23/11/13

Το βίωμα της απώλειας

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Κατερίνα Χρηστίδη, Σταμάτησαν, συνέχισαν, τρεμούλιασαν,
ξανασταμάτησαν, κινήθηκαν,
 σχέδια με κάρβουνο  σε τοίχο,
από την 4η Μπιενάλε της Αθήνας AGORA
ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΛΟΥΚΑΣ, Θέλω το σώμα μου πίσω, ποιήματα,  εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 31

Πού απευθύνει ετούτη την καθαυτό δραματική του έκκληση ο Αργύρης Παλούκας; Σε ποιά αρχή που τον ακούει ή δεν τον ακούει; Σε ποιά δύναμη που κρατάει το σώμα του λάφυρο ή αιχμάλωτο από κάποιο παιχνίδι που έχασε και που γι’ αυτό τώρα δεν του το επιστρέφει; Ό,τι κι αν υποθέσουμε η κυριολεξία της έκκλησης, του αιτήματος είναι μια: όχι ότι το σώμα απουσιάζει αλλά ότι δεν ανήκει στην περσόνα του ποιητή, δεν είναι δικό της και συνεπώς είναι χωρισμένο από αυτήν σαν σκιά ή σαν φάσμα ή σαν είδωλο, κάτι που είναι ακόμα πιο συγκλονιστικό ως αίσθηση στέρησης και απώλειας. «Με την ψυχή μου μένουμε πια χωριστά,/ στην ίδια πόλη./ Με καλεί διαρκώς στο τηλέφωνο κλαίγοντας/ και ζητώντας πίσω τη βροχή που της έκλεψαν» (σ. 12) Ο λόγος του Αργύρη Παλούκα (γεν. 1975) χωρίς περιστροφές, όχι μόνο στα ποιήματα τού Θέλω το σώμα που πίσω αλλά και σ’ εκείνα των άλλων δυο προηγούμενων συλλογών του, κατευθύνεται χωρίς πολλές γενικολογίες στο ένα και μοναδικό ουσιώδες: την ψαύση και απεικόνιση του βιώματος της απώλειας, ιδωμένου μέσα από διάφορες προοπτικές.
Άλλοι ποιητές, ακόμα και της γενιάς του, προτιμούν να περιγράφουν και να αποδίδουν το βιωματικό γεγονός μέσα από διάφορα κάτοπτρα συναισθημάτων, ενίοτε μέσα από έναν πλεονασμό λυρικών συμβόλων∙ στον Παλούκα (ή μάλλον στους ποιητές που το επιθυμητό τους έχει ανάγκη από ελάχιστα, στοιχειώδη αλλά ουσιώδη για την ύπαρξη χρειαζούμενα) οι διαπιστώσεις γίνονται με μια γλώσσα ασκητική, τραχειά, επιτούτου αστόλιστη. Η ελαχιστοποίηση του φάσματος των επιθυμητών που περιβάλλουν τον ποιητή (όχι βέβαια την ένταση των επιθυμιών του), έτσι όπως περιγράφεται στα ποιήματα αυτά, θα έλεγα ότι τείνει προς μια αρχετυπική αντίληψη της μοναδικής ζωής. Η ζωή είναι μια, το κάθε σώμα ως φυσικό λειτουργικό συμβάν μοιάζει μ’ ένα άλλο σώμα, αλλά και δεν είναι το ίδιο, γιατί πάνω στο κάθε σώμα χτίζεται μια ξεχωριστή ατομικότητα. Η κατάκτηση της πληρότητας λοιπόν είναι δύσκολη αλλά συνάμα και απλή. Ακόμα και όταν (ή ιδίως όταν) ο Παλούκας αναφέρεται με κάθε ρεαλιστική λεπτομέρεια στο απόλυτο ένα που κουβαλάει πάνω του την ύπαρξη, με άλλα λόγια το σώμα, ο λόγος του όχι τυχαία είναι πληθυντικός. Σε πολλά από τα ποιήματά του μιλάει εν παραβολαίς, όπως κάποιος που θέλει να δείξει το απολύτως αυτονόητο που όλοι το γνωρίζουμε μα αποφεύγουμε να το παραδεχθούμε - γιατί νομίζουμε ότι τα απλά είναι δυσερμήνευτα.

«Μόνη μας έγνοια που ισιώνει λίγο ο βράχος/ για να απλώσουμε πάνω το σώμα. Σπίτι μας όλο κι όλο μια πετσέτα,/ που το χαλάμε και το ξαναφτιάχνουμε σαν παραζαλισμένοι από χαρά/ για όσα θέλουμε να προλάβουνε τα μάτια».
Μια λοξή περιγραφή που, όπως βλέπουμε, αρκείται αυστηρά στα εντελώς απαραίτητα (κάτι ανάλογο με την τέχνη που την ονόμαζαν arte povera), έτσι ώστε να μπορέσει ο ποιητής να ταυτίσει στις παραβολικές του εικόνες την ύπαρξη και το σώμα, τον ορίζοντα του κόσμου και τον ορίζοντα της ζωής. Κάτι τελευταίο: να σταθώ πολύ λίγο στο στίγμα του Παλούκα˙ στο ότι κατόρθωσε πολύ σύντομα, μ’ ένα βλέμμα άλλοτε λυπημένο άλλοτε ειρωνικό, να φτιάξει τη δική του άρθρωση, τη δική του φωνή, διαλέγοντας ίσως εξ ιδιοσυγκρασίας να μιλήσει για τα όσα απολύτως απαραίτητα χρειαζόμαστε για ν’ αντέξουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: