6/1/12

Εγώ, το κείμενο και ο «άλλος»

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αν μπορούσε ένα λογοτεχνικό κείμενο να ερμηνευτεί όπως μια παρτιτούρα∙ να διαβαστεί σαν μια κωδικοποιημένη, δεδομένη μουσική πρόταση, κατάσταση έστω, και να ακουστεί κάθε φορά διαφοροποιημένη, στιγματισμένη από την όποια δεξιοτεχνία και καλλιτεχνική ευαισθησία του εκάστοτε εκτελεστή-αναγνώστη της, τα πράγματα θα ήταν απλούστερα. Αν οι λέξεις περιέκλειαν και διατηρούσαν αναλλοίωτο, μέσα στον χρόνο, το φορτίο της μνήμης τους, αμετάβλητο  το νόημά τους, σταθερές και αδιαπραγμάτευτες τις μουσικές τους ιδιότητες και δυνατότητες, η λογοτεχνικότητα ενός κειμένου θα ήταν ανά πάσα στιγμή ευδιάκριτη και δεδομένη, το μήνυμά του ευανάγνωστο και το νοηματικό του εκτόπισμα-άκουσμα θα γινόταν αντιληπτό με παραλλαγές και διακυμάνσεις, εξαρτώμενες από τον διαφορετικό βαθμό της λογοτεχνικής επάρκειας, της αναγνωστικής ευαισθησίας και την ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητα του εκάστοτε αναγνώστη.
Η παρουσία ή η απουσία του δημιουργού  του κειμένου θα ήταν μάλλον αδιάφορη κι εν πάση περιπτώσει δεν θα αποτελούσε το αντικείμενο έντονων συζητήσεων και αντεγκλήσεων∙ η αναζήτηση ιχνών της διάσπαρτης, μέσα στο κείμενο, παρουσίας του, θα αποσκοπούσε στην επισήμανση κάποιων υφολογικών ιδιαιτεροτήτων, ενδεχομένως ενισχυτικών μιας ιδιάζουσας λογοτεχνικής υφής του δημιουργήματός του και τίποτα περισσότερο.
Αλλά οι λέξεις δεν είναι νότες στους κόλπους των γραμμάτων τους δεν ταυτίζονται ο ήχος και το ιδεατό τους νόημα. Μπορεί να διαφυλάσσουν ακέραιο τον ήχο τους, το νοηματικό τους πεδίο, ωστόσο, παραμένει εσαεί ανοιχτό, απεριφρούρητο κι εκτεθειμένο σε ποικίλες και απρόβλεπτες συγκυρίες, ενώ η αδιαφιλονίκητη μουσική τους δυνατότητα τελεί εν υπνώσει και υπό μιαν αίρεση, που η πλήρωσή της εξαρτάται από τη σύμπραξη  πολλών, απροσδιόριστων και ανεξέλεγκτων παραγόντων εξωκειμενικής και εξωλογοτεχνικής, στην πλειονότητά τους, προέλευσης. Όσο για τον δημιουργό του κειμένου, αυτόν τον μοναχικό οιονεί σκηνογράφο, που φαντάστηκε ότι μπορεί να στήσει, με υλικό τις λέξεις, ένα δικό του σκηνικό επάνω στην αχανή, επίφοβη και ολισθηρή γλωσσική επιφάνεια-σκηνή, που ονειρεύτηκε να κάνει τη φωνή του διακριτή μέσα στον ορυμαγδό φωνών του παρελθόντος και του παρόντος, στο κέντρο της βουερής σιωπής της μοναξιάς του, η μοίρα του επεφύλαξε -και αν- μία θέση στις παρυφές του δημιουργήματός του.
Αυτόν λοιπόν ας υποδυθώ, κρυμμένος πίσω από την επιφάνεια ενός κειμένου -έστω κειμένου μου-, το οποίο, αποσπασμένο από μένα, μην υπάρχοντας πια παρά μόνο για τον εαυτό του, ηδυπαθώς και με σαδιστική νωχέλεια «παραδίδεται», εκτίθεται μάλλον, στο «αδιάκριτα» ερευνητικό βλέμμα του «άλλου», επιθυμώντας διακαώς την, δια της αναγνώσεως, επανεγγραφή του ή, καλύτερα, την ξαναγέννησή του από το ενιαίο σώμα, το δημιουργημένο  από την ένωση της γραφής και της ανάγνωσης. Όσο για μένα, έχοντας με τον καιρό συνειδητοποιήσει πια, αλλά και αποδεχτεί την αδυναμία μου να συμμετάσχω στη διαδικασία αυτής της ένωσης, αρκούμαι στα υπολείμματα και στους απόηχους των φωνών, των ήχων και των οσμών προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων που τόλμησα ή αξιώθηκα να μπορώ να αποσπάσω , να εξορύξω από τα βάθη ενός κόσμου υπαρκτού, ονειρικού ή φανταστικού, υπακούοντας στη διακριτικά ή και αδιάκριτα, σε κάθε περίπτωση, πάντως, επιτακτικά, εκδηλωμένη επιθυμία τους να υπάρξουν  μέσω εμού αλλά ανεξάρτητα από μένα, έξω από την εμβέλεια και τη θέρμη της ανάσας της φωνής μου. Σαν αγωνιώντας να υπαχθούν στους αδήριτους κανόνες του παιχνιδιού και τους, κάποτε εξουθενωτικούς, όρους της έκφρασης, που απαρεγκλίτως ισχύουν στην επικράτεια της κειμενικής έκτασης∙ εκεί όπου τα εκμαγεία υπερισχύουν των προτύπων και όπου τον πρώτο λόγο έχουν η αναγνωστική περιέργεια και η κριτική αναψηλάφηση των νοημάτων.
Με συρρικνωμένη την υποκειμενικότητά μου, «υποβιβασμένος» στη θέση του ποιητικού υποκειμένου, ή σ’ αυτήν του αφηγητή,  ανάλογα με την περίσταση, δεν αγωνιώ, όπως άλλοτε, για τη μοίρα ενός κειμένου μου, έχοντας οριστικά πειστεί ότι στην έντυπη τουλάχιστον μορφή του δεν μου ανήκει. Ο λόγος μου αλλοιωμένος, αλλοτριωμένος δια της γραφής,  δεν είναι πια παρά ένα σιωπηλό απόσταγμα όλων όσα με κινητοποίησαν στην εκφορά του. Μπορεί να κατέχω, στον βαθμό που μου επιτρέπει η όποια πνευματική και ψυχολογική μου επάρκεια -ίσως και ανεπάρκεια- την αφορμή, το εσωτερικό ή το εξωτερικό ερέθισμα που με έριξε σ’ αυτή την περιπέτεια της  «άσκοπης σκοπιμότητας», δεν είναι ωστόσο αυτό εχέγγυο για την επίτευξη μιας ιδανικής ή έστω απλώς ικανοποιητικής αντιστοιχίας ανάμεσα στην αρχική  πρόθεση και το μονίμως μετέωρο, παρά την οριστικότητά του, αποτέλεσμα. Με τα ίχνη μου διάσπαρτα στην έκταση ενός κειμένου που εγώ δημιούργησα, αποδεικτικά του περάσματός μου απ’ αυτό και επιβεβαιωτικά της απουσίας μου, στις περισσότερες περιπτώσεις πρόσφορα  για τον εντοπισμό κάποιων υφολογικών ψηγμάτων και, σπανιότερα, για τη συνύφανση μιας γοητευτικά απροσδιόριστης ατμόσφαιρας, αδυνατώ να συμβάλω  στο άκουσμα και στην κατανόηση του όποιου μηνύματός μου.
Ο φόβος ότι ακόμα και η πιο ανεπαίσθητη ανάσα μου μπορεί να ταράξει τη χλόη των λέξεων που συνάρμοσα, ότι ακόμα και ο πλέον ανάκουστος  τριγμός του πιο διακριτικού πατήματός μου στην επιφάνεια του κειμένου μου μπορεί να αποπροσανατολίσουν τον αναγνώστη, να στρεβλώσουν την ευθυκρισία του∙ αυτός ο φόβος -σε συνδυασμό με την ενδιάθετη και την επίκτητη ανασφάλεια του ανθρώπου που, προκειμένου να ακουστεί ο λόγος του, απεμπολεί τα νοηματικά πρωτοτόκιά του, την πρωτοκαθεδρία του στο ίδιο το κείμενό του- με υποχρεώνει στην παραδοχή της ανελευθερίας μου. Με οδηγεί στην αναθεώρηση, αν όχι στον οριστικό ενταφιασμό, νεανικών, πραγματικών, ψευδεπίγραφων ή νομιζόμενων, βεβαιοτήτων μου∙ κυρίως της βεβαιότητας που με διακατείχε ότι η τέχνη και, πιο συγκεκριμένα, η ποίηση είναι ένα σαγηνευτικό πεδίο άσκησης ελευθερίας. Αφού τώρα μπορώ να πω ότι γνωρίζω, χρειάστηκε πολύς χρόνος και πολύς κόπος για να καταλάβω, να διδαχτώ μάλλον, ότι η ελευθερία στην έκφραση είναι, εντέλει, περιοριστική, μην επιτρέποντας παρά μόνο την ελεύθερη -κι αυτή υποδορίως, από σκοτεινές και ανεξέλεγκτες επιταγές επιβαλλόμενη- επιλογή των δεσμών που διέπουν την κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα. Ότι πρόκειται για μια ελευθερία λειψή, αφού οποιαδήποτε σημασιολογική παρέκκλιση κι αν επιχειρηθεί -εν ονόματί της- από τον κανόνα, κυνηγημένη από τη μνήμη του πραγματικού ή του φανταστικού σημείου απ’ όπου παρεξέκλινε, αργά ή γρήγορα θα επανακάμψει σ’ αυτό.
Πάντως εγώ, όσο κι αν απουσιάζω από το κείμενό μου ως πάσχον ποιητικό υποκείμενο, δεν εξαφανίζομαι εντελώς. Όσο κι αν ελάχιστα -ή και καθόλου- απασχολώ τον αποδέκτη του μηνύματός μου, ο οποίος -αδιαφορώντας για τους εμφανείς ή τους εντέχνως καλυμμένους προσωπικούς [μου] συγκινησιακούς κραδασμούς ή επιδεικτικά παρακάμπτοντάς τους-, δεν μεριμνά παρά μόνο για ν’ ακούσει και να δώσει φωνή σε ό,τι «άκουσε» κατά τη διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας κι ενόσω τελεί υπό αναστολή η ιδιοκτησιακή μου σχέση με το δημιούργημά μου, δεν παύω να υπάρχω. Δεν παύω να είμαι παρών,  ίσως γιατί το σώμα που συναπαρτίζουν η γραφή και η ανάγνωση μπορεί να είναι ενιαίο, δεν είναι, ωστόσο, αρραγές και αδιαπέραστο∙ υπάρχουν κάτι ρωγμές, διακριτές ή δυσδιάκριτες, απ’ όπου μπορώ διακριτικά να παρεισφρέω, αν όχι αγωνιώντας, πάντως διαρκώς αναρωτώμενος. Γιατί αν το κείμενό μου δεν είναι κατανοητό ως έκφραση ζωής αλλά -όπως λένε- ως προς αυτό που λέει, αυτό που λέει πόσο ανταποκρίνεται σ’ αυτό που εντέλει θέλησα να πω; Πόσο το μήνυμά μου και το νόημά του στρεβλώθηκαν, αλλοιώθηκαν από την υγρασία των συναισθημάτων και της συγκίνησης, από τη μέθη των ήχων των φθόγγων και των λέξεων στο ασύνορο πεδίο της γραφής; Κι ακόμα: Θα αξιωθώ άραγε να διακρίνω και τη δική μου φωνή στη φωνή που θα προσδώσει ο αναγνώστης στα γραφόμενά μου; Και πού θα βρίσκομαι, σε ποια γωνιά του κειμένου παρατημένος, όσο αυτός ξετυλίγει το περίκλειστο στον εαυτό του δημιούργημά μου; Και όταν αυτό γίνει αντικείμενο ιδιοποίησης ενός ξένου, μιλάει κι ακούγεται μέσω της φωνής του, πώς θα ορίζεται το μερτικό της δικής μου ιδιοκτησίας επάνω του;     
      
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωγρίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: