25/10/13

Κινηματογράφος και δημόσια ψυχαγωγία

Φασισμός και ιταλική κατοχή στη Σύρο

ΤΗΣ SEILA LECOEUR

Στην Ιταλία η πολιτιστική πολιτική για τον κινηματογράφο στόχευε στην οικοδόμηση της συναίνεσης για τον φασισμό. Σύμφωνα με τον Τσιάνο, η δημιουργία εθνικής λαϊκής κουλτούρας θα «συνελάμβανε την ουσία» του ιταλικού λαού δεσμεύοντας και ενώνοντας τους πάντες. Από το 1937 συντελέστηκε αλλαγή πολιτικής, με τη χρησιμο­ποίηση του κινηματογράφου στην προσπάθεια να δημιουργηθεί μια νέα φασιστική κουλτούρα, και ο Γκιουζέπε Μποτάι πίστευε ότι η κουλτούρα θα ήταν «το πολυτιμότερο πολεμικό όπλο της Ιταλίας». Όμως ο κρατικός έλεγχος της κινηματογραφικής βιομηχανίας δεν έφθασε ποτέ στο επίπεδο του ελέγχου τον οποίο ασκούσε ο Γκαί­μπελς στη Γερμανία, ενώ οι Ιταλοί εξακολουθούσαν να βλέπουν ξέ­νες ταινίες παρά την επίσημη καταδίκη των χολιγουντιανών αξιών.
Η επιλογή των ταινιών για τη Σύρο μοιάζει αρκετά τυχαία. Ο Ντούκα παραπονιόταν ότι τον πρώτο χρόνο ήταν αδύνατο να προ­μηθεύονται ταινίες από την Ιταλία, με εξαίρεση μερικές στραπατσαρισμένες κόπιες ντοκιμαντέρ Luce που στάλθηκαν από τη Ρόδο. Τους πρώτους τρεις μήνες παίχτηκαν πολλές γαλλικές και ξένες ται­νίες (συχνά ντουμπλαρισμένες στα γαλλικά), οι περισσότερες από τις οποίες πρόσφεραν μάλλον ψυχαγωγία, παρά περιείχαν κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό μήνυμα. Η λογοκρισία του τμήματος «Ρ» της στρατιωτικής διοίκησης ήταν χαλαρή, επιτρέποντας την προβο­λή αγγλικών ή αμερικανικών ταινιών, όπως της ταινίας «Βασίλισσα Χριστίνα», που είχε μαύρους και λευκούς ηθοποιούς και ο σκηνοθέ­της της ήταν εβραίος. Όμως παίχτηκε και η προπαγανδιστική ταινία «Σκιπίων ο Αφρικανός», η οποία εξιδανίκευε το μεγαλείο της ρωμαϊ­κής αυτοκρατορίας στην Αφρική. Δυστυχώς, δεν έχει καταγραφεί πώς αντέδρασαν οι κάτοικοι της Σύρου στην εξύμνηση της αυτο­κρατορίας ή πώς αντιλαμβάνονταν σύμβολα όπως ο φασιστικός «νέος άνθρωπος» που προβάλλονταν στις πολεμικές ταινίες.

Στην πραγματικότητα, πολλές ιταλικές ταινίες που είχαν γυρι­στεί στη φασιστική Ιταλία απομιμούνταν χολιγουντιανά θέματα και ασυνείδητα υιοθετούσαν ακόμη και μερικές χολιγουντιανές αξίες. Αυτές οι ταινίες ήταν συχνά χωρίς νόημα έξω από το ιταλικό πλαί­σιό τους, και πιθανόν οι ντόπιοι θεατές δεν αντιλαμβάνονταν τα συ­γκεχυμένα ιδεολογικά μηνύματά τους. Οι κριτικές για τις επιπτώ­σεις τις οποίες έχει ο καταναλωτισμός στις γυναίκες, για παράδειγ­μα, ήταν εντελώς παράταιρες στη Σύρο. Οι ταινίες για τα «κορίτσια που ψωνίζουν συνεχώς», όπως η ταινία «Grandi Magazzini» του Μά­ριο Καμερίνι, οι οποίες συνέδεαν τις παγίδες της σεξουαλικής ελευ­θερίας με τις παγίδες του καταναλωτισμού, δεν μπορούσαν να ση­μαίνουν και πολλά πράγματα για τις πεινασμένες γυναίκες της Σύ­ρου, για τις οποίες ήταν απλώς και μόνο ένα μέσο φυγής στον κόσμο της φαντασίας. Δύο άλλες κοινωνικές κωμωδίες, «Il signor Max» και «Batticuore» του Καμερίνι, ενσάρκωναν επίσης τα αντιφατικά ηθικά θέματα της σύγκρουσης ανάμεσα στις παλιές και τις «σύγχρονες» αξίες ή την αντιπαράθεση της σεξουαλικής καταπίεσης και του εκ­συγχρονισμού, που ενδιέφεραν τους φασίστες σκηνοθέτες. Η ται­νία «Casta diva», του σκηνοθέτη του «Σκιπίωνα», Καρμίνε Γκαλόνε, συ­νιστούσε τη γυναικεία σεμνότητα στον ανήθικο κόσμο των αστέρων του κινηματογράφου, αλλά πιθανόν είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού ο κόσμος του κινηματογράφου τον οποίο παρουσίαζε έμοιαζε ελκυστικός. Αν όχι τίποτε άλλο, οι ταινίες «telephono bianco», με τον πολυτελή και μοντέρνο διάκοσμο, ήταν μάλλον ένα μέσο φυγής από την πραγματικότητα, για ένα κοινό που στερούνταν την ευημε­ρία και την προσωπική ευτυχία. Οι κωμωδίες τουλάχιστον έκαναν το κοινό να γελά και η προβολή μερικών ταινιών, όπως της Casta di­va, επαναλήφθηκε, γεγονός που δείχνει ότι ο κινηματογράφος ήταν δημοφιλής και, όπως φαίνεται, είχε «μεγάλο κοινό».
Είναι απίθανο να επηρεαζόταν συναισθηματικά το ελληνικό κοι­νό από τις φασιστικές ταινίες. Ακόμη και στην Ιταλία η επιρροή του φασισμού στον κινηματογράφο απέρρεε το πιθανότερο από τη «γε­νική παθητικότητα» που είχε επιβληθεί στην πολιτιστική ζωή για πάνω από δύο δεκαετίες. Κατά τη γνώμη ενός ντόπιου παρατηρητή, οι κάτοικοι της Ερμούπολης ήταν κοσμοπολίτες, γλωσσομαθείς και «εξοικειωμένοι με τα πνευματικά ρεύματα της δυτικής Ευρώπης» για να εξαπατηθούν από τις φασιστικές ταινίες, μολονότι αυτός ο παρατηρητής υπανισσόταν ότι οι ιταλικές και γερμανικές ταινίες επικαίρων μπορεί να επηρέαζαν σε κάποιον βαθμό το κοινό. Πί­στευε επίσης ότι η προβολή της ταινίας «Σκιπίων ο Αφρικανός» ανα­βλήθηκε σχεδιασμένα και πραγματοποιήθηκε έναν μήνα μετά το άνοιγμα του Casa di Dante, για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερο και πιο δεκτικό κοινό. Αν και δεν πρέπει να υπερβάλλουμε την επίδραση την οποία ασκούσε η ασυγκάλυπτη πολιτική πίεση, πιο εκλεπτυσμέ­νες μορφές επηρεασμού, όπως η αίγλη και η έξαψη με τις οποίες η «νέα φασιστική κουλτούρα» ήλπιζε να γοητεύσει το κοινό της, μπο­ρεί να ασκούσαν κάποια έλξη σε εκείνους που στερούνταν κάθε μορφή πολυτέλειας.
Η υποστήριξη την οποία έδιναν οι αρχές κατοχής σε δημόσιες ψυχαγωγικές δραστηριότητες φαίνεται πως στόχευε μάλλον στη διαχείριση της ψυχαγωγίας παρά στη δημιουργία συναίνεσης. Με τα λόγια του Ντούκα, η πρωτοβουλία θα επανέφερε στη «φυσιολογική ζωή» έναν τραυματισμένο ψυχικά πληθυσμό. Τον Μάιο του 1943 εγκρίθηκε το άνοιγμα υπαίθριου κινηματογράφου, με την προϋπόθε­ση ότι θα οργανωνόταν εγκαίρως και θα πλήρωνε ο δήμος.
Στις άλλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες τις οποίες επέτρεπαν οι αρχές κατοχής περιλαμβάνονταν το κολύμπι και το ψάρεμα, αν και το ψάρεμα γινόταν κυρίως για την εξασφάλιση τροφής και όχι για ευχαρίστηση. Οι Ιταλοί έδωσαν μερικές άδειες για «ψυχαγωγικό ψάρεμα», pesca dilettante. To κολύμπι στην περιοχή Νησάκι κο­ντά στο λιμάνι απαγορευόταν, και η παραλία Άμμος δεν θεωρού­νταν κατάλληλη, λόγω της μόλυνσης από πλοία που είχαν κατα­στραφεί στον πόλεμο. Οι τοπικές αρχές πήραν την πρωτοβουλία να ξαναζωντανέψουν την περιοχή κολύμβησης κάτω από τα Βαπόρια, και τον Απρίλιο του 1942 ο Ντούκα έδωσε άδεια να κατασκευαστεί ξύλινη εξέδρα για τους κολυμβητές. Σίγουρα οι Ιταλοί προσπα­θούσαν να στηρίξουν το ηθικό του πληθυσμού με μερικές ψυχαγωγικές δραστηριότητες, αλλά πρωτοβουλίες ευρύτερης κλίμακας, όπως οι συνεταιριστικές οργανώσεις αναψυχής ΟΝD* που υπήρχαν στην Ιταλία, υπερέβαιναν τους περιορισμένους πόρους των δυνάμε­ων κατοχής (μολονότι ΟΝD υπήρχαν στη Ρόδο, όπου γίνονταν όλο και πιο δημοφιλείς). Ωστόσο, η εφημερίδα «Cicladi» υποδείκνυε ότι η ΟΝD υποστήριζε τις τοπικές παραδόσεις, γεγονός που, υπό το φως της προσήλωσης των Ελλήνων στα έθιμά τους, μπορεί να καθιστού­σε τέτοιου τύπου οργανώσεις προσφιλείς στους Έλληνες.
Οι δυνάμεις κατοχής είχαν δίκιο να θεωρούν πως η αποτελεσμα­τικότερη μορφή προπαγάνδας ήταν η πρακτική βοήθεια της Assis­tenza Civile, και κατά συνέπεια η επίδρασή της μειώθηκε όταν οι Ιταλοί είχαν λιγότερα τρόφιμα να προσφέρουν. Μια μειοψηφία δε­λεάστηκε και υιοθέτησε στάση συμμόρφωσης με αντάλλαγμα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά πλεονεκτήματα, τα οποία όμως ήταν πε­ριορισμένα και προκάλεσαν τη μνησικακία όλων όσοι δεν είχαν πρόσβαση σε αυτά.

* Opera Nazionale Dopolavoro = Eθνική Ψυχαγωγική Λέσχη. Δημιουργήθηκε το 1925 με αίτηση των φασιστικών συνδικάτων. (Σ.τ.Μ.)

Από το βιβλίο της Seila Lecoeur, Το νησί του Μουσολίνι. Φασισμός και ιταλική κατοχή στη Σύρο, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μτφρ. Ελένη Αστερίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: