25/2/12

Θεωρία της Ιστορίας και Λογοτεχνική Πράξη: Ένα Παράδειγμα

ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

Το 1899, ο Τολστόι έγραψε ένα μικρό, αλληγορικό διήγημα με τίτλο: Δύο Διάφορες Εκδόσεις της Ιστορίας της Κυψέλης με το Καπάκι από Φιλυρόφλουδα.[i] Στο άρθρο μου αυτό θα προσπαθήσω, μέσω της πράξης της λογοτεχνικής κριτικής, να ανιχνεύσω την εντυπωσιακά πρώιμη σύζευξη από τον Τολστόι της λογοτεχνικής πράξης με ορισμένες σύγχρονες θέσεις της «Ιστορικοκριτικής Ερμηνευτικής Πράξης».[ii]
Ήδη, όπως είναι πρόδηλο από τον τίτλο, ο Τολστόι θέτει το θεωρητικό ερώτημα της «αντικειμενικότητας» των ιστορικών αφηγήσεων, και εφιστά την προσοχή του αναγνώστη ότι ο λόγος τού αφηγητή του θα εκφέρεται από δύο ομιλητικές θέσεις: εκείνη του «παραμυθά» αλλά και εκείνη του «μετα-ιστορικού», αφού η διήγησή του θα αφορά: Μία ιστορία για την Ιστορία.
Το διήγημα αρχίζει ως εξής: «Η πρώτη έκδοση της ιστορίας της κυψέλης με το καπάκι από φιλυρόφλουδα γράφτηκε απ’ τον κηφήνα ιστορικό Δρουπρόν. Κ’ η δεύτερη από μια μέλισσα εργάτρια» (55). Με βάση την ταυτότητα των ιστοριογράφων, του επώνυμου κηφήνα και της ανώνυμης μέλισσας-εργάτριας, ο κριτικός αναγνώστης εύκολα συμπεραίνει ότι ήδη, από το 1899, ο Τολστόι είχε εισάγει στο αλληγορικό του διήγημα τη διάκριση της «εκ των άνω» και της «εκ των κάτω» αφήγησης της Ιστορίας. Να σημειώσουμε εδώ, ότι η «εκ των άνω» ιστορία βρίθει από κύρια ονόματα, ενώ η «εκ των κάτω» εκφέρεται μόνο από το ανώνυμο συλλογικό υποκείμενο της εργασίας.
Με δεδομένη τη διάκριση αυτή, μένει να εξετάσουμε αν, σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει η ιστορικοκριτική ερμηνευτική πράξη, ο Τολστόι «ολισθαίνει σε μιαν ανιστόρητη διχοτομία, όπως κάποτε την ωθούν εκβιαστικά θιασώτες της ‘history from below’» στις μέρες μας. Eπίσης, αν αυτή η «μικροϊστορία» της κυψέλης με το καπάκι από φιλυρόφλουδα θα καταφέρει «να αντιπαρέλθει το -υπαρκτό ή όχι- φόβητρο των ‘μεγάλων αφηγήσεων’ αλλά και τον εγγενή κίνδυνο εγκλεισμού και αυτοπεριχαράκωσης στο ‘μέρος’».[iii]
Ο Αριστοτέλης, όπως γνωρίζουμε, θεωρούσε ότι «φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν∙ η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει».[iv] Έτσι, σύμφωνα με τους μεταφορικούς όρους που χρησιμοποιούνται στην ιστορικοκριτική πράξη, τη μεν ποίηση θα συνδέαμε με το «τηλεσκόπιο» τη δε ιστορία με το «μικροσκόπιο».[v] Να όμως που το ποιητικό είδος της Αλληγορίας, χάρη στα διττή του υπόσταση, τη φανερή (τα καθ’ έκαστον) και την αφανή (τα καθόλου), καταφέρνει με θαυμαστό τρόπο, όπως στο διήγημα του Τολστόι, να συνδέσει αυτόν τον κόσμο τον μικρό με τον μέγα! Ίσως, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, ότι σε ένα άλλο επίπεδο η ιστορικοκριτική πράξη επιδιώκει το ίδιο αποτέλεσμα, αφού, «ανάμεσα στα άλλα, καθιστά το αφανές προφανές» και «ανάγεται στον τρόπο άρθρωσης του όλου».[vi]
Ας επιστρέψουμε τώρα στις δύο εκδοχές της ιστορίας της κυψέλης. Αν και η ιστορικοκριτική ερμηνευτική πράξη αναστοχάζεται στις μέρες μας τη διάκριση αντικειμενικότητας/υποκειμενικότητας, η κλασσική Ιστοριογραφία απαιτούσε από τον ιστοριογράφο τη μεγιστοποίηση της «αντικειμενικότητας» και την ελαχιστοποίηση του «υποκειμενικού» παράγοντα στη συγγραφή του έργου. Έτσι, ο ιστορικός, προκειμένου να συνθέσει την αφήγησή του, πρέπει να αναζητήσει, να συλλέξει και να κατατάξει όλο το διαθέσιμο υλικό των κρατικών και ιδιωτικών αρχείων, των πηγών, κτλ. μιας εποχής, και ο αφηγηματικός του λόγος να μένει όσο το δυνατόν ανεπηρέαστος από υποκειμενικές θέσεις και κρίσεις, ως εάν η «ιστορία» να γραφόταν από μόνη της.
Η επίσημη ιστορία της κυψέλης, που γράφτηκε από τον διάσημο ιστοριογράφο κηφήνα Δρουπρόν, φέρει όλα τα εχέγγυα μιας έγκυρης, επιστημονικής εξιστόρησης:
«αρχίζει με την απαρίθμηση των στοιχείων και των πηγών. Στοιχεία και πηγές είναι τα εξής: ‘Σημειώσεις των διάσημων κηφήνων. Αλληλογραφία της Αυτού Υψηλότητας του κηφήνα Ντεμπέ, του πρεσβύτερου, με τον εκλαμπρότατο Κουκού τον νεότερο. Ημερολόγιο των Γοφ-Φουριέρ.[vii] Προφορικές παραδόσεις, ποιήματα και τραγούδια των κηφήνων. Ποινικές και πολιτικές υποθέσεις μεταξύ κηφήνων και μελισσών. Περιγραφές των περιηγήσεων που έκαναν ...οι κηφήνες σε ξένες κυψέλες. Στατιστικές πληροφορίες για την ποσότητα του μελιού στις διάφορες περιόδους της ζωής μιας κυψέλης’» (55).
Κοντολογίς, το σύνθετο και ευρύτατο «ιστοριογραφικό τοπίο» της εποχής που καλύπτει ο μέγας Δρουπρόν, εξασφαλίζει την «αντικειμενικότητα» του αφηγήματος (story) και τον έλεγχο της «υποκειμενικότητας» στο λόγο που απευθύνει ο αφηγητής- ιστορικός (discourse) στον αναγνώστη του.
Ο ιστοριογράφος Δρουπρόν, όπως μας πληροφορεί ο αφηγητής, αρχίζει την εξιστόρησή του με τη γένεση της ένδοξης κυψέλης, η κυριότερη διάκριση της οποίας ήταν ότι: «αυτή πρώτη παρήγαγε στον κόσμο τους κηφήνες, που αποτέλεσαν τη δόξα της και με την εσωτερική διοίκηση και με τις εξωτερικές σχέσεις» (56). Στη συνέχεια, ο Δρουπρόν περιγράφει τα πεπραγμένα της πρώτης Γενικής Συνέλευσης των κηφήνων, σημειώνοντας ότι η προσοχή τους «στράφηκε κυρίως στη θέση και τη δράση της εργατικής μέλισσας». Μετά την ανταλλαγή απόψεων επί του θέματος,
«όλοι ομόφωνα παραδέχτηκαν πως ήταν ικανοποιητική κ’ είχε ανάγκη από σοφή καθοδήγηση για να βελτιωθεί. Η Συνέλευση, μοιράστηκε τους διάφορους κλάδους της διοίκησης κι αμέσως κιόλας, άρχισε να εκθέτει τα μέτρα που θα συντελούσαν στην τελειοποίηση της δουλειάς των μελισσών. Αμέσως ανάδειξαν τους διάφορους διευθυντές, τους βοηθούς και τους βοηθούς των βοηθών: το λογοκριτή... τους επόπτες, τους επιθεωρητές ... τους δικαστές, τους θύτες, τους ποιητές και τους κριτικούς κ’ όρισαν για όλους ανάλογες αποδοχές και επιδόματα» (57).
Από τα «πρακτικά», αυτής της πρώτης Συνέλευσης των κηφήνων, ο αναγνώστης παρατηρεί ότι το εργατικό υποκείμενο, γύρω από τον έλεγχο και τη χειραγώγηση του οποίου θεσμοθετούν οι κυβερνώντες κηφήνες, απουσιάζει παντελώς από τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ως εκ τούτου, βγάζει το συμπέρασμα ότι η «εκ των άνω» αφήγηση της Ιστορίας αντανακλά τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης των κηφήνων, η οποίοι, μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, διαμορφώνουν τη συνείδηση της εργατικής τάξης των μελισσών με τέτοιο τρόπο, ώστε τα μέλη της να θεωρούν πως είναι φυσική αναγκαιότητα «να υποτάσσονται στους κυβερνήτες και να μοχθούν για την καλή τους συντήρηση» (60).
Αναφέραμε ποιο πάνω τις δύο ομιλητικές θέσεις από τις οποίες εκφέρει το λόγο του ο αφηγητής. Σ’ ό,τι αφορά τη θέση της διήγησης, θα προσέξουμε ότι ο αφηγητής, ουδέποτε παρεμβαίνει με σχόλια, εκτιμήσεις ή κρίσεις. Έτσι, λειτουργεί απλώς ως «πλαίσιο» εντός του οποίου εξελίσσεται η εξιστόρηση των δύο ιστορικών εκδοχών. Η απουσία αυτή, ωστόσο, οδηγεί στο ερώτημα από πού συνάγεται η παρουσία μιας άλλης, μεταϊστορικής, ομιλητικής θέσης, και με ποιο τρόπο οδηγείται ο αναγνώστης σε αξιολογικά συμπεράσματα, για την ιστοριογραφική αφήγηση των κηφήνων, όπως αυτά που αναφέραμε πιο πάνω, χωρίς αφηγηματική καθοδήγηση.
Η εγκυρότητα των συμπερασμάτων του αναγνώστη δεν επιβεβαιώνεται από έναν εντός του κειμένου ευθύ μεταϊστορικό λόγο προς αυτόν, αλλά από ρητορικούς τρόπους, που εισχωρούν επιδέξια στην αφήγηση του ιστοριογράφου και την εκθέτουν. Η αφηγηματική αυτή στρατηγική γίνεται πρόδηλη στο παράθεμα που ακολουθεί: «Στις δύο η ώρα, τη στιγμή που οι εργάτριες μέλισσες, σα φορτηγά άλογα, εξακολουθούσαν την αδιάκοπη, τη συνηθισμένη, την κατώτερη δουλειά τους, κουβαλώντας τα υλικά για το μέλι και το κερί», «οι μεγάλοι, χνουδάτοι και καλοθρεμμένοι κηφήνες για πρώτη φορά πέταξαν έξω», κατευθυνόμενοι εν πομπή προς την Γενική τους Συνέλευση. «Κείνοι που είδαν την έξοδο αυτή, ομόφωνα βεβαιώνουν, πως ο κόσμος δεν ξαναείδε θέαμα μεγαλοπρεπέστερο από αυτό... ήταν αδύνατον να το δει κανείς χωρίς να δακρύσει από συγκίνηση» (56-7).
Εδώ, η μετατόπιση του οπτικού πεδίου του ιστοριογράφου Δρουπρόν, από τον ταπεινό κόσμο των εξουσιαζόμενων στον λαμπρό κόσμο των εξουσιαστών, διαταράσσεται από την παρομοίωση «σα φορτηγά άλογα» και το επίθετο «καλοθρεμμένοι», που μαρτυρούν την κρυφή παρέμβαση του μεταϊστορικού αφηγητή και την κριτική του απόσταση από την «εκ των άνω» ιστορική αφήγηση, η οποία ελέγχεται εδώ για «υποκειμενισμό», δεδομένου ότι οι αποκλεισμοί και οι αποσιωπήσεις της έρχονται σε κατάφορη αντίθεση με την ταξική, κοινωνική πραγματικότητα της κυψέλης.
Από το σημείο αυτό του μύθου, η «εκ των άνω» εκδοχή της ιστορίας της κυψέλης, αρχίζει να εναλλάσσεται με την «εκ των κάτω» εκδοχή. Ιδού πώς περιγράφει μια μέλισσα στο ημερολόγιό της τον «ανιδιοτελή» μόχθο των κηφήνων: «Έκαναν το σουλάτσο τους σήμερα τ’ αφεντικά μας, σάλπιζαν και τριγύριζαν άσκοπα παν’ απ’ τις κυψέλες... κι’ ενόχλησαν τρομερά τον κόσμο στη δουλειά του... Κατά τις τέσσερις μονάχα συμμαζεύτηκαν. Όλοι τους κατακουράστηκαν κάνοντας τίποτα κι’ αμέσως ρίχτηκαν λαίμαργα στο φαΐ» (58). Σύμφωνα με την ερμηνεία των κηφήνων ιστορικών, οι αρνητικοί αυτοί χαρακτηρισμοί οφείλονται στο γεγονός ότι οι κρατούντες, «φαινομενικά έδιναν την εντύπωση πως έκαναν τα ίδια όπως και χτες... Έτσι φαινόταν μόνο σ’ εκείνους που δεν καταλάβαιναν» (58).
Αυτή η «ερμηνεία», ωστόσο, περί της μεροληπτικής θέσης των ανίδεων μελισσών, ανατρέπεται άρδην από την παρακάτω καταγραφή στο ημερολόγιο ενός εκ των κυριότερων πρωτεργατών, που παραθέτει ο ιστορικός Δρουπρόν:
«Με ανέδειξαν ομόφωνα ιδρυτή της κανονικής πτήσης των εργατών. Τα καθήκοντά μου είναι πολύ δύσκολα και περίπλοκα. Έχω επίγνωση της σπουδαιότητάς τους και για τούτο, χωρίς να φείδομαι στις δυνάμεις μου, προσπαθώ να τα εκτελώ κατά τον καλλίτερο τρόπο. Όμως μόνος μου ήταν αδύνατον ν’ ανταπεξέλθω στο φόρτο της δουλειάς και για τούτο κάλεσα τον Α για βοηθό μου, τόσο πιο πολύ που ένας ξάδελφος της θείας μου με παρακάλεσε κάπου να τον βολέψω. Το ίδιο έκανα κι όσον αφορά τον Β και τον Γ. Όμως κι’ αυτοί θάχουν ανάγκη από βοηθούς» (58).
Εδώ, θα πρέπει να παρατηρήσουμε μια σημαντική, υφολογική αντίθεση μεταξύ των δύο ημερολογιακών καταγραφών. Αν και το ημερολόγιο είναι ένα προσωπικό αρχείο, εκείνο της μέλισσας δεν αναφέρεται πουθενά στο άτομό της. Μιλά με τη φωνή του συλλογικού, εργατικού υποκειμένου και καταθέτει μια ρεαλιστική εικόνα της dolce vita των κηφήνων. Τα ειρωνικά της σχόλια, δεν πρέπει να εκληφθούν ως «υποκειμενικά», δεδομένου ότι οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί για τους κηφήνες προέρχονται από τους λαϊκούς, σημασιολογικούς προσδιορισμούς του λεξήματος «περιφρόνηση», που χρησιμοποιούν στην κουβέντα τους οι εργάτριες-μέλισσες για τ’ αφεντικά τους. Με άλλα λόγια, αντανακλούν την «υποκειμενική» σκοπιά μιας ολόκληρης τάξης, και απ’ αυτή την άποψη είναι «αντικειμενικά».
Αντίθετα, η αφήγηση του μπουρζουά κηφήνα, χαρακτηρίζεται από έναν άκρατο ατομικισμό, καθώς εστιάζει αποκλειστικά στο «εγώ» του, με στόχο να φιλοτεχνήσει ένα ιδανικό πορτρέτο του εαυτού του. Έτσι, μας πληροφορεί πως χάρη στη φιλόπονη ηγεσία του, το υπεύθυνο για την «κανονική πτήση των εργατών τμήμα του, σύντομα εκπόνησε ένα περισπούδαστο νομοσχέδιο, το οποίο έφερε προς συζήτηση και ψήφιση στη Γενική Συνέλευση. Στη συζήτηση, ωστόσο, «οι γνώμες διαιρέθηκαν, η πρόταση του Ντεμπρέ του πρεσβύτερου για ψηφοφορία παρουσίασε ασάφειες, κι «αποφασίστηκε να βγάλουν επιτροπή που ν’ αναθέσουν σ’ αυτή να το μελετήσει και να προσκομίσει το πόρισμα στην επόμενη συνεδρίαση» (59).
Εδώ, πίσω απ’ αυτά που γράφονται, ακούγονται και τα όσα δεν γράφονται, χάρη στην εξασκημένη ακοή του μετα-ιστορικού αφηγητή, αλλά και της διττής σημασιολογικής δομής της Αλληγορίας. Η οποία, δια της επαγωγής μας μεταφέρει από το «καθ’ έκαστον» στο «καθόλου». Συνεπώς, ο σημερινός αναγνώστης, παρά τη χρονική απόσταση που τον χωρίζει από τον τότε αναγνώστη του διηγήματος του Τολστόι, αλλά και την ακόμα μεγαλύτερη από τον αναγνώστη του κηφήνα ιστορικού Δρουπρόν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πεπρωμένο του διεφθαρμένου, κρατικού Συστήματος εντός του οποίου ζούσαν υποταγμένες οι μέλισσες την μακρινή εκείνη εποχή, είναι παρόμοιο με εκείνο εντός του οποίου ζει κι αυτός σήμερα! Έτσι, το ρητό: όσο περισσότερο αλλάζει, τόσο περισσότερο παραμένει το ίδιο, επαληθεύεται.
Τώρα, αν ο σύγχρονος αναγνώστης εξακολουθεί να υποτάσσεται παθητικά στη μοίρα του, οι εργάτριες-μέλισσες δεν έπραξαν το ίδιο. Όπως μας πληροφορεί ο ιστοριογράφος Δρουπρόν,
«Κάποια μικρή διαταραχή συνέβηκε, ειν’ αλήθεια, στην κανονική ζωή της κυψέλης: ένα μέλος της εργάτριας- μέλισσας, θεώρησε καλό, άγνωστο για πιο λόγο, να πετάξει μαζί με τη βασίλισσα έξω από την κυψέλη και να κρεμαστεί στο κλαρί μιας σουρβιάς.. Και μια παρόμοια, αυθαίρετη πράξη των μελισσών θα μπορούσε να κλονίσει το κύρος των κηφήνων αν αυτοί δεν είχαν την πρόνοια, την ίδια στιγμή που γινόταν η ομαδική κείνη έξοδος, ν’ αφήσουν με τρόπο να νοηθεί, πως γινόταν σύμφωνα με κάποια ανώτερη υπόδειξη κείνων, που κυβερνούν, κι’ έτσι να μην μπορέσουν οι μέλισσες μήτε καν να διανοηθούν πως τόκαναν αυτόβουλα. Οι μέλισσες που έφυγαν κηρύχτηκαν εξόριστες, οι άλλες δε που έμειναν μέσα στην κυψέλη, ξακολούθησαν όπως πρωτύτερα να υποτάσσονται στους κυβερνήτες τους και να μοχθούν για την καλή τους συντήρηση» (60).
Φευ! Η επιβολή της τάξης και η ιδεολογική χειραγώγηση, δεν κράτησαν για πολύ. Η αγωνιστικότητα των Indignados μελισσών δεν κάμφθηκε. Ο σπόρος της επανάστασης είχε πια ριζώσει για τα καλά. Έτσι, προς το τέλος του καλοκαιριού, όταν οι κηφήνες μπήκαν μια μέρα στην κυψέλη, βρήκαν «προς μεγάλη τους κατάπληξη» πως οι μέλισσες είχαν κάνει κατάληψη! Οι κηρήθρες «ήταν πιασμένες από μέλισσες–εργάτριες, που δεν τους παραχώρησαν με κανένα τρόπο τη θέση τους» (60). Οι κηφήνες πέταξαν περιφρονητικά σε άλλες κυψέλες, αλλά και αυτές τελούσαν υπό κατάληψη! Οι εργάτριες-μέλισσες όλων των κυψελών είχαν ενωθεί.
Μην έχοντας άλλη διέξοδο, οι κηφήνες αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στην δική τους κυψέλη. Όμως λογάριασαν χωρίς τον ξενοδόχο. Οι μέλισσες «τους στρίμωξαν όλους στο κάτω μέρος, που έκανε κρύο και δεν είχε τροφή ... Οι κηφήνες λίγνευαν, σούρωναν και πέθαιναν ο ένας ύστερ’ απ’ τον άλλον» (60-61). Όπως σημειώναν οι κηφήνες ιστορικοί, ήταν φανερό πως οι μέλισσες, «χάνονταν μέσα στην αναρχία καθώς στερήθηκαν τους καθοδηγητές τους. Οι μέλισσες καταστράφηκαν, γιατί δεν υποτάχτηκαν στους κηφήνες. Και χάθηκαν όλες» (61). Έτσι τέλειωνε η «εκ των άνω» εκδοχή της λαμπρής ιστορίας της κυψέλης με το καπάκι από φιλυρόφλουδα.
Η «εκ των κάτω» ιστορία της ίδιας κυψέλης, ωστόσο, «η γραμμένη από μια μέλισσα», μας παρουσιάζει μιαν εντελώς αντίθετη εκδοχή των γεγονότων! Οι μέλισσες όχι μόνο δεν χάθηκαν, αλλά όταν ήρθε η άνοιξη «η ζωή της μέλισσας... ήταν μια αδιάκοπη χαρά δουλειάς» (61). Όμως, οι μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσαν οι μέλισσες, δεν ήταν ριζικές. Έδωσαν μεν μεγάλη έμφαση στην αύξηση της παραγωγής, «όμως παράβλεπαν και την ακαματωσύνη και τη βουλιμία των κηφήνων». Το σκεπτικό τους ήταν το ακόλουθο: «πρώτο, πως ένας τους θα τους χρειαζόταν και δεύτερο, γιατί ήταν τόση η αφθονία απ’ όλα, που μπορούσαν να παραβλέψουν και τη σπατάλη, πούκαναν οι αργόσχολοι κι’ άχρηστοι κηφήνες» (62).
Η ανοχή τους δεν κράτησε για πολύ. Να τι έγραφε μια μέλισσα «στις σημειώσεις της (4–0 τετράδιο, σελ.5):
«Περί τα τέλη Μαΐου, συνέβηκε ένα μεγάλο γεγονός.... Η καινούργια βασίλισσα αμέσως άρχισε να γεννάει. Οι ιτιές άνθισαν κι έπρεπε να θρέψουμε τα μικρά... και να κάνουμε την προμήθειά μας σε μέλι για το χειμώνα ... Οι κηφήνες στο αναμεταξύ... ξακολούθησαν να κατατρώνε τον κόπο των μελισσών... Μα οι εσωτερικές ανάγκες αύξαιναν ολοένα ... Τότε, οι μέλισσες, χωρίς μήτε να συνεννοηθούν αναμεταξύ τους, μήτε να πάρουν καμιά απόφαση, έπαψαν μεμιάς να επιτρέπουν στους κηφήνες να φάνε άλλο μέλι και κάθισαν πάνω στις κυψέλες...Οι κηφήνες ξεπαστρεύτηκαν, μα η κυψέλη όχι μόνο δεν χάθηκε, παρά σε μια παρά ποτέ ανθηρότατη κατάσταση προετοιμάστηκε για το χειμώνα. Οι μέλισσες κατασίγασαν στις θέσεις τους κρατώντας ζεστασιά στα μικρά, κι έτσι απόμειναν, περιμένοντας πάλι την άνοιξη και μ’ αυτή πάλι τη χαρά της ζωής» (62-63).
Έτσι τέλειωνε η «εκ των κάτω», εκδοχή της ιστορίας της κυψέλης με καπάκι από φιλυρόφλουδα. Μια ιστορία καθημερινού μόχθου και υποταγής, που διαμόρφωσε την ταξική συνείδηση του συλλογικού υποκειμένου της εργασίας, το οδήγησε σε αντίσταση και πάλη κατά των εξουσιαστών, τέλος, στην επαναστατική πράξη.
Στο αλληγορικό αυτό διήγημα του Τολστόι, μέσα από μια «μικροϊστορία», αναδύεται το φάντασμα της Μεγάλης Αφήγησης, που ρηγματώνει το «μονόδρομο» του γραμμικού, ιστορικού χρόνου των κηφήνων, αναπτερώνει την ελπίδα των μελισσών κι ελευθερώνει «από την εκμετάλλευση, την καταπίεση και την ταξική πάλη»[viii] όχι μόνο την κυψέλη με το καπάκι από φιλυρόφλουδα, αλλά και όλες της κυψέλες του κόσμου.

Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια Φιλολογίας του ΑΠΘ

1.Στη Συλλογή: Λ.Ν.Τολστόη, Δεν Υπάρχουν στον Κόσμο Ένοχοι. Μετ. Κοραλίας Μακρή. Εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή: Αθήνα, 1944. Τα παραθέματα θα είναι εκτενή ώστε να μην χάσουν οι αναγνώστες/τριες την απόλαυση της λογοτεχνικής γραφής. Η σελίδα θα δίνεται στο τέλος του παραθέματος. Ελάχιστες διορθώσεις έχουν γίνει στην ορθογραφία.
2. Π. Νούτσος, Για την Ιστορικοκριτική Ερμηνευτική Πράξη, «Αναγνώσεις», Η Αυγή, 25 Δεκεμβρίου 2011, σ. 24.
[iii] Στο ίδιο.
[iv] Ποιητική, Ακαδημία Αθηνών: Αθήνα, 1997.
[v] Π. Νούτσος.
[vi] Στο ίδιο.
[vii] Σημ. Μετ. « ο καταλυματίας της αυγής».
[viii] Το κομμουνιστικό Μανιφέστο. Εισαγωγή στη Γερμανική Έκδοση του 1883.

Δεν υπάρχουν σχόλια: