22/3/14

Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον…

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε.
Των ποιητών το βλέμμα είν' οξύτερον.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ, Η ανάγνωση του Καβάφη, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 216
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Αποκηρυγμένα. Ποιήματα και μεταφράσεις (1886-1898), φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 144

Λάδι σε μουσαμά, κολλαζ, 170x120 
Τελικά, το έτος Καβάφη αποδεικνύεται ιδιαίτερα γόνιμο, ίσως και γιατί μας προέκυψε νηφάλια παραγωγικό. Αν μάλιστα δεν είχε συμβεί η φασαρία που προκάλεσε η ιδεολογική χρήση των στίχων του επί των τρόλεϊ της Αθήνας, το έτος Καβάφη θα είχε ολοκληρωθεί «ανεπαισθήτως», χωρίς τα συνήθη ταρατατζούμ, με ενδιαφέρουσες εκδόσεις και αρκετές, επίσης ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, που έλαβαν χώρα σε άπειρα σημεία της επικράτειας. Εκδόσεις και εκδηλώσεις που δεν διεκδίκησαν την από καιρό κούφια καβαφική φιλολογική «αυθεντία», ενώ συνήθως δεν προέταξαν την αυθαιρεσία της όποιας πολιτισμικής ή άλλης «διαφοράς», αλλά διεκδίκησαν την ποίηση και την πνευματική στάση του Καβάφη ως στοιχείο του παρόντος. (Ακόμα και η Επιτροπή Καβάφη του Υπουργείου Πολιτισμού, διά της αδρανείας της, βοήθησε σ’ αυτό...)
Η ανά χείρας συλλογή δοκιμίων του Δ. Δημηρούλη έρχεται να ψαύσει μια σειρά από ερεθιστικά γόνιμα ζητήματα που εγείρει το καβαφικό έργο, στην προοπτική και στο πνεύμα που περιέγραψα μόλις πριν. Για παράδειγμα, ένα από τα δοκίμια που συνθέτουν τον τόμο αφορά το ζήτημα της γλώσσας. Ζήτημα κεντρικό στην καβαφική ποίηση, αφού στην εποχή που ο Καβάφης γράφει τα ποιήματά του «το γλωσσικό» βρίσκεται στο απόγειό του και οι ποιητές καλούνται, σχεδόν εκβιαστικά, να λάβουν σαφή θέση, υπέρ της καθαρεύουσας ή υπέρ της δημοτικής. Η απάντηση του Καβάφη είναι κι εδώ η αναμενόμενη. Δηλαδή, υπέρ της ποίησης.

Όπως σημειώνει ο Δημηρούλης, «Ο Καβάφης, όπως όλοι οι σπουδαίοι ποιητές, είχε μεγάλη έγνοια για τη γλώσσα. Η έγνοια αυτή δεν περιοριζόταν μόνο στην αγωνιώδη διαμόρφωση του ποιητικού μέσου – πράγμα αυτονόητο για έναν τεχνίτη του λόγου που αναζητούσε την ξεχωριστή προσωπική έκφραση (...) καλλιεργούσε αδιάκοπα τη γλωσσική του παιδεία και, επιπλέον, εντρυφούσε σε ειδικά θέματα τα οποία συνήθως αφήνουν αδιάφορους τους ποιητές».
Αυτή την τελευταία διαπίστωση μπορώ να τη βεβαιώσω, με την εικόνα που έχω από τις εκδιδόμενες στις μέρες μας ποιητικές συλλογές, όπου όντως η γλωσσική παιδεία και η θεωρία της γλώσσας δεν φαίνεται να απασχολούν παρά ελάχιστους, και δεν αναφέρομαι μόνο στη μεγάλη μάζα, αλλά και σε εκείνους που προτάσσουν είτε την (πολυτονική...) καλλιέπεια της γλώσσας τους είτε την επιλεκτική ατημελησία της. 
Τα σημερινά ερωτήματα είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα της εποχής του Καβάφη. Εξέλιπε βέβαια η διαμάχη περί του γλωσσικού, η δε επικράτηση της δημοτικής είναι πλέον δεδομένη στον κοινό λόγο, προφορικό και γραπτό, όμως η γλώσσα, για την τέχνη του λόγου, ποτέ δεν είναι δεδομένη. Ο κάθε συγγραφέας επιλέγει τη γλώσσα του, κι αν είναι σημαντικός και άξιος λόγου, δημιουργεί τη δικιά του εκδοχή. Πώς γίνεται αυτό; Κατ’ αρχήν, όπως σημειώνει ο Δημηρούλης, με την καβαφική παραδοχή ότι γλώσσα και ύφος δεν ταυτίζονται. Ως βασικό στοιχείο όμως του ύφους, η γλώσσα δεν είναι ένα αδιάφορο «όχημα». Κι εδώ, στο πεδίο της ποίησης, ακόμα και η διάκριση δημοτικής και καθαρεύουσας κρίνεται με άλλες προκείμενες. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι ο ίδιος ο Καβάφης είχε επαινέσει τον Γ. Στρατήγη, που έγραφε σε καθαρεύουσα, η οποία όμως ήταν «εκφραστική και πλουσία», όταν μάλιστα «γίνεται χρήσις αυτής με τόσην χάριν και τελειότητα οι δυσκολότεροι κριταί επηρεάζονται».
Αυτά τα ερωτήματα αντιμετώπισε δραστικά ο Καβάφης, και τα επισημαίνει ο Δημηρούλης: «Οι λογοτεχνικές δοκιμές του, πριν κατακτήσει την ποιητική του ταυτότητα στις αρχές του 20ού αιώνα, αποδεικνύουν ότι η καθαρεύουσα του 19ου αιώνα κυριαρχούσε, μερικές φορές ασφυκτικά, στη γραφή του. Όταν όμως βρήκε το δρόμο του στην τέχνη, λύθηκε αυτόματα και το πρόβλημα της γλώσσας. Αυτό που ονομάζεται ‘καβαφικό ιδίωμα’ δεν είναι τίποτε άλλο από την ‘κατασκευή’ καινούριου ποιητικού λόγου, που προϋποθέτει τη συνάντηση της λογιοσύνης με την εμπειρία της καθομιλουμένης». 
Οι φανατικοί της γλωσσικής ορθοδοξίας, ένθεν και ένθεν, επέκριναν το έργο του Καβάφη, με μόνο κριτήριο τη γλώσσα του. Αδιαφορώντας έτσι για την ποιητική υπόσταση του έργου του, αλλά, ακόμα και στο γλωσσικό επίπεδο, για την αγκύρωση της ποίησής του στην κοινή νεοελληνική, δηλαδή στη γλώσσα που μιλούσαν τα μεσαία αστικά στρώματα της πόλης, στην οποία γλώσσα είχαν βέβαια πρόσβαση και τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα. Γεγονός που με τη σειρά του αποτέλεσε μια ασφαλή προϋπόθεση για τη λειτουργικότητα της ποίησης του Καβάφη, όπως άλλωστε και του Καρυωτάκη, μέχρι τις μέρες μας.
   Αλλά αγκύρωση δεν σημαίνει ταύτιση. Η ανοικείωση της καβαφικής ποίησης διαπιστώνεται όχι μόνο στο γλωσσικό ιδίωμα που κατασκευάζει, με τον ενοφθαλμισμό στοιχείων της καθαρεύουσας στο τυπικό της δημοτικής, αλλά τελικά το ποιητικό καβαφικό ιδίωμα είναι ανοίκειο και για τα μεσαία αστικά στρώματα της πόλης. Η γλώσσα του Καβάφη δεν είναι «αυτή που μιλιέται», ούτε «αυτή που γράφεται», από τα συγκεκριμένα στρώματα, αλλά είναι η γλώσσα των ποιημάτων του, η οποία όμως λειτουργεί στο γλωσσικό αισθητήριο αυτών των κοινωνικών κατηγοριών.
Σήμερα, που ο «γλωσσικός εφιάλτης» εκείνης της εποχής δεν υφίσταται, η γλώσσα της ποίησης αντιμετωπίζει τα ίδια ερωτήματα· όμως, μέσα απ’ το δρόμο του Καβάφη, έχει ένα ολόκληρο φάσμα από επιλογές: μπορεί να συνθέσει άπειρους γλωσσικούς τύπους και ιδιώματα, όταν βέβαια το πρόταγμα είναι μια ποιητική ουσιωδώς πολυφωνική, που θα αφίσταται των κυρίαρχων, μονολογικών και μονότροπων.
Ας τελειώσουμε έτσι, ανεπαισθήτως, αυτές τις σκέψεις, με αφορμή το βιβλίο του Δημηρούλη, μη έχοντας αγγίξει καν τα υπόλοιπα δοκίμια που το αποτελούν. Ο Καβάφης μας το έμαθε αυτό. Άλλωστε, το βιβλίο περιλαμβάνει κείμενα μιας τριακονταετίας, δείχνοντας, με ανάλογο τρόπο, ότι και οι απόψεις κάπως έτσι συγκροτούνται μέσα στο χρόνο, δηλαδή έξω από την επικαιρικότητα και τις προβλέψιμες κορώνες.
Ας αφήσουμε στη μοναχική γραφικότητά τους όσους επιχειρούν εναγωνίως, και ανεπιτυχώς, να ανεγείρουν κάποιο ελληνοκεντρικό ή κάποιο ομοφυλοφιλικό, ή και κάποιο απλουστευτικά πολιτικό φάντασμα του Καβάφη στη θέση του ποιητή. Αυτά είναι πολύ παλιά έργα, πολυπαιγμένα μέσα στην καβαφική φιλολογία. Η επικαιρότητα του Καβάφη, η δραστικότητά του, η γονιμότητά του, αναφύονται συνεχώς, από τόσους άλλους δρόμους, σε τόσες και τόσες γενιές, σε τόσες και τόσες γλώσσες.
***
Η επανεκτύπωση από τον Ίκαρο των Αποκηρυγμένων του Καβάφη έρχεται να θέσει ένα σημαντικό εκδοτικό πρόβλημα του καβαφικού έργου. Απ’ τη στιγμή που η καβαφική φιλολογία, αλλά και το αναγνωστικό κοινό, έχει εντάξει και αυτά τα ποιήματα στο σώμα του καβαφικού έργου, προς τι η (τόσο φορτισμένη) διάκρισή τους και η συνεχιζόμενη ξεχωριστή έκδοση; Δεν είναι πια καιρός, όλα τα ποιήματα του Καβάφη να αποτελέσουν ένα σώμα; Μαζί, φυσικά, με τις λιγοστές μεταφράσεις του.
Εδώ όμως θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν φέρει την ευθύνη ο εκδοτικός οίκος Ίκαρος· δεν υποχρεούται να λύσει αυτός το πρόβλημα. Αντίθετα μάλιστα, η εκδοτική φροντίδα του Ίκαρου είναι παροιμιώδης και θα πρέπει να αναγνωριστεί η ουσιαστική συμβολή του στην τύχη του καβαφικού έργου, όπως βέβαια και στη διαμόρφωση του νεοελληνικού ποιητικού χάρτη.
Το ζητούμενο βέβαια παραμένει η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Καβάφη. Ναι, αλλά τι γίνεται με τη θέληση του ίδιου του ποιητή, αφού αυτός επέλεξε τον κανόνα των 154 ποιημάτων του; Πώς θα περιληφθούν μαζί τα πάντα; Πρακτικά, αυτό λύνεται με τη διάκριση και τον σχολιασμό της κάθε ομάδας ποιημάτων, από τον επιμελητή. Θεωρητικά όμως, το ζήτημα έχει λυθεί από τον ίδιο τον Καβάφη, με το ποίημα «Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον» (1891).
Σε αυτό το ποίημα, που, όπως σημειώνει ο Γ. Π. Σαββίδης, όντως αποτελεί μια «πρωτότυπη ποιητική σύνθεση», το διάσημο σονέτο του Μπωντλέρ «Correspondances» ενσωματώνεται σε ένα ποίημα του Καβάφη, όπου προτάσσονται καβαφικοί στίχοι, ακολουθούν οι μεταφρασμένοι, και έπονται πάλι καβαφικοί στίχοι. Μάλιστα, όσον αφορά τους μεταφρασμένους, ο Καβάφης δεν «σέβεται» και δεν ακολουθεί τη φόρμα του σονέτου, στην οποία είναι γραμμένο το μπωντλερικό ποίημα. Δηλαδή, ο Καβάφης οργανώνει επιμελώς την πλήρη οικειοποίηση του «πρωτοτύπου», εγείροντας («πρώιμα» κι αυτός, για τη φιλολογική μακαριότητά μας...) μείζονα θεωρητικά ζητήματα. Όμως, ο Γ. Π. Σαββίδης, που επιμελήθηκε τον ανά χείρας τόμο, δεν αντελήφθη τίποτα απ’ αυτά, κι έτσι «κουρεύει» τους καβαφικούς στίχους και περιλαμβάνει μόνο τους μεταφρασμένους μπωντλερικούς, εντάσσοντας μάλιστα το εναπομένον ποίημα στις καβαφικές μεταφράσεις... Βέβαια, λανθανόντως καταφάσκει στην πλήρη ενσωμάτωση των Αποκηρυγμένων στο σώμα του καβαφικού έργου, αφού κι αυτό το βιβλίο τελικά στον Καβάφη χρεώνεται: Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Αποκηρυγμένα. Ποιήματα και μεταφράσεις (1886-1898). Αλλιώς, το βιβλίο θα έπρεπε να επιγράφεται: Γ. Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, «Αποκηρυγμένα» ποιήματα και μεταφράσεις του Κ. Π. Καβάφη (1886-1898)...


Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον
Τ' αρώματα μ' εμπνέουν ως η μουσική,
ως ο ρυθμός, ως οι ωραίοι λόγοι,
και τέρπομαι οπόταν εν αρμονικοίς
στίχοις ο Βωδελαίρος ερμηνεύει
όσα απορούσα η ψυχή και ασαφώς
αισθάνετ' εν αγόνοις συγκινήσεσιν.


«Είναι ναός η Φύσις όπου ζωνταναί
στήλαι συγκεχυμένας λέξεις κάποτε
εκφέρουσιν. Ο άνθρωπος εκεί περνά
μέσω πυκνών δασών συμβόλων, άτινα
με βλέμματα οικεία τον παρατηρούν.


»Ως παρατεταμμέναι σμίγουσιν ηχοί
από μακράν εν μια ενώσει ζοφερά,
εν μια ενώσει ως το σκότος αχανεί
και ως το φως, ούτω ανταποκρίνονται
τα χρώματα, οι φθόγγοι, και τ' αρώματα.


»Υπάρχουν ευωδίαι ως το δέρμα των
παιδίων δροσεραί· γλυκείαι ως αυλοί·
πράσιναι ως λειμώνες.


                    »Άλλαι πλούσιαι
είναι, διεφθαρμέναι, θριαμβευτικαί·
ορμάς του πνεύματος και των αισθήσεων
υμνούσαι· την διάχυσιν κατέχουσαι
πραγμάτων απεράντων - ως η άμβαρις,
ο μόσχος, και ο στύραξ, και το λίβανον.»


Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε.

Των ποιητών το βλέμμα είν' οξύτερον.

Οικείος κήπος είν' η φύσις δι' αυτούς.


Εν παραδείσω σκοτεινώ οι άνθρωποι
οι άλλοι ψηλαφώσι δρόμον χαλεπόν.
Κ' η μόνη λάμψις ήτις κάποτ' ως σπινθήρ
εφήμερος φωτίζει της πορείας των
την νύκτα, είναι σύντομός τις αίσθησις
μαγνητικής τυχαίας γειτνιάσεως -
βραχεία νοσταλγία, ρίγος μιας στιγμής,
όνειρον ώρας της ανατολής, χαρά
αναίτιός τις αιφνιδίως ρέουσα
εν τη καρδία κ' αιφνιδίως φεύγουσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: