ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Στη Ντίνα και στη Μαρία
Τον Ανέστη Ευαγγέλου τον γνώρισα τον Μάιο του ‘74. Εποχή φαινομενικά βουβή που προσπαθούσε να γλείψει τις πληγές της μετά την έξαρση του Πολυτεχνείου, αν και μέσα της εξακολουθούσε να σφύζει με ένταση ο παλμός ενός νέου κόσμου που κάθε βράδυ ξεχυνόταν στους δρόμους, γεμίζοντας στέκια και στέκια, μπαράκια και καφέ, από τα οποία ήταν κατάφορτη μια περιοχή μεγάλη, από την Πλάκα ως τα Εξάρχεια και ως την Ομόνοια. Έτσι, ενώ είχαμε στο σβέρκο ένα καθεστώς που ήταν ακόμα πιο οπερετικό από το προηγούμενο, ομόδοξό του, του ‘67 εννοώ, ο ορίζοντας δεν έμοιαζε στα μάτια μας τόσο κλειστός όσο άλλοτε. Τα νέα που έφθαναν εξακολουθούσαν να είναι αντιφατικά, αλλά όπως και να το κάνουμε είχαμε όλοι, λίγο ως πολύ, την αίσθηση του ότι πλησιάζει ένα τέλος. Η απορρύθμιση φαινόταν παντού. Αλλά πώς να μαντεύαμε τι θα ακολουθούσε σε ελάχιστο καιρό!
Με είχαν καλέσει εκείνο το βράδυ να πάω στο σπίτι τους, ο άλλος, επίσης εδώ και χρόνια χαμένος φίλος, Στέφανος Μπεκατώρος, και η Μαρία, η γυναίκα του: Ιπποκράτους, στον πέμπτο ή στον έκτο όροφο μιας κακοφτιαγμένης, θαμπής πολυκατοικίας του ‘50˙ τουλάχιστον είχε έναν εξώστη, όπου συχνά έρχονταν περιστέρια και κάθονταν ή φτεροκοπούσαν ανάμεσά μας. Όταν μπήκα, αιωνίως καθυστερημένος, είδα ότι είχαν προηγηθεί ο Γιώργος Καραβασίλης (κι άλλος που «το ‘σκασε» εδώ και μερικά χρόνια), όπως επίσης ένας ψηλός και, όπως μου φάνηκε σε μια πρώτη ματιά, κάπως ανοικονόμητος μέσα στο κορμί του, άντρας. Σκέπτομαι τώρα ότι, το ‘74, ο Ανέστης Ευαγγέλου δεν ήταν ούτε καν σαράντα, αλλά έδειχνε περισσότερο, κάτι που συμβαίνει συχνά στους μεγαλοκαμωμένους: καστανόξανθα, σπαστά μαλλιά, μεγάλο μέτωπο που έδειχνε μικρασιάτη στην καταγωγή, γαλανά μάτια αλλά με έντονο και διαπεραστικό βλέμμα, χαμόγελο συγκρατημένο. Σ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς κρατούσε σφιχτά ανάμεσα στα δόντια του μια πίπα αλά Σέρλοκ Χόλμς, γυριστή στην άκρη. Χαιρετισμοί και τα τοιαύτα στην αρχή, συστάσεις του Στέφανου, από εδώ ο Ανέστης Ευαγγέλου, ξέρεις, ο ποιητής, ήρθε μόλις από τη Θεσσαλονίκη.
Με τους άλλους δυο ο Ευαγγέλου γνωριζόταν από λίγο πιο παλιά. Είχε συνεργαστεί με την Κατάθεση, την ετήσια έκδοση που έβγαλαν για δυο χρόνια, το ‘73 και το ‘74, ο Μπεκατώρος με τον Κώστα Παπαγεωργίου, μια ανθολογία κειμένων κατά κάποιο τρόπο συντονισμένη στο πνεύμα των γνωστών Δεκαοχτώ Κειμένων, αν και χωρίς την αίγλη και την ιστορική σημασία που απέκτησαν τα τελευταία, θεωρούμενα ένα είδος αντικαθεστωτικού μανιφέστου. Ο Ευαγγέλου είχε έρθει, όπως έλεγε, να βρει έναν τρόπο καλύτερης διανομής μιας συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του που είχε βγάλει ή που θα έβγαζε (δεν θυμάμαι) στη Θεσσαλονίκη εκείνο το χρόνο. Έπειτα, ξαφνικά, έτσι όπως οι συζητήσεις πετάγονται από το ένα θέμα στο άλλο, νομίζω με την υποκίνηση του Καραβασίλη και με τη δική μας, ξεκινήσαμε μια μάλλον ανεκδοτολογική συζήτηση για τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, όπου ο καθένας πρόσθετε από κάτι που ήξερε για το σχεδόν μυθικό σπίτι του στην καρδιά της πόλης, στην Εγνατία. Το δωμάτιο του γραφείου του ένα μουσείο με πράγματα ακινητοποιημένα, βαριά, σκαλιστά έπιπλα, χαρτιά με στίχους και σημειώματα, καρφιτσωμένα για χρόνια στους τοίχους, κρεμασμένα εκεί επίσης καδραρισμένα διπλώματα και φωτογραφίες από επίσημες τελετές και παντού κρύσταλλα, καθρέφτες και πολυέλαιοι. Ωστόσο, όπως έλεγε ο Καραβασίλης, που αυτός κυρίως είχε μια φετιχιστική μανία για τους ποιητές της παρακμής, ο επισκέπτης του σπιτιού είχε περισσότερο την αίσθηση του ημίφωτος. Μόνο που ο Βαρβιτσιώτης δεν είχε και μεγάλη σχέση με τους ποιητές της παρακμής. Ο Ευαγγέλου παρακολουθούσε με προσοχή, δεν έλεγε πολλές κουβέντες, αλλά σεγκοντάριζε με χαμόγελο όποια παρατήρηση «έπεφτε στο τραπέζι» και που υπερασπιζόταν μια ποίηση που ο πόνος δεν ήταν γι’ αυτήν μια αφαίρεση, μια ιδέα.
Και τότε, όπως και στα κατοπινά χρόνια, σκεπτόμουν πόσο κοντά ήταν η ποίηση του Ευαγγέλου μ’ εκείνη του Μπεκατώρου. Δεν αναφέρομαι τόσο στις επιδράσεις του παλαιότερου στον νεώτερο, αλλά στην εσωτερική συγγένεια του βλέμματος που είχαν. Αναφέρομαι στην κεντρική θέση της απορίας, ως στάσης της ύπαρξης˙ στο άδολο και καθαρό βλέμμα, που μόνο ως άδολο και καθαρό νιώθει τη συντριβή του ανθρώπου˙ στην κυνηγημένη από παντού αθωότητα. Δεν ξεχνούσα ότι αγαπούσαν αδελφικά τους ίδιους ποιητές, τον Θέμελη και τον Ασλάνογλου, και, πράγμα παράδοξο αλλά όχι ανεξήγητο, και οι δυο τους χάραξαν με την ποίησή τους μια καμπύλη «ανύψωσης» και «πτώσης», όσο οι λέξεις εδώ μπορούν να αποδώσουν με ακρίβεια ένα νόημα. Μια ακόμα χαρακτηριστική σύμπτωση: δοκίμασαν να βγουν προς τα έξω, να πάρουν θέση, πήραν θέση, εννοώ για τα ευρύτερα, τα δημόσια και τα πολιτικά πράγματα. Αλλά σύντομα αναζήτησαν, σα να τους έσερνε προς τα πίσω μια ενοχή, τα ίδια, γνώριμα, οικεία, ματωμένα από το ίδιο το αίμα τους ίχνη. Τη σπαραγμένη αθωότητα μιας ποίησης που επιμένει να παρατηρεί με παιδικά μάτια και προσπαθεί απελπισμένα να ανοίξει διάλογο μ’ έναν διαρκώς κλειστό ουρανό.
Πάντως, τον Ανέστη τότε που τον γνώρισα αλλά και στα αμέσως επόμενα χρόνια βρισκόταν πάνω στην έξαρση, πάνω στην κορύφωση αυτής της νοητής καμπύλης που είχε η ποίηση και ο στοχασμός του. Ήταν στη φάση της πολιτικής εξόδου του προς τις συλλογικότητες. Άλλωστε, η εποχή, το θέλαμε δεν το θέλαμε, μας έσπρωχνε όλους προς τα εκεί. Ακόμα και τους πιο επιφυλακτικούς. Τον θυμάμαι σ’ εκείνα τα χρόνια, πόσο είχε δοθεί, με την αυταπάρνηση και την αφοσίωση του ταγμένου, στην υπόθεση της «Στέγης των Γραμμάτων», μαζί με άλλους της Θεσσαλονίκης, όπως ο Στέργιος Βαλιούλης, ο Γιάννης Καρατζόγλου˙ θυμάμαι μια σχετική συζήτηση με μεγάλη ένταση στο σπίτι του Πρόδρομου Μάρκογλου που έβλεπε προς την Πλατεία Ναυαρίνου˙ τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν από κάτω, ανάμεσα στα ρωμαϊκά ερείπια. Και έπειτα, ένα δυο απογεύματα στην Ανθέων, προς τη νέα παραλία, μαζί με τη Ντίνα και τα παιδιά τους, μικρά. Αλλά όπως και να το κάνουμε, η πολιτική θέριευε ακόμα τότε. Ο Θέμελης και ο Κύρου θάμπωναν μπροστά στον Αναγνωστάκη. Αν και όχι τον Αναγνωστάκη που ήδη είχε αρχίσει να λέει στις συζητήσεις μας ότι η ποίηση προετοιμάζει την εποχή που η πολιτική πράξη παίρνει τα πάνω της, αλλά, τότε πια, δεν είναι και τόσο απαραίτητη. Ανάμεσα σ’ αυτόν τον Αναγνωστάκη που είχε κιόλας περάσει στη σιωπή και στον άλλον του ηρωικού μύθου του Επταπυργίου, σίγουρα καταλαβαίναμε καλύτερα τον δεύτερο. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, μπορώ να πω ότι και ο Ανέστης Ευαγγέλου, ένας κατεξοχήν οργανικός ποιητής, όπως και ο Αναγνωστάκης άλλωστε, είχε καταλάβει και εκφράσει με τον απολύτως διαυγή τρόπο του αυτή την απόσυρση της ποίησης από εκεί όπου ήδη απλωνόταν η εξαχρείωση.
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου