9/3/13

Πολιτική συμμετοχή και μη-συμμετοχή

Το «παράδοξο» και η αντίφαση

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΡΜΠΑ

ΜΑΡΩ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ ΜΑΛΟΥΤΑ, Πολιτική Συμπεριφορά: Θεωρία, Έρευνα και Ελληνική Πολιτική. εκδόσεις Σαββάλα, σελ. 353

Σε καιρούς βαθιάς Κρίσης ή έντονης «κρισολογίας», όπως η περίοδος που διανύουμε, η συζήτηση περί πολιτικής γενικά αυξάνεται και, ειδικότερα, αυξάνεται ο λόγος περί πολιτικής συμπεριφοράς και πολιτικής συμμετοχής, δηλαδή «συμμετοχής στα κοινά». Αναζητούνται ευθύνες στο συλλογικό και στο ατομικό επίπεδο και συνδέεται η κατάσταση της χώρας και της κοινωνίας με τις ατομικές επιλογές και τις συλλογικές προτιμήσεις του παρελθόντος. Της εποχής, δηλαδή, για την οποία η τρέχουσα αίσθηση είναι ότι δεν ασχοληθήκαμε αρκετά με την πολιτική συμπεριφορά, με μια λέξη ότι δεν συμμετείχαμε αρκετά, άρρητα εννοώντας ότι κάποιοι μπορούσαν και δεν το έκαναν. Ταυτόχρονα, η τάση της συζήτησης είναι να επεκτείνεται στο μέλλον και μάλιστα προς δεοντολογικές κατευθύνσεις: η μελλοντική πολιτική συμπεριφορά αποκτά καίρια σημασία και αυτή τη φορά «πρέπει», ως άτομα ή ως συλλογικότητες, να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή από ό,τι παλαιότερα, να συμμετάσχουμε περισσότερο και με καλύτερο τρόπο, υπονοώντας προφανώς και πάλι ότι έχουν όλοι εξίσου αυτή τη δυνατότητα. Αναπτύσσεται λοιπόν το «παράδοξο» η συζήτηση περί «αξίας» της πολιτικής συμπεριφοράς να βρίσκεται στο απόγειό της ακριβώς όταν η κύρια έκφρασή της, δηλαδή η πολιτική συμμετοχή, βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της, τουλάχιστον στο επίπεδο μιας γενικευμένης αντίληψης περί της αποτελεσματικότητάς της.

Σε μια στιγμή που ξεδιπλώνεται ακριβώς αυτό το φαινομενικό παράδοξο, έρχεται το βιβλίο της Μάρως Παντελίδου-Μαλούτα Πολιτική Συμπεριφορά: Θεωρία, Έρευνα και Ελληνική Πολιτική, να οργανώσει, να συστηματοποιήσει επιστημονικά, να εμπλουτίσει και να αναπτύξει περαιτέρω τη συζήτηση περί πολιτικής συμπεριφοράς, μακριά από ευχολόγια και επιφανειακές προσεγγίσεις. Η συγγραφέας, καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ειδικεύεται σε θέματα πολιτικής συμπεριφοράς, έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες μελέτες, εκδόσεις και δημοσιεύσεις στο πεδίο, ενώ το βιβλίο της «Το Φύλο της Δημοκρατίας» (Σαββάλας, 2002), που αφορά την πολιτική συμπεριφορά των έμφυλων υποκειμένων, είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα για την ελληνική πολιτική επιστήμη.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό της Πολιτικής Συμπεριφοράς, το οποίο διατρέχει και τα τρία μέρη του βιβλίου, είναι η διαρκής μέριμνα για σύνδεση θεωρίας και έρευνας, καθώς και ο σταθερός προσανατολισμός προς την  ερευνητική πλαισίωση πορισμάτων και επιχειρημάτων. Στο πρώτο και περισσότερο «εγχειριδιακό» μέρος του βιβλίου παρουσιάζεται σφαιρικά το αντικείμενο της πολιτικής συμπεριφοράς. Γίνεται αναδρομή στην πορεία εξέλιξής του, ενώ εξηγούνται βασικές έννοιες και η σχέση τους με θεωρητικά ρεύματα. Παράλληλα, αναπτύσσεται η σχέση της πολιτικής συμπεριφοράς με την πολιτική δράση και την εκλογική συμπεριφορά, καθώς και με τις αξίες, την ιδεολογία και τις πολιτικές αναπαραστάσεις.
Στο δεύτερο και περισσότερο πυκνό αναλυτικά μέρος του, το βιβλίο, ανεβαίνοντας τη «σκάλα της εξειδίκευσης», επικεντρώνει στα χαρακτηριστικά της πολιτικής συμμετοχής ως ειδικότερης έκφανσης της πολιτικής συμπεριφοράς, με συγκεκριμένη στόχευση και αναφορά στο πολιτικό σύστημα, και αναλύει τη στενή σχέση της με τη δημοκρατία. Ενώ, δηλαδή, η πολιτική συμπεριφορά αποτελεί μια σχετικά ουδέτερη και περισσότερο ευρεία έννοια (αφού όλοι διαθέτουν κάποια εκδήλωση πολιτικής συμπεριφοράς, ακόμη και οι πολιτικά απαθείς), η πολιτική συμμετοχή έχει εντονότερη, θετική φόρτιση και θεωρείται ζωτικό στοιχείο των δημοκρατικών συστημάτων. Η συγγραφέας αναδεικνύει, όμως, και τη δυσκολία πλήρους εννοιολόγησης της πολιτικής συμμετοχής στο παραπάνω πλαίσιο και αναμετράται με ορισμένες αδυναμίες των ορισμών που προσφέρουν οι «κλασικές» θεωρήσεις της πολιτικής επιστήμης.
Σε αυτό το πλαίσιο θέτει, πρώτον, το ερώτημα, που έχει βέβαια τεθεί συχνά στη βιβλιογραφία τις τελευταίες δεκαετίες, αν ως πολιτική συμμετοχή μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και η «ανομική» προώθηση αιτημάτων ή μόνο, όπως προβλέπουν παραδοσιακές προσεγγίσεις, η θεσμοθετημένη και νομικά προβλεπόμενη. Η συγγραφέας συντάσσεται ξεκάθαρα με τη σύγχρονη τάση που ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί η πολιτική συμμετοχή και ιδιαίτερα η ερευνητική της προσέγγιση σήμερα να περιοριστεί σε θεσμοθετημένες και νομικά επιτρεπτές δράσεις, αλλά οφείλει να συμπεριλάβει εννοιολογικά όλες τις πιθανές όψεις του φαινομένου, στην εξέλιξή του στο χρόνο, άρα και τις ανομικές πολιτικές δράσεις πολιτών που θεωρούν ότι οι θεσμοθετημένοι τρόποι συμμετοχής δεν τους αρκούν. Το δεύτερο επίπεδο στο οποίο διατυπώνονται εννοιολογικές ενστάσεις σε σχέση με περισσότερο καθιερωμένους ορισμούς της πολιτικής συμμετοχής είναι η προϋπόθεση ότι για να κατηγοριοποιηθεί μια συμπεριφορά ως συμμετοχική θα πρέπει να φέρει κάποιο ελάχιστο αίτημα αλλαγής, διεκδίκησης ή επηρεασμού του πολιτικού συστήματος. Η συγγραφέας προσχωρεί στην άποψη ότι η συγκεκριμένη αντίληψη είναι υπερβολικά δυτικοκεντρική και, αναφερόμενη κυρίως σε παραδείγματα πρώην σοσιαλιστικών χωρών, προτείνει τη θεωρητική χαλάρωση της έννοιας, ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει «όλες τις μορφές δραστηριότητας που γίνονται ηθελημένα με σημείο αναφοράς το πολιτικό σύστημα». Όσο και αν βασίζεται σε ιστορικά παραδείγματα, η συγκεκριμένη διατύπωση έχει ιδιαίτερη μεθοδολογική αξία, προλαμβάνοντας ενδεχομένως μελλοντικές εξελίξεις και φαινόμενα στο ιδιαίτερα ρευστό σύγχρονο διεθνές κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Το τρίτο επίπεδο στο οποίο το συγκεκριμένο βιβλίο εφιστά τη μεθοδολογική κυρίως προσοχή του ερευνητή της πολιτικής συμπεριφοράς είναι το ανωτέρω «παράδοξο». Η απόλυτα θετική ταύτιση της πολιτικής συμμετοχής με την ποιότητα της δημοκρατίας και η αντιμετώπισή της ως αυταξίας από τη μια μεριά ή η απόλυτα απενοχοποιημένη, σε επίπεδο lifestyle, αντιμετώπιση της πολιτικής απάθειας από την άλλη (το δίλημμα «θάλασσα ή κάλπη» είναι πολύ πρόσφατο), αποτελούν κινδύνους για την έρευνα της πολιτικής συμπεριφοράς, τόσο στο επίπεδο της διατύπωσης ερωτημάτων από τους ερευνητές, όσο και στο επίπεδο παροχής απαντήσεων από τους ερωτώμενους. Αφού θέτει τους παραπάνω προβληματισμούς, η συγγραφέας κλείνει το δεύτερο μέρος του βιβλίου με μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της σύγχρονης σχέσης πολιτικής συμμετοχής και δημοκρατίας.
Στο τελευταίο και περισσότερο εμπειρικό-ερευνητικό μέρος του βιβλίου, απομονώνονται οι βασικές ερμηνευτικές μεταβλητές της πολιτικής συμπεριφοράς, δηλαδή η ηλικία, η κοινωνική θέση και το φύλο. Στην περίπτωση κάθε μεταβλητής, αιτιολογείται η σημασία της με βάση ερευνητικά πορίσματα, οι διαφοροποιήσεις με βάση τις διαφορετικές κατηγορίες της, με έμφαση στον ελληνικό χώρο, ο τρόπος ορθής χρήσης της ερευνητικά, καθώς και οι περιορισμοί και οι δυνατότητές της. Η ανάλυση και τα στοιχεία που παρατίθενται στο συγκεκριμένο μέρος του βιβλίου διαλύουν οποιεσδήποτε αυταπάτες μπορεί να είχε ο αναγνώστης ότι το «παράδοξο» της σχέσης Κρίσης και μη συμμετοχής είναι όντως παράδοξο. Καθίσταται σαφές ότι η πολιτική συμμετοχή δεν είναι μια ελεύθερη και διαρκώς διαθέσιμη επιλογή όλων ανεξαιρέτως των πολιτών. Αντίθετα, οι πολλαπλές κοινωνικές ανισότητες καθιστούν τη συμμετοχή όχι μια υπόθεση δεοντολογικής «ευθύνης» κάθε πολίτη, αλλά μια κοινωνικά καθοριζόμενη συμπεριφορά, ακριβώς όπως και τη μη-συμμετοχή. Προφανώς, αυτός ο κοινωνικός επικαθορισμός είναι εντονότερος σε περιόδους κρίσης, όταν και οι κοινωνικές ανισότητες είναι εντονότερες.
Δεν υπάρχει λοιπόν κανένα παράδοξο μη συμμετοχής, αλλά μια έντονη αντίφαση, στην αναλυτική αποκωδικοποίηση της οποίας συμβάλλει το συγκεκριμένο βιβλίο, όντας χρήσιμο και πέραν των συνόρων της πολιτικής επιστήμης: ζούμε σήμερα σε μια εποχή που από τη μια μεριά οτιδήποτε συλλογικό θεωρείται διαβλητό ως μη-ατομικό και η Κρίση γιγαντώνει τις κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες υπονομεύουν τη δυνατότητα πολιτικής συμμετοχής για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Από την άλλη, αρθρώνεται η ανάγκη ακριβώς για μεγαλύτερη, ευρύτερη και βαθύτερη πολιτική συμμετοχή. Η συγκεκριμένη αντίφαση απειλεί να υπονομεύσει την ίδια την αρχή της πολιτικής ισότητας, πάνω στην οποία δομείται η δημοκρατία και, συνεπώς, η αντιμετώπισή της αποτελεί μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες προκλήσεις. Και το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν ίσως να περάσουμε από τη θεώρηση της πολιτικής συμμετοχής ως αυτονόητης αυταξίας, στην αντιμετώπισή της ως επίδικου αντικειμένου, άμεσα εξαρτώμενου από τις κοινωνικές συνθήκες.

Ο Γιάννης Τσίρμπας είναι διδάκτορας πολιτικής επιστήμης

Δεν υπάρχουν σχόλια: