12/7/14

Από την κοινωνία των μαζών στην κοινωνία των ατόμων

ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
 
Kiafa, Λάδι και ακρυλικό σε ξύλο, 20 x 20εκ., φωτ. Νίκος Αλεξόπουλος
Τα αριστερά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη ήλθαν στο φως μέσα σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, σε αυτήν της καθιέρωσης της καθολικής ψηφοφορίας. Βεβαίως, πολιτικές συσσωματώσεις υπήρξαν και πριν, αλλά δεν είχαν τα  χαρακτηριστικά των σημερινών μαζικών κομμάτων. Οι λέσχες των Ιακωβίνων, για παράδειγμα, υπήρξαν κυρίως λέσχες «ζύμωσης», όπως θα λέγαμε σε μια γλώσσα σημερινή, χωρίς να διαθέτουν τους μηχανισμούς υλοποίησης των όποιων αποφάσεων τους.
Γεννήματα, λοιπόν, εκείνης της ιδιαίτερης κατάστασης που δημιούργησε η υλοποίηση του αιτήματος για πολιτική ισότητα μέσα από την καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας, καλούνταν, εξ ορισμού, ως κόμματα της Αριστεράς, να αγωνιστούν για την επίτευξη της οικονομικής και κοινωνικής ισότητας.  Τα αριστερά κόμματα από γεννησιμιού τους έφερναν το στίγμα της ισότητας, σε όλες τις πτυχές της, και γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο το ότι το θέμα της ισότητας στο εσωτερικό τους, αποτέλεσε διαρκές θέμα προβληματισμών. Εφόσον ήταν γεννήματα της ισότητας και επαγγέλονταν την εμβάθυνση της ισότητας, ήσαν πρώτα απ’ όλα υποχρεωμένα να την κάνουν πράξη στην εσωκομματική τους ζωή.  Σχετικά με το θέμα της πραγμάτωσης της δημοκρατίας μέσα στο κόμμα γεννήθηκαν πολλοί προβληματισμοί, οι οποίοι είτε ήσαν αμιγώς πολιτικοί και προέρχονταν από ανθρώπους όπως η Λούξεμπουργκ, η Κολλοντάι, ο Σορέλ, ο Μακάισκι (Jan Waclav Makhaïski) κ.ά., είτε ήσαν επιστημονικοί ή επιστημονικοφανείς και διατυπώθηκαν κυρίως από τον Βέμπερ και τον προστατευόμενό του για κάποιο διάστημα, Μίχελς.
Όλες και όλοι οι παραπάνω παρά τις σημαντικές, σημαντικότατες διαφορές τους μοιράζονταν την εξής διαπίστωση: η πολυπλοκότητα των νεωτερικών κοινωνιών απαιτούσε και πολύπλοκους  χειρισμούς που μόνον εξειδικευμένα στελέχη μέσα στο κόμμα, μπορούσαν να τους φέρουν σε πέρας. Αυτά τα εξειδικευμένα στελέχη, που κάποιοι τα ονόμασαν διανοούμενους και κάποιοι άλλοι γραφειοκράτες, είχαν την τάση να δημεύουν την εξουσία της εργατικής βάσης των σοσιαλιστικών κομμάτων. Για κάποιους η τάση αυτή αποτελούσε έναν κίνδυνο που απειλούσε τα εξισωτικά χαρακτηριστικά των σοσιαλιστικών κομμάτων (Κολλοντάι), για κάποιους άλλους, έναν αναπότρεπτο νόμο της εξέλιξης των κοινωνιών (Βέμπερ). Ο τόνος μπορεί να ήταν καταγγελτικός (Σορέλ) ή διαπιστωτικός (Μακάισκι) ή, τέλος, αναλυτικός (Μίχελς), όλοι όμως μοιράζονταν την πρόγνωση ότι τα στελέχη των κομμάτων, και ιδιαίτερα τα υψηλόβαθμα, όσο ευγενείς και να ήταν οι προθέσεις τους, υπήρχε κίνδυνος να αποτελέσουν ή θα αποτελούσαν στα σίγουρα, ολιγαρχίες που θα νέμονταν την λαϊκή εξουσία ακυρώνοντας το όραμα του σοσιαλισμού εν τη γενέσει του.

Οι προβληματισμοί αυτοί παρότι γεννήθηκαν κυρίως στις αρχές του εικοστού αιώνα, τουλάχιστον στις πιο σημαντικές διατυπώσεις τους, θα διαπεράσουν ολόκληρο τον εικοστό αιώνα και θα φτάσουν μέχρι τις μέρες μας. Οι γραφειοκράτες του κόμματος, όρος που σιγά-σιγά θα εξαλείψει τον όρο «διανοούμενοι», θα εκθρέψουν μια ολόκληρη φιλολογία αρκετά ευμεγέθη ακόμα και αν παραλείψει κανείς, όπως έχω κάνει μέχρι τώρα, τη σημαντική αναρχική παράδοση. Σημαντικότερο όμως είναι, ότι θα εκθρέψουν την πολιτική κριτική απέναντι στα κόμματα της Αριστεράς.
Αφορμή για την παραπάνω σχηματική παρουσίαση της συζήτησης αυτής αποτέλεσαν μια σειρά πρόσφατα κείμενα που τα γέννησε η συγκυρία των ευρωεκλογών. Στα κείμενα αυτά γίνεται λόγος για την έντονη παρουσία επικοινωνιολόγων στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τις ευρωεκλογές[1]. Θα μπορούσε εκκινώντας κανείς από αυτό, να αναρωτηθεί αν οι επικοινωνιολόγοι αποτελούν εν δυνάμει τον καινούργιο κίνδυνο που αντικαθιστά αυτόν των γραφειοκρατών.
Καταρχάς, ο κίνδυνος αυτός δεν αφορά μόνον τον ΣΥΡΙΖΑ και ακόμη περισσότερο δεν αποτελεί μόνον ελληνικό φαινόμενο. Η ολοένα και πιο ισχυρή παρουσία στη ζωή των κομμάτων γενικότερα αλλά και αυτών της αριστεράς ειδικότερα, ανθρώπων που  έχοντας απεμπολήσει την κριτική λειτουργία των διανοουμένων, έχουν επικεντρωθεί αποκλειστικά στη διάχυση του πολιτικού «μηνύματος» έχει επισημανθεί, στην  Ευρώπη τουλάχιστον, ως γενικευμένη τάση της πολιτικής ζωής, ήδη από τη δεκαετία του 80[2]. Οι επικοινωνιολόγοι είναι αναγκαστικά επιδερμικοί στην ανάλυση τους, εφόσον εκείνο που τους ενδιαφέρει δεν είναι ούτε οι βαθιές διεργασίες των κοινωνιών στις οποίες απευθύνονται, ούτε το περιεχόμενο του μηνύματος το οποίο εκπέμπεται, αλλά απλώς και μόνο η συμβατότητα  του μηνύματος με μια κοινωνία την οποία θεωρούν λίγο-πολύ ως δεδομένη. Ο λόγος που επεξεργάζονται δεν είναι κριτικός, εφόσον δεν θέλει να αλλάξει τίποτε, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να είναι «πετυχημένος».
Επιπλέον, οι επικοινωνιολόγοι σε αντίθεση με τους γραφειοκράτες, είναι αόρατοι. Οι γραφειοκράτες, παρότι δεν επιτρέπεται καμία νοσταλγία για την τύχη τους, μπορεί να δήμευαν την εξουσία που ανήκε στη βάση, αλλά ήσαν με κάποιο τρόπο παρόντες. Είχαν τη δυνατότητα να ακούσουν τους «από κάτω» και να λάβουν σε κάποιο βαθμό υπόψη τους, τις προσδοκίες τους. Και κάτι πολύ πιο σημαντικό, το δικό τους το μήνυμα σεβόταν σε ένα βαθμό τους κανόνες του ορθού λόγου ενώ το μήνυμα των επικοινωνιολόγων απευθύνεται στο θυμικό των ανθρώπων, και γι’ αυτό τις περισσότερες φορές εκφράζεται με εικόνες. Οι γραφειοκράτες απευθύνονταν στην κοινωνία της γνώσης, ενώ οι επικοινωνιολόγοι στην κοινωνία του θεάματος (Ντεμπόρ) και της διασκέδασης (Πόστμαν).
Πίσω όμως από την μεταλλαγή αυτή, το πέρασμα, δηλαδή, της κυριαρχίας από τους γραφειοκράτες στους ειδικούς της επικοινωνίας κρύβεται μια κυριολεκτικά ανθρωπολογικού χαρακτήρα αλλαγή, με την οποία, πρέπει, επιτέλους, η Αριστερά να λογαριαστεί: το πέρασμα από την κοινωνία των μαζών στην κοινωνία των ατόμων. Η αόρατη παρουσία των επικοινωνιολόγων γίνεται επιτρεπτή, εφόσον οι οργανώσεις βάσης των κομμάτων της Αριστεράς υπολειτουργούν ή ερημώνονται. Η απουσία των ορατών κάνει δυνατή την παρουσία των αοράτων. Η σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση του σύγχρονου ατόμου με τα οίκου του αφήνει τον δημόσιο χώρο, εφόσον τέτοιος θα υπάρχει πάντα, να τον νέμονται αποκλειστικά αυτοί οι πολύ λίγοι, που στην ουσία δεν ενδιαφέρονται να αλλάξει τίποτα.
Κατά συνέπεια το να τα βάζεις αποκλειστικά με τους επικοινωνιολόγους είναι σαν να νομίζεις ότι καταπολεμάς  το πρόβλημα διώχνοντας τον καπνό αλλά αφήνοντας τη φωτιά να καίει. Αν η Αριστερά δεν επιλύσει το πρόβλημα του ατομικισμού, πρόβλημα υπερβολικά δύσκολο, δεν μπορεί να προσδοκά τίποτε. Η Αριστερά των μαζών που γνωρίσαμε, θα δώσει αναπόφευκτα τη θέση της στην Αριστερά των προσωπικοτήτων. Αν, τώρα, οι «προσωπικότητες» αυτές είναι γραφειοκράτες ή επικοινωνιολόγοι έχει ασφαλώς τη σημασία του, μόνον που η σημασία αυτή είναι κατά πολύ υποδεέστερη  της σημασίας που έχει η ενεργή παρουσία των μαζών στην προσπάθεια να επικρατήσει η ισότητα στις κοινωνίες μας. Και γι’ αυτό το τελευταίο δεν νομίζω ότι χρειάζεται κανείς να επιχειρηματολογήσει σε μια εφημερίδα της Αριστεράς.

Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος διδάσκει Πολιτική Θεωρία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

[1] Βλ. ανάμεσα στ’ άλλα: Π. Κλαυδιανός & Χ. Γεωργούλας, «Ευρωεκλογές Μαΐου 2014: Ιστορική τομή η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ», Η Εποχή, 1 Ιουνίου 2014, Μ. Αλεβιζοπούλου & Α. Ζενάκος, «Το ανησυχητικό ρήγμα του ΣΥΡΙΖΑ», Unfollow, 30, Ιούνιος 2014, σ. 48-49 και βέβαια το κείμενο των 53 «Από τη νίκη στην ανατροπή: Για τις εκλογές και την επόμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ».
[2] Βλ για παράδειγμα: François Cusset, La décennie. Le grand cauchemar des années 1980, Επανεκτύπωση [1η έκδοση: 2006], Παρίσι: La Découverte, 2013, σ. 239-261 & Enzo Traverso, Où sont passés les intellectuels? Παρίσι: Textuel, 2013. σ. 51-52.

1 σχόλιο:

Crisis and Critique είπε...

Το παράδοξο της δημοκρατίας και η κρίση στην Ευρώπη
του Ιβαν Κράστεφ (Βουλγαρία)
http://aftercrisisblog.blogspot.com/2014/08/blog-post.html