5/10/13

Πού είναι οι «Αγανακτισμένοι»;

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΑΓΙΑΝΟΥ

«Όταν ο λαός κουρασθεί να εκφράζει την οργή του, επιστρέφει στα σπίτια του –στην ανάγκη αφού θάψει προηγουμένως τους νεκρούς του– και το γλέντι των προνομιούχων ξαναρχίζει»
Meynard J.[1]

Εν μέσω οικονομικής ύφεσης και ενώ οι ζωές των Ελλήνων πολιτών εξαρτώνται από μια σειρά διπλωματικά έγγραφα (μνημόνια), με τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση να είναι δυσβάστακτα –κυρίως για τα μικρομεσαία στρώματα– πολλοί αναρωτιούνται γιατί δεν έχουν εμφανιστεί διεκδικητικές εκφάνσεις, συλλογικές δηλαδή διαμαρτυρίες, ικανές να ανατρέψουν την έως τώρα διαμορφωμένη κατάσταση. Και ενώ οι απαντήσεις ποικίλουν, μια αναδρομή στο όχι τόσο μακρινό παρελθόν έρχεται να μας θυμίσει μια χρονική περίοδο που τα πρώτα κελεύσματα της οικονομικής κρίσης αλλά και όχι μόνο (απουσία δημοκρατίας, αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού και των δικτύων αλληλεγγύης, απονομιμοποίηση των κομμάτων και γενικά των θεσμών, εργασιακή επισφάλεια, κ.ά.), αποτέλεσαν την απαρχή μιας συλλογικής κινητοποίησης που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εγχώρια πολιτική σκηνή (με τη διεθνική διάσταση του φαινομένου να μην περνά απαρατήρητη κάνοντας λόγο για το δίκτυο αντίδρασης που «εξαπλώθηκε» σε όλο τον κόσμο με αναφορές στις κινητοποιήσεις που έλαβαν χώρα στη Β. Αφρική, στους Ισπανούς «Los Indignados» που μεταλαμπάδευσαν την «τεχνογνωσία» της συγκεκριμένης μορφής διαμαρτυρίας, στα «Occupy» κινήματα κλπ).

Πιο συγκεκριμένα, το Μάιο και τον Ιούνιο του 2011, χιλιάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών, διαφορετικής οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης, κατέκλυσαν τις μεγαλύτερες πλατείες της χώρας (έναντι συμβόλων της εξουσίας, όπως π.χ. αποτελούσε το κτήριο του κοινοβουλίου) με σκοπό να εκδηλώσουν την αγανάκτηση τους για την κοινωνική, πολιτική, οικονομική και ηθική κατάπτωση στην οποία είχε περιέλθει (ή θα περιερχόταν στο άμεσο μέλλον) η χώρα, αντιπροτείνοντας ένα αξιακό σύστημα  το οποίο κυριαρχούταν από έννοιες όπως «άμεση δημοκρατία», «ισότητα», «κράτος δικαίου» κλπ. Η διαμαρτυρία των «Αγανακτισμένων» αποτέλεσε μια παρέμβαση ίσον προσδοκία, μια  αντισυστημική και αντισυμβατική πρόταση για τα δημόσια πράγματα χάρη σε μια συλλογική κινητοποίηση που οικειοποιήθηκε πολιτικά το δημόσιο χώρο. Ένας πολιτικός πλουραλισμός άσκησης πολιτικής «από τα κάτω», που έδινε τη δυνατότητα της συμμετοχής σε ετερογενή υποκείμενα ή ακόμη και αποκλεισμένους δρώντες από τις δημόσιες αποφάσεις, μυώντας ουσιαστικά το άτομο στην πολιτική.

Για την επίτευξη των στόχων τους, οι «Αγανακτισμένοι», σφυρηλάτησαν ισχυρά δίκτυα αλληλεγγύης (τόσο σε πραγματικό χώρο, όσο και στον κυβερνοχώρο), δημιουργώντας συνασπισμούς με τη συμμετοχή απλών ανθρώπων, συσπειρώνοντας διεκδικητές με διαφορετικά αιτήματα, ενώ εργάστηκαν πολύ σκληρά ώστε να οργανώσουν σε σωστές και στέρεες βάσεις τη συλλογικότητα τους (ομάδες εργασίες, γραφείο τύπου κ.λπ.), δίχως αυτό να σημαίνει πως οι οργανωτικές τους δομές δεν αντιμετώπισαν προβλήματα.
Οι συγκεντρώσεις που έλαβαν χώρα στην πρωτεύουσα -δικαίως ή αδίκως- θεωρήθηκαν η «μητέρα των μαχών», κυρίως λόγω της άμεσης πίεσης που ασκούσαν οι διαδηλωτές που είχαν εγκατασταθεί στην Πλατεία Συντάγματος, είτε στην «άνω» (ο χώρος «υποδοχής» μπροστά από το κτήριο της Βουλής, επί της Λεωφ. Αμαλίας δηλαδή ο οποίος είχε έναν αυθόρμητο και ιδιαίτερα πληβειακό  χαρακτήρα), είτε στην «κάτω» (ο χώρος εντός της Πλ. Συντάγματος, όπου ήταν πιο έντονα πολιτικοποιημένος), στους παροικούντες του κοινοβουλίου που εκείνες τις ημέρες θα λάμβαναν κρίσιμες αποφάσεις για τις ζωές όλων μας (κοινώς θα υπέγραφαν το μνημόνιο αριθμός 2). Τα ρεπερτόρια δράσης που χρησιμοποίησαν οι δρώντες χαρακτηρίζονταν από την ποικιλία και την καινοτομία. Από τη «στρατοπέδευση» στο χώρο («sit-in» και «occupy like» διαμαρτυρία), την απουσία οποιονδήποτε διαχωρισμών (φυλετικών, εθνικών, κομματικών κλπ), ή άσκησης οποιαδήποτε μορφής βίας ως μια ενέργεια που αποσκοπούσε στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δημόσια αποδοχή, έως την απουσία κάθε τι κομματικού.
Ο ακομμάτιστος και ακηδεμόνευτος χαρακτήρας της διαμαρτυρίας, ήταν μια απόλυτα λογική αντίδραση αν αναλογιστεί κανείς ότι τα κόμματα θεωρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό υπαίτια για τα δεινά της χώρας. Οι «Αγανακτισμένοι», για να προστατεύσουν την κινητοποίηση τους, οδηγήθηκαν σε μια σειρά αποφάσεων «αποκλεισμού» κομματικών εκπροσώπων που θα μπορούσαν να κηδεμονεύσουν την κινητοποίηση τους, εστιάζοντας σε διαδικασίες αυτορρύθμισης, σε μια «εσωτερική» δηλαδή προσπάθεια να λειτουργήσουν δίχως την παρουσία ενός ηγετικού μηχανισμού. Παρόλα αυτά, εκπρόσωποι αριστερών κομμάτων καθώς και πολιτικοποιημένες ομάδες αλλά και συνδικαλιστικές οργανώσεις του ίδιου ιδεολογικού χώρου, συμμετείχαν ανεπίσημα στις διαδικασίες (π.χ. εκφέροντας το λόγο τους στις Λαϊκές Συνελεύσεις) «χρωματίζοντας» τις εξελίξεις.
Σε ότι αφορά τη συμμετοχή των κομμάτων, την ίδια στιγμή που οι δεξιές παρατάξεις είχαν καταφέρει να παρεισφρήσει στην «άνω» πλατεία (πιθανότατα επειδή υπήρξε μια διαδραστική ταύτιση με ένα μέρος του ανομοιογενούς συνόλου), τα δύο μεγάλα κόμματα της αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ) ακολούθησαν διαφορετικές πολιτικές παρόλο που και τα δύο δεν ήταν αδιάφορα για τις πιέσεις που ασκούσαν οι «Αγανακτισμένοι» (στην κυβέρνηση). Παρότι οι κινητοποιήσεις των διαδηλωτών συνέπεσαν με την πολιτική, ιδεολογική και πολιτισμική κρίση της αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ ορθά ανάγνωσε τη δυναμική της διαμαρτυρίας, ως μια κινητοποίηση ευρύτερης λαϊκής συμμαχίας, ακολουθώντας μια συμπορευτική πολιτική, που «κεφαλοποιήθηκε» στην εκλογική αναμέτρηση που ακολούθησε της διαμαρτυρίας (6 Μαΐου και 17 Ιουνίου 2012), αφού κατάφερε να εντάξει ένα μεγάλο μέρος των «Αγανακτισμένων» στους ψηφοφόρους του (μια απαραίτητη υποσημείωση ώστε να αποφύγουμε τυχόν παρερμηνείες, είναι πως η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλεται αποκλειστικά στη συγκεκριμένη πολιτική).
Το ΚΚΕ, από την πλευρά του προτίμησε την πολιτική της αμφισβήτησης και της δυσπιστίας αντιμετωπίζοντας τους κινηματίες ως άτομα δίχως πολιτική κουλτούρα και κοινωνικό όραμα, αδυνατώντας πιθανότατα να αναγνώσει τις πρακτικές και επινοήσεις των κινηματιών. Αδυνατούσε να συναρθρώσει συγκεκριμένους στόχους, και να ενσωματώσει όλη αυτή τη δυναμική που αποτελούσε σημείο αναφοράς μιας λαϊκής συμμαχίας εν δράσει, μια κοινωνικής διεργασίας που βρισκόταν εκτός πλαισίου δράσης του. Πράγματι, οι «Αγανακτισμένοι», διεκδίκησαν και πήραν από το Κομμουνιστικό Κόμμα «ζωτικούς χώρους» επιφέροντας την αμηχανία στο τελευταίο. Λειτουργώντας «αρτηριοσκληρωτικά» και με διεργασίες που συναντάμε σε συντηρητικά πολιτικά μορφώματα, δεν αφουγκράστηκε τους πολιτικούς μετασχηματισμούς που λάμβαναν χώρα, τους νέους όρους δηλαδή πολιτικού παιχνιδιού που οι «Αγανακτισμένοι» εισήγαγαν, και κυρίως το πρόταγμα ανάδυσης νέων μορφών αυτοοργάνωσης, συντροφικότητας, αλληλεγγύης, λαϊκής πάλης κλπ. Η πολιτική «μεταμέλειας» που ακολούθησε από ένα σημείο και ύστερα (όπως αυτή εκφράσθηκε από επίσημα «χείλη»), θεωρήθηκε αμφίθυμη, σπασμωδική, αμήχανη και όχι ειλικρινής, από την πλευρά των «Αγανακτισμένων».
Εν κατακλείδι, οι «Αγανακτισμένοι» είχαν γίνει στη συνείδηση του κόσμου το κέντρο της αντίστασης και η ελπίδα για την ανεύρεση λύσης, απέναντι σε ένα διεφθαρμένο –κατά τους ίδιους– πολιτικό σύστημα. Και όμως, όπως αποδείχθηκε η διαμαρτυρία δεν αρκούσε για να –αν όχι ανατρέψει έστω– παρεμποδίσει ή αναστείλει τις διαδικασίες ψήφισης του μεσοπρόθεσμου. Μετά τη βίαιη καταστολή της κινητοποίησης την 28η και 29η Ιουνίου το κίνημα απομαζικοποιήθηκε. Η κόπωση λόγω της μακροημέρευσης, το δίλημμα «μένουμε ή φεύγουμε» που δεν έδειχνε ένα σαφή ορίζοντα για το τι μέλλει γενέσθαι, η απογοήτευση λόγω των εξελίξεων, ο κατακερματισμός σε πολυάριθμες ομάδες, ο δικτυοειδής χαρακτήρας της διαμαρτυρίας με πληθώρα δεσμών ανάμεσα σε αυτόνομους πυρήνες κ.α., απέτυχε να μονοπωλήσει την εκπροσώπηση σύνθετων συνόλων συμφερόντων και αξιών οδηγώντας σε εσωστρέφεια, καταδεικνύοντας την απουσία ενός αποφασισμένου οργάνου να συνεχίσει τον αγώνα. Ενός οργάνου που ο κόσμος που συμμετείχε είχε ουσιαστικά αρνηθεί. Το ακομμάτιστο και ακηδεμόνευτο, είχε βρεθεί στο σημείο «μηδέν». Το τέλος δεν άργησε να έρθει. Στις 16 Ιουλίου 2011 η Λαϊκή Συνέλευση απαριθμούσε 100-300 άτομα. Η απομαζικοποίηση –και οι διακοπές του θέρους– ήταν η αρχή του τέλους με τη διαμαρτυρία να περατώνεται μετά από μια ενέργεια της πολιτικής «εξουσίας» (επιχείρηση εκκένωσης της Πλατείας Συντάγματος τον Ιούλιο του 2011 από τις δημοτικές αρχές).
Ένας κύκλος ολοκληρώθηκε και ένας καινούργιος ίσως ξαναρχίσει. Σε μια περίοδο που δεν «ευνοεί» τον εφησυχασμό, την απάθεια και την κοινωνική αποχαύνωση το ερώτημα παραμένει. Πού είναι οι «Αγανακτισμένοι»;


Ο Δημήτρης Βαγιανός σπούδασε Ευρωπαϊκό Πολιτισμό και Πολιτικές Επιστήμες

[1] Meynard J., (2002α) Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, σ. 564.

Δεν υπάρχουν σχόλια: