29/3/15

Μαγειρική στην τηλεόραση…

Το φαγητό και η βιοπολιτική

ΤΗΣ ΑΙΜΙΛΙΑΣ ΦΑΚΟΥ

Cochin 2, 2003, κολάζ & λάδι σε οντουλέ χαρτί συσκευασίας, 16,5 x 24 εκ. 


ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΚΡΥΝΙΩΤΗ, Μικροί μάγειρες στη μικρή οθόνη: παίζοντας με τη γνώση, την απόλαυση και τον έλεγχο, εκδόσεις Νήσος, σελ. 154

Τα τελευταία χρόνια το φαγητό μετατρέπεται, κυρίως μέσω των πολυάριθμων εκπομπών που κατακλύζουν την τηλεόραση, σε δημόσιο θέαμα. Η συνεχής αναζήτηση περίτεχνων και ευφάνταστων τρόπων προετοιμασίας του φαγητού, η χρήση πρωτότυπων υλικών και εξεζητημένων συνδυασμών με στόχο την αισθητηριακή/γευστική απόλαυση, μοιάζει παράδοξη σε περίοδο οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που διέρχεται η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Πράγματι, το φαγητό ως θέαμα, και μάλιστα η εστιατορική μαγειρική, η οποία εντάσσεται στην «υψηλή» μαγειρική κουλτούρα, καθώς και η διαγωνιστική της διάσταση, την ίδια στιγμή που τα συσσίτια αυξάνονται και το φαινόμενο του υποσιτισμού μαστίζει τα σχολεία, εγείρει ερευνητικά ερωτήματα και προβληματισμό, ειδικά όταν στην τηλεοπτική εκπομπή/παιχνίδι συμμετέχουν παιδιά. Η Δήμητρα Μακρυνιώτη αξιοποιεί εμπειρικό υλικό από την τηλεοπτική εκπομπή Τζούνιορ Μάστερ Σεφ (στο εξής ΤΜΣ), προκειμένου να προσεγγίσει κριτικά τη θεαματοποίηση του φαγητού. Στόχος του βιβλίου είναι να διερευνήσει τους παιδαγωγικούς λόγους και τις παιδαγωγικές πρακτικές που υιοθετεί το παιχνίδι προκειμένου να μυήσει τα παιδιά στη μαγειρική τέχνη. Ωστόσο, όπως η συγγραφέας αναδεικνύει, ο τηλεοπτικός τρόπος συγκρότησης της σχέσης των παιδιών με το φαγητό, έχει επιπτώσεις που ξεπερνούν τα όρια του συγκεκριμένου παιχνιδιού.
Πράγματι, η επεξεργασία και ανάλυση του ΤΜΣ χρησιμοποιεί ως παράδειγμα ένα διαγωνιστικό παιχνίδι μαγειρικής για παιδιά, για να ανιχνεύσει ευρύτερα ζητήματα, τα οποία συνδέονται με τη γνώση, την υποκειμενικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις και τον κοινωνικό έλεγχο. Ποια είναι τα άρρητα μηνύματα που διατρέχουν το εν λόγω παιχνίδι, τι είδους διαπροσωπικές σχέσεις προκρίνονται, ποιες δεξιότητες καλλιεργούνται, ποιες μορφές ελέγχου και πειθαρχίας ασκούνται και τελικά ποιες μορφές υποκειμενικότητας πριμοδοτούνται;
Το βιβλίο προτείνει έναν τρόπο ανάγνωσης και ερμηνείας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του παιχνιδιού, ο οποίος αναδεικνύει, μέσα από τη σκιαγράφηση της δομής και της εσωτερικής οργάνωσης του, τα στοιχεία που συνθέτουν τους παιδαγωγικούς λόγους που το διατρέχουν και τις παιδαγωγικές πρακτικές που υιοθετεί. Το ΤΜΣ είναι ένα διαγωνιστικό παιχνίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου μέσα από αλλεπάλληλες δοκιμασίες και αποκλεισμούς αναδεικνύεται ένας/μία τελικός/ή νικητής/τρια. Αν και η διαγωνιστική του διάσταση δεν αμφισβητείται, σύμφωνα με τη Μακρυνιώτη η εκπομπή εντάσσεται στο είδος της εκπαιδιασκέδασης (edutaitment) (σελ 19), με την έννοια ότι φαίνεται να προσφέρει παράλληλα γνώσεις αλλά και διασκέδαση. Ο διττός, και μάλιστα αντιφατικός, χαρακτήρας του διαγωνιστικού παιχνιδιού αντανακλάται στα δομικά του γνωρίσματα. Η επίκληση στη διασκέδαση συνυπάρχει με τις συνεχείς δοκιμασίες, η έμφαση στη δημιουργικότητα και τη φαντασία με την αξιολόγηση, τη βαθμολογία και τον αποκλεισμό, η προτροπή για πειραματισμό με την προσήλωση στην ομοιομορφία, η τύχη ως παράγοντας επιτυχίας με τις διαδικασίες ρύθμισης και ελέγχου αλλά και την εξουσία των ενηλίκων. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η συγγραφέας, τα αντιφατικά γνωρίσματα του παιχνιδιού εγκαθιστούν και τη συνάφεια του με την πραγματικότητα, προκειμένου να διατηρείται το ενδιαφέρον όχι μόνο των παικτών αλλά και του τηλεοπτικού κοινού. Επομένως, ο μικρόκοσμος του παιχνιδιού αν και είναι ένας κόσμος επινοημένος, διαπερνάται από γνωρίσματα, αξίες, αντιλήψεις και σημασίες της κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία εντάσσεται.
Έτσι, μια προσεκτικότερη ανάγνωση της εσωτερικής δομής του παιχνιδιού αποκαλύπτει, πίσω από την επίκληση στην απόλαυση, τη διασκέδαση, και την ελευθερία, την ανάδυση μορφών κοινωνικού ελέγχου και τη διαμόρφωση ασύμμετρων σχέσεων εξουσίας. Μάλιστα, το τρίπτυχο γνώση/μάθηση – αξιολόγηση - αποκλεισμοί, το οποίο αποτελεί κεντρικό άξονα του παιχνιδιού, προϋποθέτει την ύπαρξη ορισμένων παιδαγωγικών πρακτικών, οι οποίες ρυθμίζουν τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ παιδιών και ενηλίκων, διαμορφώνουν κριτήρια, ορίζουν τι συνιστά γνώση και τι έχει αξία να μεταδοθεί. Με άλλα λόγια, ο τηλεοπτικός διαγωνισμός αποτελεί κατασκευασμένη πραγματικότητα και ταυτόχρονα έναν παιδαγωγικό μηχανισμό ρύθμισης και ελέγχου, τον οποίο διατρέχουν αλλά και διαμορφώνουν κυρίαρχοι λόγοι αντιλήψεων σχέσεων και αξιών.
Πιο συγκεκριμένα, το ΤΜΣ ως παιδαγωγικός μηχανισμός διέπεται από διαδικασίες μετάδοσης της γνώσης, αξιολόγησης και αποκλεισμών. Αντλώντας από το έργο του Φουκώ, η Μακρυνιώτη σκιαγραφεί τη σχέση γνώσης/ πειθαρχίας, όπως αποτυπώνεται στη δομή και οργάνωση του παιχνιδιού, και συγκεκριμένα στη διαχείριση και νοηματοδότηση του χώρου και του χρόνου, στις σχέσεις εξουσίας και στην αξιολόγηση. Η πρόσληψη του χώρου και του χρόνου ως μέσα συγκρότησης της κοινωνικής πραγματικότητας, οδηγεί τη συζήτηση σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Όπως αναδεικνύει η ανάλυση, τα προαναφερόμενα συγκροτούν ένα πειθαρχικό και κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο υπαγορεύει το ρυθμό, τις εναλλαγές και τις επαναλήψεις των δραστηριοτήτων, ρυθμίζει τη σωματική δράση των συμμετεχόντων και ορίζει τις σχέσεις μεταξύ παιχτών και κριτών. Αντίστοιχα η αξιολόγηση, μέσω της βαθμολογίας, οι τεχνικές εξέτασης και οι ανταμοιβές ή οι ποινές που συνεπάγονται, επιδρούν στην υιοθέτηση ατομικών στρατηγικών αλλά και στη σχέση των παιδιών με τον εαυτό τους και με τους άλλους.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η συμμετοχή στο παιχνίδι δεν περιορίζεται στην ενασχόληση με τη μαγειρική. Πολύ περισσότερο, η κοινωνικοποίηση στο συγκεκριμένο πειθαρχικό πλαίσιο – το οποίο πριμοδοτεί το ατομικό έναντι του συλλογικού, την πίστη στην ατομική προσπάθεια, κλίση και ικανότητα έναντι των κοινωνικών προσδιορισμών - εξοικειώνει τα παιδιά με την ανταγωνιστικότητα, τον ατομισμό, την πρώιμη εξειδίκευση, την υπέρβαση των ατομικών ορίων και συμβάλει στην εξάσκηση ικανοτήτων, όπως η μέγιστη αξιοποίηση του χρόνου, η εντατικοποίηση της δραστηριότητας, η προσαρμοστικότητα. Με άλλα λόγια, συγκροτούνται και εγχαράσσονται ικανότητες, στάσεις και αντιλήψεις, τις οποίες διατρέχουν νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα.
Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι οι παιδαγωγικοί λόγοι και οι πρακτικές που διατρέχουν το παιχνίδι νομιμοποιούνται στη βάση της εγγύτητας με την κοινωνική πραγματικότητα. Με την έννοια αυτή, όπως προαναφέρθηκε, δε μεταδίδουν μόνο μαγειρικές γνώσεις αλλά κυρίαρχες στάσεις, αντιλήψεις και αξίες, πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία πολιτισμικής παραγωγής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς νοηματοδοτείται η δημιουργικότητα, και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του δημιουργικού ατόμου.
Η ικανότητα για πρωτοτυπία, η γνώση του μαγειρικού γλωσσικού ιδιώματος αλλά και η εξοικείωση με εξειδικευμένα υλικά ή τεχνικές, προβάλλονται ως ατομικές ικανότητες και κλίσεις. Με αυτή την έννοια, η δημιουργικότητα και η φαντασία  νοηματοδοτούνται ως φυσικές και εγγενείς. Η ελιτιστική αυτή πρόσληψη αποκρύπτει το γεγονός ότι το φαγητό αποτελεί κοινωνική πρακτική και παραβλέπει την ταξικά προσδιορισμένη σχέση των παιδιών με το φαγητό. Όπως υποστηρίζει ο Bourdieu στη Διάκριση (2006), το γούστο, αυτό που αρέσει ή δεν αρέσει, ταιριάζει ή δεν ταιριάζει στα υποκείμενα, αποτελεί έκφραση της θέσης τους στο κοινωνικό πεδίο. Η μύηση στην υψηλή μαγειρική και η έκφραση πολιτισμικής άνεσης σε σχέση με αυτή, ακριβώς επειδή είναι δηλωτική της προνομιακής κοινωνικής θέσης των υποκειμένων, τους προσδίδει διακριτική και συμβολική αξία.
Με βάση τα παραπάνω, το παιχνίδι φαίνεται να αξιολογεί θετικά, αλλά και να προϋποθέτει, γνώσεις και δεξιότητες, τις οποίες δε διδάσκει, αλλά αποτελούν προϊόν πρώιμης εξοικείωσης σε ένα προνομιούχο κοινωνικό περιβάλλον. Κυρίως όμως προκρίνοντας τη «λόγια» μαγειρική και το ελεύθερο γούστο, το απελευθερωμένο από υλικούς περιορισμούς, των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων, έναντι του γούστου ανάγκης, το οποίο χαρακτηρίζει τα λαϊκά στρώματα και εκφράζει όρους αναγκαιότητας, ασκεί συμβολική βία. Με άλλα λόγια διαχωρίζοντας και ιεραρχώντας δύο διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες, επιβάλλει αυθαίρετα και νομιμοποιεί, έναν ταξικά προσδιορισμένο τρόπο ζωής ως το μόνο αποδεκτό.
Συνοψίζοντας, όπως αναδεικνύει το βιβλίο, ένα φαινομενικά «αθώο» τηλεοπτικό παιχνίδι μαγειρικής για παιδιά φαίνεται ότι μεταδίδει και διαμορφώνει μορφές υποκειμενικότητας, κοινωνικές σχέσεις και στάσεις σε σχέση με την κατανάλωση και την εργασία, που χαρακτηρίζονται από νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και προτάγματα, Επιπλέον, ρυθμίζει και ασκεί εξουσία, υπαγορεύει την εσωτερίκευση κανόνων και συμπεριφορών σε σχέση με την καθημερνή ζωή, έτσι ώστε να μιλάμε για τη συγκρότηση μιας ιδιότυπης βιο-παιδαγωγκής.
Το βιβλίο, αξιοποιώντας ως παράδειγμα το συγκεκριμένο παιχνίδι, αναδεικνύει με σαφήνεια τις διαδικασίες συγκρότησης και μορφές πρόσληψης της παιδικής ηλικίας καθώς και τους παιδαγωγικούς λόγους που παράγονται περί αυτής σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Με τον τρόπο αυτό συμβάλλει στην κοινωνιολογική έρευνα σε σχέση με τη συγκρότηση της παιδικής ηλικίας και τη συζήτηση ζητημάτων σχετικών με τις παιδαγωγικές πρακτικές, τη γνώση και τις μορφές κοινωνικού έλεγχου.

Η Αιμιλία Φάκου είναι νηπιαγωγός, δρ Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: