ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ, Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου;, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 212
«Η ηδονή του πόνου», «η βεβήλωση του σώματος», «η παραφορά και το πάθος», «η επαφή με το ενδότερο ‘είναι’ μας», «η απώλεια», «η είσοδος στη μοναξιά», «η ανυπαρξία», «η κατάργηση της ατομικότητας», «η εγκατάλειψη», «το διαζύγιο», «η προδοσία», «η φθορά του σώματος», «η δειλία», «τα αγκάθια της ψυχικής αναλγησίας» είναι μερικά μόνο από τα θέματα-ψηφίδες που συνθέτουν το παζλ του ιδιότυπου κόσμου της Μαρίας Κουγιουμτζή. Ενός κόσμου παράπλευρου με αυτόν της πραγματικότητας, με εμφανείς τους αρμούς που τον συνέχουν μ’ αυτήν, με απροκάλυπτα ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας μαζί της, ανοιχτού κι ευπρόσβλητου στις παντοειδείς εκπομπές της κι ωστόσο ξεχωριστού∙ διαπερασμένου, θα έλεγε κανείς, αλλά, συνάμα, και προστατευτικά επικαλυμμένου από τις υγρές, άλλοτε διαυγείς και άλλοτε θολές, αναθυμιάσεις της μνήμης και της έντονης νοσταλγικής διάθεσης της αφηγήτριας.
Αλλά κι ενός κόσμου, η χλωρίδα, η πανίδα και η ανθρωπογεωγραφία του οποίου έχουν υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις και η εν γένει «συμπεριφορά» τους μοιάζει να έχει υποστεί σοβαρές μεταλλάξεις, χάρη στην ακατάπαυστη επενέργεια των δυνάμεων του ονείρου.
Τόσο στα διηγήματα του προηγούμενου, πρώτου βιβλίου της Μαρίας Κουγιουμτζή (Άγριο βελούδο, 2008), όσο και σ’ αυτά που συνθέτουν το περί ου ο λόγος, κυριαρχεί η αίσθηση ότι πίσω από συμβάντα και καταστάσεις, πίσω από τις δράσεις, την αδράνεια, τον λόγο και τη σιωπή των προσώπων που παρελαύνουν, πλην όμως σαν σε ακινησία ευρισκόμενα, στις επιμέρους ιστορίες, ελλοχεύει ένας κίνδυνος, ένας φόβος που διαβρώνει και υποσκάπτει τη φαινομενική επιφανειακή, αφηγηματική, νηνεμία. Ότι μονίμως καιροφυλακτεί κάτι το αιφνίδιο και αναπάντεχο, που ενώ μοιάζει να συνυπάρχει με το οικείο, απτό και συνηθισμένο καθημερινό, εντούτοις μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να λειτουργήσει ανατρεπτικά∙ να καταργήσει τις ρεαλιστικά δομημένες, στο αφηγηματικό πεδίο, πτυχές της πραγματικότητας και να τους προσδώσει την υφή του ονείρου και δη του εφιάλτη.
Πράγματι, τα διηγήματα του βιβλίου βρίθουν ονειρικών καταστάσεων που, όσο διαρκούν, τις περισσότερες φορές, αποπνέουν ένα εφιαλτικό γκρίζο, ακόμα και όταν τα διαδραματιζόμενα δεν προσφέρονται, εκ πρώτης όψεως, για τη δημιουργία εφιαλτικού κλίματος∙ όπως και να ’χει, πάντως, το ονειρικό στοιχείο εξυπηρετεί δραστικότατα την ενδιάθετη τάση της αφηγήτριας να ανατρέπει, με ποικίλους, ενίοτε ιδιαίτερα ευρηματικούς, τρόπους, το σκηνικό επάνω στο οποίο υφαίνει τον αφηγηματικό της καμβά. Σε αυτό το κλίμα, τα πρωτεύοντα αλλά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα των ιστοριών της, επαρκώς προσδιορισμένα ή επιμελώς συγκαλυμμένα, είτε ως αναγνωρίσιμες, καθημερινές είτε ως φευγαλέες φιγούρες, μοιάζει να μην ξέρουν τι να κάνουν, πώς να διαχειριστούν την εγγενή καλοσύνη ή την επίκτητη κακία τους, καθώς, συνειδητά ή ερήμην τους, διαβρωμένα από τις συνθήκες του ατομικού ή του κοινωνικού τους βίου, έχουν υποστεί σοβαρή αλλοτρίωση και ζουν με την «ευφροσύνη της κακίας» τους.
Η έντονη και, αφηγηματικά, δραστική επενέργεια της ονειρικής ατμόσφαιρας, συμβάλλει και στη συνακόλουθη καλλιέργεια του στοιχείου της παραδοξότητας, που εμπλουτίζει με απρόβλεπτες ιδιότητες και δυνατότητες απλά καθημερινά συμβάντα, ακόμα και τις πιο απλές και συνηθισμένες καταστάσεις. Εντύπωση προκαλεί, εξάλλου, το γεγονός ότι η αφηγήτρια δεν διστάζει να στρέψει τον αφηγηματικό της φακό και σε περιοχές κάπως διαφορετικές από τις άμεσα προσκείμενες στην ιδιοσυγκρασιακά ή ιδεολογικά προσδιορισμένη παρατηρητική της εμβέλεια∙ σε περιοχές που βρίσκονται έξω από τα σύνορα της καθημερινής φθοράς και βιοπάλης (μπαρ, περιθωριακά στέκια της νεολαίας), όπου καλλιεργείται ένας φθαρμένος και, συνάμα, φθοροποιός ερωτισμός, κι εκδηλώνεται ένας νοσηρός κοσμοπολιτισμός της φθοράς και της σήψης. Στοιχεία απολύτως ανταποκρινόμενα, σε τελευταία ανάλυση, στην πρόθεσή της να καταδείξει τη σαγηνευτική γοητεία της αγριότητας, να προβάλει την έμφυτη ροπή της να συλλάβει και να ψαύσει το πίσω από το οφθαλμοφανές ενεδρεύον παντού και πάντα κακό, καλλιεργώντας στο έπακρο την ενστικτώδη ικανότητά της να «μυρίζεται τι συμβαίνει πίσω από τις συμβάσεις».
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου