24/11/12

Οι «κειτούκειτοι» του καιρού μας ως «ερμηνευτές» κειμένων

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Κάθε φορά που επιχειρείται από την κρατική εξουσία να νομοθετηθεί ένα πλαίσιο «αλλαγών» στη λειτουργία των Πανεπιστημίων, τούτο συνοδεύεται από μια «άνωθεν» και «κάτωθεν» προσπάθεια δυσφήμησής τους. Ένα «προπέτασμα καπνού» προαναγγέλλει τη «μητέρα όλων των μαχών». Το ίδιο συνέβη και πριν από πέντε χρόνια, όταν στήθηκε ο ομόλογος «εθνικός διάλογος» που αφορούσε τα εγχώρια τριτοβάθμια ιδρύματα, τα οποία φαινόταν να βρίσκονται «από καιρό σε τροχιά παρακμής». Κάτι παρόμοιο ενορχηστρώθηκε από το βήμα των Δελφών για τις «απίστευτα ‘σκοταδιστικές’ διαδικασίες» που τα διέπουν.
Αν επιμείνω στη δυσφήμηση που διαχέεται από το εσωτερικό των ίδιων των Πανεπιστημίων, προφανώς θα μπορούσαν εύκολα να εντοπισθούν αρκετές εστίες μιας τέτοιας πρακτικής. Εδώ θα περιορισθώ σε μία που είναι άκρως ενδεικτική για το πώς η «μεταφυσική» της κείμενης νομοθεσίας συνάπτεται με τη «φυσική» της εξουσίας στον ακαδημαϊκό μικρόκοσμο. Όσοι και όσες αποπειρώνται να την εγκαθιδρύσουν εμφανίζονται ως οι «Κειτούκειτοι» του καιρού μας. Αν ανατρέξουμε στον Αθήναιο (Δειπνοσοφιστές, Ι, 1) θα γίνει αμέσως αντιληπτό πώς ο ρήτορας Ουλπιανός ο Τύριος απέκτησε αυτό το παρατσούκλι, μια και «νόμον είχεν ίδιον μηδενός αποτρώγειν πριν ειπείν ‘κείται ή ου κείται;’» στην αττική γραμματεία, τριγυρνώντας «εν ταις αγυιαίς, περιπάτοις, βιβλιοπωλείοις, βαλανείοις».
Αυτή η συμπεριφορά τού «κείται ή ου κείται» αναζωπυρώθηκε τελευταία και με τη «νομοφοβία» που προξενούσε ο επαπειλούμενος έλεγχος, για την αλίευση «σκανδάλων», του Υπουργείου στις αποφάσεις εκλογών ή εξελίξεων μελών Δ.Ε.Π. Δεν παραβλέπω, βέβαια, τον εκθέτη της συγκυρίας, δηλαδή να περάσει όσο γίνεται στα «μαλακά» το υπό συγκρότηση νομοθέτημα της «Διαβούλευσης» για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τι ακριβώς διαδραματίζεται; Με την αυθαίρετη αξίωση να προτάσσεται η «γραμματική» ερμηνεία του οικείου νομικού πλαισίου, ό,τι δεν ανταποκρίνεται σε μια εντελώς τυπική ονοματοθεσία ενός και μόνον «γνωστικού αντικειμένου» χάνει την προτεραιότητα και καθίσταται «συγγενές» ή «συναφές». Με ό,τι όμως αυτό συνεπάγεται: δηλαδή με τον αποκλεισμό όσων κατέχουν ένα τέτοιο «γνωστικό αντικείμενο» από εισηγητικές επιτροπές και κάποτε από εκλεκτορικά σώματα. Με ένα παράδειγμα: το «Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» δεν έχει, διατείνονται οι αριθμητικώς περισσότεροι «Κειτούκειτοι», ως προς το «Ιστορία της εκπαίδευσης και Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» τη σχέση του «ιδίου» αλλά του «συγγενέστερου». Μόνο που και τα ηλεκτρονικά Μητρώα του υπουργείου (που λειτουργούν ως «Τιπούκειτος») τους διαψεύδουν ως προς την καταχώριση του «ιδίου»…
Ας κάνουμε τη χάρη των «Κειτούκειτων» και ας ξεκινήσουμε από το πεδίο της τυπικής λογικής: στην περίπτωσή μας παραβλέπεται ότι στο αυτό «γένος» εμπεριέχονται πολλά «είδη» ως μέρη του «πλάτους» του. Ακόμη και παρατακτικά να εξετασθούν, το καθένα δηλαδή αυτοτελώς, ό,τι θα μπορούσε να έχει ως ονομαστική ταυτότητα «Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» παραμένει αυτολεξεί το ίδιο και στις δύο εκφορές, στη στενή και την ευρύτερη, απλώς με τη δεύτερη να διαθέτει επιπλέον (χωρίς να μπερδεύει την τράπουλα) ένα ακόμη «μέρος» ή «είδος» της λογικής τάξης που τιτλοφορείται «Τομέας Παιδαγωγικής» ή «Επιστήμες της αγωγής» (και όπως αλλιώς βαφτίσθηκε ανά τη χώρα και όχι μόνο).
Βέβαια, η «ειδίκευση» ως κατοχή του «είδους» δεν επιτελείται και συνακόλουθα δεν πιστοποιείται ερήμην του «γένους» ή του «όλου». Το «ίδιον» ουδέποτε είχε εκτιμηθεί ως διαρκές κατηγόρημα. Η «ειδικότητα», όποια «μοναδολογία» κι αν επιστρατευθεί, δεν συγκροτείται in vacuo, δηλαδή ανεξάρτητα από το «κείμενο» και το «συγκείμενο» που την εμπεριέχει. Το «συγκεκριμένο», όποια κι αν είναι κάθε φορά η οριοθέτησή του, αποτυπώνεται πράγματι ως ιδιογενές, χωρίς όμως να αποκρύπτει ότι συνιστά τη «σύνοψη πολλών καθορισμών». Ό,τι μάλλον αδυνατεί να συλλάβει ο «Fachidiot». Μόνο όσοι και όσες κείτονται στην κλίνη του μεταφυσικού τρόπου σκέψης πρόδηλα έχουν την πρόθεση να κάνουν και άλλους να πιστέψουν στην οντολογική ακινησία και συνακόλουθα να απορρίπτουν μετά βδελυγμίας την ασταθή – δηλαδή ιστορικά καθορισμένη – ισορροπία «μερών» και «όλου». Τα παλαιότερα μέλη Δ.Ε.Π. που έχουν ξεφύγει από τον κύκλο της διδακτορικής τους διατριβής και δεν είναι συγγραφείς unius libri προφανώς έχουν περισσότερα πεδία ερευνητικής ενασχόλησης. Όσοι όμως παραμένουν στη γυάλα των μεταπτυχιακών τους σπουδών δικαιολογούν την απραξία τους και το κατοπινό  ισχνό συγγραφικό τους έργο με τον αυτοπεριορισμό στην «έδρα» τους και την αυτοπροστασία μιας συμπεριφοράς που δεν «πλατυάζει».
Όσο για το «ίδιος», ως επίθετο και όχι ως οριστική αντωνυμία, πάντα στη γλώσσα μας σημαίνει – κατά τα πιο δόκιμα Λεξικά – τον «όμοιο με κάποιον άλλο» (που «έχει τα ίδια ή παραπλήσια γνωρίσματα») ή τον «κοινό ανάμεσα σε δύο» πρόσωπα ή αντικείμενα, όποιο «γλωσσικό παιγνίδι» κι αν ακολουθηθεί ή όποιο «ιδιόμελο» (όπως αυτά που συνέθετε στο Βυζάντιο ο μελογράφος του 9ου/10ου αιώνα Πανάρετος ο Πράσινος) κι αν κάποιος/α ψελλίσει. Πολύ περισσότερο που το ίδιο πράγμα αποδίδεται και μονολεκτικά αλλά και ως συνωνυμία ή περιφραστικά, εφόσον λαμβάνεται υπόψη ότι η «ομοιότητα» προϋποθέτει κοινά ή ανάλογα γνωρίσματα. Τέλος, ο σύνδεσμος «και» είναι συμπλεκτικός γιατί συνδέει παρατακτικά (και όχι καθ’ υπόταξη) δύο αυτοδύναμα και αυτοτελή μεγέθη («ένα και ένα κάνουν δύο» και όχι κανένα), χωρίς να τροποποιεί ή να εξασθενίζει την αυτοδυναμία τους. Με ένα «συγγενές» παράδειγμα: η διπλή υπηκοότητα δεν είναι η «καμία» υπηκοότητα, αλλά η δυνατότητα να αποφασίζεις ως πολίτης–εκλέκτορας σε δύο διαφορετικά κράτη.
Η δυσπιστία πάντως προς τη «φωτογραφική» κατανόηση της γραμματικής, δηλαδή προς την καθιερωμένη ή υπό καθιέρωση «τάξη» της γλώσσας, ορθά έχει υποδειχθεί ότι δίδει την πρώτη ώθηση προς το φιλοσοφείν. Κάθε τέτοια σπουδή άξια συμμετοχής δεν αποτελεί μια μαθηματοκεντρική υπόθεση. Αντίθετα, αφορά πρωτίστως ζητήματα μεθόδου, εννοιολογικών αρμών και οικείας θεωρίας, τρόπους διατύπωσης προβλημάτων και εκδίπλωσης επιχειρημάτων σε έναν υπαρκτό και όχι παρωχημένο κόσμο. Για τούτο η τυχόν «εγγραμματοσύνη» σημαίνει πριν απ’ όλα ιστορική και πολιτική νοημοσύνη και όχι τεχνικές απομνημόνευσης και πνεύμα τυπολατρίας.   

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Έλενα Χασαλεύρη- Μια ιστορία για τον Gregor Samsa(λεπτομέρεια)

Δεν υπάρχουν σχόλια: