ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Τέλος φθινοπώρου που όμως ανθίσταται, με τις υψηλές θερμοκρασίες, να παραχωρήσει τη θέση του στον επερχόμενο χειμώνα. Από το ένα κέντρο των Αθηνών, την πλατεία Ομονοίας, κατηφορίζω με τα πόδια προς το νέο Μουσείο Μπενάκη, μέσω της οδού Πειραιώς/Π. Τσαλδάρη. Διαδοχικοί μικρόκοσμοι του ημιώρου: μικροπωλητές δεξιά και αριστερά, ομάδες διαφορετικών εθνοτήτων και φυλών, συνάξεις «παραβατικής» συμπεριφοράς ή μοναχικές και ξέμπαρκες υπάρξεις που σε ατενίζουν με απλανές βλέμμα. Μπαίνεις στον πειρασμό να μελαγχολήσεις, για μια εικόνα που διαρκώς αποκρύπτεται από ό,τι τηλεοπτικά προσφέρεται ως επιφάνεια της πρωτεύουσας. Ένας κόσμος στη γυάλα ή το γυαλί θρυμματισμένο που δύσκολα αποκτά τη χαμένη του ενότητα;
Με τις τρεις-τέσσερις τρέχουσες εκθέσεις θα μπορούσες να ξαναθέσεις από την αρχή το ζήτημα της μελαγχολίας – ό,τι δηλαδή σε διευκολύνει σ’ αυτήν την κατηφορική οδό να κυριευθείς χωρίς να υποταχθείς από τη μέλαινα χολή. Από μια άποψη, η σχέση διακινδύνευσης και μελαγχολίας διαποτίζεται από τη συναισθηματική πλαισίωση της δημόσιας εκφοράς ενός πολιτικού λόγου. Η συγκινησιακή φόρτιση των εναλλαγών ως προς τη συνταύτιση επιθυμητού στόχου και βαθμών επίτευξής του δεν συνεπάγεται την παραίτηση, αλλά την ίδια την πεμπτουσία της διακινδύνευσης.
Η βαρύθυμη εσωστρέφεια, όπως πίστευαν κατά την Αναγέννηση, συγκλονίζει όσους/όσες γεννήθηκαν στον αστερισμό του Σατούρνου και ειδικότερα αφιερώνονται στη «vita contemplativa». Αναμφίβολα, σ’ αυτήν την εκτίμηση υποκρύπτεται ένας πολιτικός λόγος ντυμένος με αστρολογικό μανδύα, κατά τη συνήθεια άλλωστε της εποχής, εφόσον η νοσταλγία των μελαγχολούντων έχει ως εστία αναφοράς τη μακάρια -μα ανέκκλητη– «ισονομία του Κρόνου». Έναν αιώνα αργότερα, ο Richelieu (1633) διαπίστωνε πως η μελαγχολία διακατέχει τις «κατώτερες λαϊκές τάξεις» και ο R. Burton (1621) είχε σταθεί στην «πολιτική μελαγχολία» που οφείλεται στην έλλειψη καλών νόμων. Έτσι εμπλουτίζει την ψ-αριστοτελική θεώρηση (Προβλήματα XXX) των «περιττών» (=εξαιρετικών) ανθρώπων «κατά πολιτικήν». Δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στην «ηθική» του μηδενισμού (κατά τον Kant μάλιστα η ροπή προς τη μελαγχολία συναρτάται με «ένα αίσθημα για το υψηλό») για να διακρίνει τη συναισθηματική παρώθηση της αναστοχαστικής συμπεριφοράς των διαφωτιστών ως διανοουμένων, κατά την επιτέλεση της αγοραφοβικής και συνάμα χειραφετητικής παρουσίας τους στους θεσμούς δημοσιότητας.
Το επόμενο βήμα είναι συντονισμένο και βέβαιο: πάνω από τα βράχια της Πειραϊκής ο δυαδικός περίπατος του απογεύματος, με τη θάλασσα του Σαρωνικού που προετοιμάζει το Αιγαίο και τον ήλιο να χάνεται προς το Ιούνιο. Η αφορμή για συζήτηση βρίσκεται στο φθινοπωρινό τεύχος, έτους 2006, του περιοδικού Το Δέντρο, αφιερωμένο κι αυτό στη μελαγχολία («στα κείμενα, στα πράγματα, στην τέχνη»). Με πολλές ολιγοσέλιδες συνεργασίες Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών, κριτικών και θεωρητικών, ορισμένες από τις οποίες μνημονεύουν την έκθεση που οργάνωσε ο Ζαν Κλερ, στο Γκραν Παλέ των Παρισίων, με τίτλο: «Μελαγχολία. Ιδιοφυΐα και τρέλα στη Δύση».
Κι αν επίσης από την Ανατομία της μελαγχολίας το απόσπασμα που μεταφράζεται παρακάμπτει την «πολιτική μελαγχολία», για να επιλεγεί από τον Burton η εικόνα της «ηθελημένης μοναξιάς» ως «συνήθους συντρόφου της μελαγχολίας» ή αν επισωρεύονται κάποιοι πολιτικής χροιάς εξυπνακισμοί, τούτο αντισταθμίζεται από το συγκλονιστικότερο κείμενο του αφιερώματος. Πρόκειται για τη συνεργασία του Τίτου Πατρικίου που τιτλοφορείται: «Το σύμπτωμα εμφανίζεται μετά την αποφυλάκιση». Πώς αντέδρασαν οι κρατούμενοι και οι φυλακισμένοι κατά την περίοδο του εμφυλίου και στα «κατοπινά χρόνια διωγμού της Αριστεράς»; Σε «γενικές γραμμές», δεν παρουσίασαν «φαινόμενα σοβαρής μελαγχολίας ή κατάθλιψης» για δύο λόγους: διέθεταν «ακράδαντη πίστη στη νίκη της Επανάστασης», δηλαδή πίστη ικανή να «αντέξουν τον εγκλεισμό», και συνάμα τους ενίσχυε η «εσωτερική οργάνωση της συλλογικής ζωής», δηλαδή η «συντροφική στήριξη σε όλες τις δύσκολες στιγμές».
Πώς αντέδρασε ο ίδιος ο ποιητής κατά τη «φιλοξενία» του στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη; Στα πο-λύστιχα ποιήματα αυτής της περιόδου –«Μεγάλο γράμμα», «Ασκήσεις» («Σημειωματάριο»), «Χωματόδρομος» («Γη και θάλασσα», «Σχέδια στη νύχτα», «Κατάφατσα στον ουρανό») – οι επιμέρους ενότητες αποτελούν αυτοτελείς μονάδες που συνυπάρχουν αβίαστα στο όλο, έχοντας πάντως ως αφετηρία το αργόσυρτο κλίμα μιας τέχνης πολιτικών κρατουμένων. Η ποίηση όμως αυτή δεν παγιδεύεται σε μια ρητορική πρακτική αγοραφοβίας:
«Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγος
κι η φωνή μου θα σε φτάσει».
Τα ίχνη από τα Μακρά Τείχη σιγά-σιγά σβήνουν και ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας φαίνεται να μην ικανοποιείται από το διττό χαρακτηρισμό «απολλώνιος» – «διονυσιακός». Δυο πεταχτές από την Ύδρα, ίσως τον βαραίνει ό,τι πριν από εβδομήντα σχεδόν χρόνια έγραψε «περί ελληνικής τέχνης»...
Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου