπορώ να ανακαλέσω στο μυαλό μου φιλοτεχνημένους
με τόσο αντιπαθητικά χαρακτηριστικά. Ακόμη λιγότερους ανάμεσά τους που δεν
μπαίνουν στον κόπο να γίνουν ούτε μια στιγμή συμπαθείς στον αναγνώστη. Και,
τελικά, ελάχιστους από τους αυτούς που με κέρδισαν από την αρχή μέχρι το τέλος.
Και όμως ο Εσθητός με κέρδισε. Σχεδόν ταυτίστηκα μαζί του. Είναι κομμάτι μου.
Είναι μέρος μας. Μιλάει εξ ονόματός μας.
Πράγμα
που εγώ το λέω σπάνια συγγραφική αρετή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου