25/10/13

Η συναίνεση της γερμανικής κοινωνίας στο ναζισμό

ΤΟΥ PHILIPPE BURRIN

Πουθενά αλλού όσο στο κοινωνικό πεδίο δεν δελεάστηκαν τόσο οι ιστορικοί για να υπογραμμίσουν την ετερόκλητη φύση των ναζιστικών ιδεολογημάτων, τον συγκεχυμένο χαρακτήρα των επιταγών τους και την υπαγωγή της εφαρμογής τους σε ευκαιριακές αξιώσεις. Τα πράγματα φωτίζονται κάπως, αν προσδιορίσουμε το επίπεδο στο οποίο τοποθετούνται: μεταβολή στη μακρά ή στη βραχεία διάρκεια, στο επίπεδο των δομών ή των αντιλήψεων[i]; Ας διακρίνουμε, για διευκόλυνση, στους στόχους του καθεστώτος δύο συμπληρωματικές πλευρές, από τις οποίες η μία αφορά τη δομή και η άλλη τη συνοχή της κοινωνίας.
Προκειμένου περί της δομικής μεταβολής, πρέπει να ξεκινήσουμε λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την έκταση των ναζιστικών φιλοδοξιών. Μια έκταση μικρότερη, χωρίς αμφιβολία, από ότι σε μια επανάσταση μπολσεβικικού τύπου, καθώς η αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας παραμένει στη βάση του κοινωνικού οικοδομήματος. Αλλά αξιοσημείωτη παρ’ όλα αυτά, καθώς επρόκειτο, υπολογίζοντας σε έναν πληθυσμό σε μεγάλη αύξηση, να ενισχύσει την αγροτιά, να περιορίσει το μέγεθος των μεγάλων πόλεων, να ανασχέσει τη βιομηχανική συγκεντροποίηση. Με άλλα λόγια επρόκειτο, ελλείψει υπαναχώρησης, να βρει το μέσο θωράκισης μιας κοινωνικής δομής που είχε ξεπεραστεί από την εξέλιξη, αλλά κρινόταν ορθή και σωτήρια, δίχως να παραιτείται από έναν αναπόφευκτο μοντερνισμό, έστω για τα μέσα ισχύος που αυτός παρέχει.
Τι συνέβαινε με την άλλη πλευρά, τη συνοχή της κοινωνίας; Αυτή όφειλε να διασφαλιστεί με τη διαμόρφωση μιας «εθνικής κοινότητας» φυλετικά καθαρμένης και δημογραφικά επεκτατικής, να καταστεί συνυπόχρεη με την άμβλυνση των διαχωρισμών (τοπικών, κοινωνικών, θρησκευτικών), οι οποίοι διαιρούσαν τη γερμανική κοινωνία. Προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν η υποκατάσταση των παραδοσιακών θεσμών κοινωνικοποίησης -σχολείο, οικογένεια, εκκλησίες- από το ναζιστικό κόμμα και ο περιορισμός των κοινωνικών αποκλίσεων.
Άρα, τα εμπόδια ήταν υπολογίσιμα από την αρχή. Η συναίνεση που επιτεύχθηκε με τις παραδοσιακές ελίτ και η βοναπαρτική χροιά του καθεστώτος, του υποδείκνυαν να ελίσσεται, ώστε να μην προσκρούει μετωπικά σε συμπαγείς μερίδες της κοινωνίας. Καθώς αυτή η κατάσταση εξακολούθησε, παρά τη μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων, επικράτησε η συνέχεια. Συνέχεια των παραδοσιακών ελίτ και των θέσεών τους, κυρίως κατά συνέπεια ενός εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο παρέμεινε επιλεκτικό και δεν αμφισβητήθηκε από τη διαμόρφωση των νέων ελίτ μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα υπό τον έλεγχο του ναζιστικού κόμματος. Η κοινωνική άνοδος συνέχισε να είναι προκαθορισμένη από τις καταβολές, την εκπαιδευτική διαδικασία και το οικογενειακό δίκτυο. Μια εξαίρεση σε αυτό, η άνοδος που επιτυγχανόταν από την πολιτική δραστηριότητα εντός του ναζιστικού κόμματος. Αλλά αυτό το φαινόμενο παρέμεινε περιορισμένο και υπερκεράστηκε από μια τάση αλληλοδιείσδυσης των παλιών και των νέων ελίτ. Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα γι’ αυτό έχει δοθεί από τα SS, όπου τα παιδιά των ανώτερων τάξεων, της αριστοκρατίας συμπεριλαμβανομένης, υπερεκπροσωπούνταν μετά το 1933[ii].
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι με την έλλειψη ενός αντικειμενικού μετασχηματισμού των κοινωνικών διαχωρισμών και της κοινωνικής δομής επισυνέβη ένας μετασχηματισμός στο υποκειμενικό επίπεδο, στην αντίληψη των συγχρόνων που είχαν αποφανθεί για μεγαλύτερη ισότητα συνθηκών και ευκαιριών στην κοινωνία τους[iii]. Αν κρίνουμε από τις μελέτες τοπικής ιστορίας, διαφαίνεται μάλλον ότι οι επικρίσεις απέναντι στις ανισότητες παρέμεναν οξείες[iv]. Κάτι που δεν απέκλειε την ύπαρξη λόγων ικανοποίησης για την ατομική κατάσταση. Η βελτίωση των συνθηκών υπήρξε μια πραγματικότητα, διαφοροποιημένη βεβαίως σε συνάρτηση προς την ικανότητα που κάθε κατηγορία διέθετε για να αρθρώσει τα συμφέροντά της, κυρίως μέσω των επαγγελματικών οργανώσεων, των οικονομικών προτεραιοτήτων της εξουσίας και της ιδεολογικής σημασίας που αυτή απέδιδε σε διάφορες κοινωνικές ομάδες[v].
Η κατάσταση των εργατών υπήρξε η λιγότερο καλή, έστω επειδή έχασαν κάθε μέσο αυτοτελούς αντίστασης. Το επίπεδο της ζωής τους ανέβηκε ωστόσο περιορισμένα, λόγω έλλειψης εργατικών χεριών και χάρη στην αφθονία της υπερωριακής απασχόλησης. Προστέθηκε σε αυτά ένας συγκεκριμένος αριθμός ωφελημάτων σε είδος, όπως καντίνες, ιματιοθήκες, ντους, παιδικοί σταθμοί της επιχείρησης. Η προπαγάνδα του καθεστώτος εξήρε, κατά τα άλλα, την ευγένεια της χειρωνακτικής εργασίας και μέσα από μέτρα, όπως η ανύψωση της 1ης Μαΐου σε «εθνική ημέρα της εργασίας», προσδιόριζε ένα ενδιαφέρον που δεν φαίνεται να έμεινε χωρίς απήχηση. Όλα αυτά δεν έκαναν τους εργάτες στηρίγματα του καθεστώτος, όπως καταδείχτηκε από διάφορες εκδηλώσεις δυσαρέσκειας στην περίοδο πριν από τον πόλεμο[vi]. Πάντως, δεν αποβλήθηκαν στην αντιπολίτευση, ούτε στο περιθώριο του καθεστώτος. Σε αυτό συνέβαλε αναμφίβολα η αποσάθρωση των παραδοσιακών αλληλέγγυων πρακτικών, κυρίως υπό την επίδραση της κλιμάκωσης των μισθών αναλόγως με την αποδοτικότητα[vii].
Στην άλλη άκρη της κλίμακας, μια ευνοημένη ομάδα, η εργοδοσία, ιδιαιτέρως αυτή των μεγάλων επιχειρήσεων. Η εργοδοσία δεν αντιμετώπισε παρεμβατισμό στην επιλογή των διευθυνόντων της επιχείρησης[viii], πέρα από την καθαίρεση των Εβραίων, και ήξερε να περιορίσει στο ελάχιστο την επίδραση του «Μετώπου της Εργασίας» στην εσωτερική ζωή των επιχειρήσεων. Επωφελήθηκε όχι μόνο από την επανεκκίνηση της οικονομίας και την εκρηκτική άνοδο του επανεξοπλισμού, αλλά επίσης από την εργατική πειθάρχηση, το πάγωμα των μισθών και την εισδοχή της στα όργανα διεύθυνσης της οικονομίας. Από τη μια μεριά, δεν ήταν ούτε επαρκώς διαρθρωμένη ούτε αρκετά ενοποιημένη, ώστε να μεταβάλλει τις κεντρικές επιλογές του καθεστώτος. Αλλά δεν στερήθηκε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει το καθεστώς για το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, μεταξύ άλλων υποβοηθώντας την επεκτατική πολιτική του[ix]. Ορισμένες επιχειρήσεις το έκαναν μάλιστα με πολλή αποφασιστικότητα, όπως η IG-Farben, η οποία ενεπλάκη όχι μόνο στην αρπακτική πολιτική των ναζιστών ανά την Ευρώπη, αλλά ακόμα και στα εγκλήματά τους, με την αδίστακτη χρησιμοποίηση καταναγκαστικής εργασίας και εργατικών χεριών από στρατόπεδα συγκέντρωσης[x].
Η ίδια διαπίστωση ισχύει για το σύνολο των γερμανικών ελίτ[xi], στη συμπεριφορά των οποίων αναμίχθηκαν περιστροφές, προσαρμογή και πλήρης συμμετοχή, όχι χωρίς κρίσεις συνείδησης ή διαδρομές ρήξης. Ορισμένοι τομείς διακρίθηκαν για την υποστήριξή τους στο καθεστώς, κατά πρώτο λόγο οι γιατροί, οι οποίοι κατέγραψαν ρεκόρ ένταξης. Ένας στους δύο γιατρούς ήταν γραμμένος στο ναζιστικό κόμμα και ένας στους δέκα στα SS[xii], κάτι που δεν επρόκειτο να είναι χωρίς επιπτώσεις στη συνέργειά τους στη ναζιστική βία.
Ανάμεσα στις ελίτ και τους εργάτες, τα μεσαία στρώματα αντιμετώπισαν μια μικτή κατάσταση. Τα επαγγέλματα του «λευκού κολάρου» κέρδισαν από την επέκταση των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, στη δημόσια διοίκηση και στον κρατικο-κομματικό τομέα, κυρίως στην κομματική γραφειοκρατία, όπως και από την πολιτική του ελεύθερου χρόνου. Οι βιοτέχνες και οι έμποροι καρπώθηκαν προστατευτικά μέτρα, αλλά πλήττονταν όλο και περισσότερο κατά τη διάρκεια του πολέμου από την προτεραιότητα που δόθηκε στα αγαθά παραγωγής και από τους περιορισμούς στα εργατικά χέρια. Τέλος, τα αγροτικά στρώματα έζησαν σε μια ένδεια που μεγάλωνε την απόσταση ανάμεσα στην τιμητική τους θέση στον καθεστωτικό λόγο και την αυξανόμενη κρατικοποίηση της οικονομικής τους δραστηριότητας, για να μην μιλήσουμε για τις αυξανόμενες δυσχέρειες που αντιμετώπισε σε σχέση με τα εργατικά χέρια[xiii].
Τελικά, [υπήρχε] μια κάποια υλική ικανοποίηση, εφόσον δεν ξεχνάμε ότι οι σύγχρονοι έκριναν σε σύγκριση με την εντελώς πρόσφατη εμπειρία τους από την οικονομική κρίση. Αλλά τι να πούμε για την περίοδο του πολέμου, με τους περιορισμούς της, τον αποχωρισμό των οικογενειών, τους βομβαρδισμούς; Γεγονός είναι ότι το καθεστώς διατήρησε μια ουσιώδη βάση στήριξης μέχρι το τέλος, παρά τον πόλεμο, για τον οποίο διαφαινόταν ευκρινώς από το 1942-1943 ότι θα τελείωνε επιζήμια. Για να το εξηγήσουμε, ας διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η συγκέντρωση του βλέμματος πάνω στις κοινωνικές ανισότητες μάς στερεί ίσως μια άλλη πραγματικότητα, αυτή της μερικής ταυτοτικής ανασυγκρότησης, η οποία έκανε αυτές τις ανισότητες να φαίνονται στα μάτια των Γερμανών σαν μια μόνο όψη της κατάστασής τους.
Ο πρώτος από αυτούς τους παράγοντες ήταν η εργασία πλαισίωσης και προπαγάνδας που διευθύνθηκε από το ναζιστικό κόμμα, με σκοπό να δημιουργήσει υπακοή και τουλάχιστον έναν μαζικό κομφορμισμό. Το ναζιστικό κόμμα είχε από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 επιζητήσει να προβάλει την εικόνα ενός εθνικού κόμματος, τη μικρογραφική υλοποίηση της «εθνικής κοινότητας» που επρόκειτο να διαμορφώσει στην κλίμακα της επικράτειας. Τούτη η αυτοπροβολή μοιάζει να άσκησε κάποια επιρροή και να συνετέλεσε στην εκλογική του επιτυχία. Μετά το 1933, έγινε μια μεγάλη μηχανή, όπου οι ενταγμένοι πλησίαζαν τα 2,5 εκατομμύρια το 1933, προτού να ανέλθουν σε περισσότερα από 8 εκατομμύρια το 1945, στους οποίους πρέπει να προσθέσουμε τα δεκάδες εκατομμύρια μέλη των οργανώσεων-παραρτημάτων (ειδικευμένες ανά επάγγελμα, ηλικιακή κατηγορία, φύλο) που η ένταξή τους, είναι αλήθεια, δεν ήταν κατά κανόνα αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής[xiv].
Αυτή την πελώρια μηχανή κινούσαν περίπου 2 εκατομμύρια μικροί «φύρερ»[xv]. Ένας ευρύς κύκλος ανθρώπων είχε έτσι αποκτήσει σημασία και εξουσία, οι οποίες μπορούσαν να ανταγωνιστούν εκείνες που έδιναν το χρήμα, η κοινωνική θέση ή η καταγωγή. Το ναζιστικό κόμμα, βεβαίως, γρήγορα έγινε αντικείμενο δυσπιστίας που μεγάλωνε με τον καιρό. Αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ως εκ τούτου τον ρόλο του στην κοινωνική ζωή, διαμέσου των πολιτικών πιστοποιητικών που έπρεπε να αποκτηθούν για αυξανόμενο αριθμό διοικητικών αιτήσεων ή χάρη στην αλυσίδα των δικών του οργανισμών αρωγής, χωρίς να μιλήσουμε για τον εσωτερικευμένο καταναγκασμό που αντιπροσώπευε ο χιτλερικός χαιρετισμός. Να προσθέσουμε σ’ αυτά την κατακυρίευση του δημόσιου χώρου από τους εορτασμούς που οργάνωνε, αληθινές πολιτικές τελετουργίες, ορισμένες από τις οποίες, όπως το ετήσιο συνέδριο στη Νυρεμβέργη, έκαναν εντύπωση σε όλη τη χώρα μέσω των επικαίρων[xvi].
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η συνάντηση συγκεκριμένων όψεων από την πολιτική του καθεστώτος με τις επιδιώξεις που βρίσκονταν σε διάχυτη κατάσταση στη γερμανική κοινωνία: η επιθυμία για μια κοινωνία θεμελιωμένη στα προσόντα και ανοιχτή στην κοινωνική άνοδο κι επίσης το όνειρο μιας κοινωνίας της κατανάλωσης[xvii]. Η πρώτη από αυτές τις επιδιώξεις μπορεί να εξηγήσει την οξύτητα των επικρίσεων απέναντι στις κοινωνικές ανισότητες του καθεστώτος που αναφέραμε. Και η δεύτερη αξίζει να υπογραμμιστεί. Η πολιτική του ελεύθερου χρόνου στον ναζισμό, η διάδοση ενός αυτοκινήτου για τον λαό, του «Volkswagen», η αυξανόμενη χρήση του ραδιοφώνου και του κινηματογράφου, η εμφάνιση της τηλεόρασης, η ανάπτυξη της διαφήμισης, όλα αυτά έγιναν δέλεαρ ως υποδοχή υποσχέσεων για πορεία προς την κοινωνία της κατανάλωσης. Ενθαρρύνοντας τους Γερμανούς να αντιδρούν ως πελάτες και καταναλωτές και όχι ως επιστρατευμένοι, το καθεστώς δεν ευνοούσε την πολεμική προετοιμασία. Αλλά έτσι κέρδισε μια επιρροή που ο πόλεμος δεν εξαφάνισε από τη μια μέρα στην άλλη.
Ο τρίτος παράγοντας ήταν ο εθνικισμός. Το αίσθημα αδικίας που επέφερε η ειρήνη των Βερσαλλιών και η απώλεια της θέσης μεγάλης δύναμης, η μνησικακία απέναντι στους νικητές, ιδιαιτέρως απέναντι στην Πολωνία, της οποίας το αναγνωρισμένο στις Βερσαλλίες δικαίωμα να προσαρτήσει γερμανικά εδάφη ήταν αντικείμενο σχεδόν καθολικής απόρριψης, είχαν βαθιές ρίζες και το ναζιστικό καθεστώς ήξερε να τις εκμεταλλευτεί και να τις βαθύνει περισσότερο. Οι επιτυχίες του Χίτλερ μεταξύ του 1933 και του 1938, ο επανεξοπλισμός και η επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας, η προσάρτηση της Αυστρίας και της Σουδητίας, έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό και εντυπωσίασαν ακόμα πιο έντονα, καθώς κατορθώθηκαν χωρίς ένοπλη σύγκρουση. Αντιθέτως, οι Γερμανοί έζησαν την έκρηξη του πολέμου το φθινόπωρο του 1939 με κατήφεια. Αλλά το γρήγορο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την Πολωνία και τη Γαλλία, έπειτα η επίθεση στην ΕΣΣΔ, η οποία παρουσιάστηκε σαν προληπτική επέμβαση, δεν έγιναν αντιληπτά ως οι απρόκλητες επιθέσεις που ήταν, αλλά σαν ενέργειες νόμιμης άμυνας προς γείτονες ή δυνάμεις που αρνούνταν να αναγνωρίσουν στη Γερμανία, μέσα στην κοινωνία των εθνών, μια θέση αντίστοιχη με την ανακτηθείσα δύναμή της[xviii].
Τελευταίος παράγοντας, ο οποίος τέμνει τους προηγούμενους, η λατρεία του Χίτλερ. Υπήρχε προφανώς στενή σχέση ανάμεσα στη διάρθρωση του καθεστώτος υπό τη μορφή μιας κυριαρχίας χαρισματικού τύπου και τη στάση της κοινωνίας, μια και είναι η δεύτερη που κατέστησε δυνατή την πρώτη, εξασφαλίζοντας στον Χίτλερ τη δημοτικότητα, η οποία θεμελίωνε την υπεροχή του. Προβάλλοντας σε αυτόν τις προσδοκίες και τις αναπαραστάσεις που ποίκιλλαν πολύ κατά το είδος τους και διευθετούνταν σε μια απόσταση, ορισμένες φορές υπολογίσιμη, από τους ενεργούς στόχους του, ο γερμανικός πληθυσμός ανέλαβε ένα αποφασιστικό μέρος στην κατασκευή του μύθου του «φύρερ» και συγχρόνως στη δυναμική του καθεστώτος του. Αυτή η προσωποποίηση της εξουσίας ανταποκρινόταν σε μια αρχαΐζουσα σύλληψη του πολιτικού, η οποία αναπλήρωνε την επιθυμία για μια προσήλωση μοναρχικού τύπου. Επείχε εξίσου σημασία συμβόλου: η αποδιδόμενη στον Χίτλερ εμπιστοσύνη χρησίμευε για να προσδιορίσει μια απόσταση σε σχέση με το κόμμα και την κυβέρνηση. Από εκεί προερχόταν η ανάπτυξη του μύθου για τον καλό βασιλιά, ο οποίος ήταν επιβλαβώς περιστοιχισμένος, που έπαιξε μέχρι το τέλος του καθεστώτος τον ρόλο της βαλβίδας ασφαλείας.
Θεωρημένη στη διάρκεια του καθεστώτος και κατανεμημένη ανάμεσα στους άξονες της απόστασης και της αποδοχής, η στάση του πληθυσμού σταθεροποιήθηκε νωρίς προς την πλευρά της αποδοχής. Η κατά κυριολεκτική έννοια αντιπολίτευση παρέμεινε περιορισμένη σε μικρές ομάδες, σε ανάπτυξη με την εξέλιξη του πολέμου. Πλάι στους κομμουνιστές, τους πιο ενεργούς και τους πιο ακατάβλητους αντιπάλους του καθεστώτος, και τους σοσιαλδημοκράτες, εμφανίζονταν διάσπαρτες ομάδες φοιτητών, ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων, αξιωματικών, κτηματιών[xix]. Μια άλλη, όχι αμελητέα μερίδα του πληθυσμού ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην παρέκκλιση και την αποσκίρτηση, ιδίως σε αυτά τα τμήματα όπου μια μειονοτική ταυτότητα, ιστορικές εμπειρίες ή ισχυρές πεποιθήσεις προστάτευαν εν μέρει από τη διείσδυση του καθεστώτος. Αυτή ήταν η περίπτωση των εργατών που ήταν αφοσιωμένοι στη σοσιαλδημοκρατική παράδοση ή κερδήθηκαν από τον κομμουνισμό, ένα ικανό τμήμα του καθολικού κόσμου, με τα μειονοτικά αντανακλαστικά και την ανάμνηση του «Kulturkampf» από την περίοδο του Βίσμαρκ, αλλά και σκόρπια στοιχεία της φιλελεύθερης αστικής τάξης.
Η αποδοχή υπήρξε η επικρατέστερη στάση, με την παραίτηση να παίρνει τη θέση της δίπλα στην υποστήριξη και την ένταξη, συχνά με ανάμικτο τρόπο. Έτσι, η καθολική εκκλησία, η οποία εξέφραζε τη διαφωνία της επί συγκεκριμένων θεμάτων μόλις θίγονταν τα συμφέροντά της, έπλεκε επίμονα το εγκώμιο του Χίτλερ και πρόσφερε δημοσίως την υποστήριξή της στο καθεστώς κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Αυτά, λοιπόν, δεν σημαίνουν πως οι Γερμανοί, ζώντας με αυταπάτες, ήταν αμέτοχοι σε όσα συνέβαιναν. Κανείς δεν μπορούσε να αγνοεί πως το βασίλειο του Χίτλερ ξεχείλιζε από αποκλεισμένους και καταδιωκόμενους. Αν η «εθνική κοινότητα» δεν ήταν μια μάταιη λέξη για πολλούς, έβρισκε την υλοποίησή της επίσης εντός της αμοιβαίας συνέργειας με την καθεστωτική πολιτική καταστολής και αποκλεισμού, προπάντων όταν εγγραφόταν στην τροχιά παραδοσιακών προκαταλήψεων: όπως όταν επρόκειτο να καταπιεστούν οι Ρομά, οι «ακοινωνικοί», οι ομοφυλόφιλοι ή να απομονωθούν οι Εβραίοι[xx]. Όταν για τους τελευταίους ήρθε η ώρα του εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και της εξόντωσης, πολλοί από τους συμπατριώτες τους απέστρεψαν το βλέμμα και έκλεισαν τα αυτιά. Η ταραχή δεν εμφανίστηκε παρά μόλις η βία εξαπλώθηκε στους δρόμους τους, κάτω από τα παράθυρά τους, με τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» το 1938. Το καθεστώς έβγαλε τα συμπεράσματά του από αυτό και έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για να περιβάλει με μυστικότητα τις  μεταγενέστερες επιχειρήσεις[xxi]. Εδώ, επίσης, προσέφερε ικανοποίηση σε έναν πληθυσμό που δεν ήθελε να ανησυχεί παρά μόνο για τον εαυτό του.
Η αποδοχή είχε λοιπόν ένα τίμημα. Όπως το έγραψε ο Martin Broszat, η στάση του πληθυσμού κατά τη διάρκεια του πολέμου υπήρξε ένα «συνονθύλευμα από πανικό, αφοσίωση, αυτοοικτιρμό και ψεύδος, το οποίο προκαλούσε ηθική τύφλωση απέναντι στις ωμότητες του καθεστώτος ενάντια στους Εβραίους, τους Πολωνούς, τους εργάτες από την Ανατολική Ευρώπη»[xxii].

μτφρ. Νίκος Σκοπλάκης

O Philippe Burrin είναι ιστορικός, διευθυντής στο ινστιτούτο διεθνών σπουδών H.E.I. της Γενεύης. Τα εκτεταμένα αποσπάσματα του κειμένου «Les prismes de lacceptation» μεταφράστηκαν από τη συλλογή δοκιμίων του με τίτλο Fascisme, nazisme, autoritarisme», Seuil, Παρίσι, 2000, σελ. 117-130


[i] Για μια γενική θεώρηση, βλ. Ian Kershaw, Qu’est-ce que le nazisme?,  Gallimard, Παρίσι, 1992, κεφ. 7.
[ii] H.F. Ziegler, Nazi Germany’s New Aristocracy. The SS Leadership 1925-1939, Princeton University Press, 1989.
[iii] David Schoenbaum, La Révolution brune. La société allemande sous le IIIe Reich, Robert Laffont, Παρίσι, 1979.
[iv] Popular Opinion and Political Dissent in the Third Reich. Bavaria, 1933-1945, Clarendon Press, Οξφόρδη, 1983.
[v] Βλ. Norbert Frei, L’Etat hitlérien et la Société allemande, 1933-1945, Seuil, Παρίσι, 1994 και Pierre Ayçoberry, La Société allemande sous le IIIe Reich, 1933-1945, Seuil, Παρίσι, 1998.
[vi] Tim Mason, Sozialpolitik im Dritten Reich. Arbeiterklasse und Volksgemeinschaft, Westdeutscher Verlag, Όπλαντεν, 1977. Carola Sachse (επιμ.), Angst, Belohnung, Zucht und Ordnung. Herrschaftsmechanismen im Nationalsozialismus, Westdeutscher Verlag, Όπλαντεν, 1982. 
[vii] Ο Pierre Ayçoberry, ο.π., σελ. 192, θεωρεί ότι η απόσπαση από το καθεστώς υπερτερεί σε σχέση με την ενσωμάτωση σε αυτό.
[viii] Hervé Jolly, Patrons d’Allemagne. Sociologie d’une élite industrielle, 1933-1989, Presse de la Fondation nationale des sciences politiques, Παρίσι, 1996. 
[ix]  Lothar Gall και Manfred Pohl (επιμ.), Unternehmen im Nationalsozialismus, Beck, Μόναχο, 1998. 
[x] Βλ. Peter Hayes, Industry and Ideology. IG Farben in the Nazi Era, Cambridge University Press, 1987.  
[xi] Βλ. Martin Broszat και Klaus Schwabe (επιμ.), Die deutschen Eliten und der Weg in den Zweiten Weltkrieg, Beck, 1989.
[xii] Βλ. Michael Kater, Doctors under Hitler, University of North Carolina Press, Chapel Hill, 1989.
[xiii] Βλ. κυρίως Michael Prinz, Vom neuen Mittelstand zum Volksgenossen, Oldenbourg, Μόναχο, 1986 και Gustavo Corni, Hitler and the Peasants. The Agrarian Policy of the Third Reich, 1930-1939, Berg, Νέα Υόρκη, 1990.
[xiv] Βλ. Michael Kater, Nazi Party. A Social Profile of Members and Leaders, 1919-1945, Blackwell, Λονδίνο, 1983.
[xv] Norbert Frei, ο.π., σελ. 153.
[xvi] Βλ. Klaus Vondung, Magie und Manipulation. Ideologischer Kult und politische Religion des Nationalsozialismus, Vandenhoeck & Ruprecht, Γκέτινγκεν, 1971. Peter Reichel, La Fascination du nazisme, Odile Jacob, Παρίσι, 1993.
[xvii] Βλ. Hans Dieter Schäfer, Das gespaltene Bewusstsein, Hanser, Μόναχο, 1981.
[xviii] Για το ηθικό των Γερμανών κατά τη διάρκεια του πολέμου, βλ. Marlise Steinert, Hitlers Krieg und die Deutschen, Econ-Verlag, Düsseldorf, 1970.
[xix] Βλ. Jürgen Schmädeke και Peter Steinbach (επιμ.), Der Widerstand gegen den Nationalsozialismus. Die deutsche Gesellschaft und der Widerstand gegen Hitler, Piper, Μόναχο-Ζυρίχη, 1985.
[xx] Βλ. Detlev Peukert, Volksgenossen und Gemeinschaftsfremden, Bund-Verlag, Κολωνία, 1982.
[xxi] Βλ. David Bankier, The Germans and the Final Solution, Blackwell, Οξφόρδη, 1992.   
[xxii] Martin Broszat, L’Etat hitlérien. L’origine et l’évolution des structures du IIIe Reich, Fayard, Παρίσι, 1985, σελ. 454.


Δεν υπάρχουν σχόλια: