ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ
Αι τέχναι, όπως πάσα ενέργεια εν γένει, κέκτηνται κατ' ανάγκην, πλην της ιστορίας των αποτελεσμάτων αυτών, και μίαν άλλην ιστορίαν, την ιστορίαν των αιτιών των παραγουσών τ' αποτελέσματα ταύτα. Η δ' ιστορία αυτή, ασύνδετος προς ονόματα, η αυτή κατά πάντα χρόνον, διά πάσαν χώραν, και διά πάντα τεχνίτην, θα ήτο κατάλληλος να πληρώση το κενόν το υφιστάμενον έτι μεταξύ της αρχής των τεχνημάτων και της αρχής των τεχνών.
Αληθώς ως προς την εξωτερικήν αυτής εμφάνισιν μία τέχνη ειμπορεί να κήται τόσω μακράν εις το βάθος των παρελθόντων αιώνων, ώστε προς ουδέν να συνδέηται ούτω μυθολογικόν όνομα∙ ειμπορεί όμως η αυτή τέχνη όχι μόνον προς έν ή και πλείονα ονόματα συγχρόνως να σχετίζηται, αλλά και να συμπίπτη εν ταύτη μεν τη χώρα προς τούτους, εν εκείνη δε προς άλλους χρόνους και καιρούς.
Ως προς την εσωτερικήν αυτής αρχήν, ως προς τους ψυχολογικούς δηλονότι λόγους τους προκαλούντας την εξωτερικήν αυτής γένεσιν, δεν δύναται παρά να έχη την αυτήν ιστορίαν εν παντί, παντού και πάντοτε. Όστις λοιπόν ήθελεν εύρει την φύσιν και ορίσει την εν χρόνω ανάπτυξιν των ψυχολογικών ελατηρίων τών και σήμερον αγόντων τινάς προς παραγωγήν οίας δήποτε τέχνης, ούτος εννοείται ότι ήθελεν ορίσει αμεταθέτως πλέον τας αρχάς της εν των τεχνών ιστορίας.Αλλ' η ιστορία αυτή τών της τέχνης αρχών, εξελισσομένη εν αυτή τη φύσει μόνον των όσοι παράγουσι τας τέχνας, δύναται να γείνη αντικείμενον σπουδής και μελέτης άλλων τινών μάλλον παρ' αυτών τούτων των τεχνιτών; Ομολογούμεν ότι όχι. Υπενθυμίζομεν όμως το και εν τη προηγουμένη ημών μελέτη υποδηλωθέν, ότι, οποίοι δήποτε και αν ήναι ως προς την πνευμαντικήν ιδιοφυΐαν οι παράγοντες τας τέχνας, πριν ή αναλάμψωσιν ως καλλιτέχναι, γεννώνται μεταξύ ημών ως άνθρωποι, κεκτημένοι, ως προς τους θεμελιώδεις αυτού νόμους, τον αυτόν ψυχικόν οργανισμόν, τον οποίον και πας άλλος. Ώστε τούτο τουλάχιστον δεν έχει να μας πτοήση από τούδε. Ό,τι όμως είναι αληθώς αποθαρρυντικόν, είναι το γεγονός, ότι η επί των ψυχολογικών ελατηρίων της των τεχνών γενέσεως μελέτη, ακόμη και υπ' αυτών των οικείων τεχνιτών γιγνομένη, ουδέποτε καταλήγει εις θετικά και αδιαφιλονείκητα εξαγόμενα. Μέγα μέρος των καλλιτεχνικών προσόντων αναπτύσσεται λεληθότως κατά την παιδικήν του ανθρώπου ηλικίαν, καθ' ην ο άωρος και μη υποπτευόμενος τον προορισμόν αυτού τεχνίτης ούτε σκέπτεται, ούτε δύναται να υποβάλη εαυτόν εις ψυχολογικήν αυτοπαρατηρησίαν. Εάν όμως επιχειρήση να υποβληθή εις αυτήν εν ωρίμω ηλικία, τότε παθαίνει ό,τι πάντες οι αυτοπαρατηρούμενοι.
Προς αποσύνθεσιν και μελέτην των του εξωτερικού κόσμου φαινομένων, φέρομεν εν ημίν αυτοίς κατάλληλον αναταομικόν όργανον, την αμφίστομον του πνεύματος κοπίδα. Ο δε θέλων να σπουδάση την τε φύσιν και τας φάσεις των της ύλης ιδιοτήτων, δεν έχει ει μη να τρέψη προς αυτάς την προσοχήν του, να εξασκήση επ' αυτών δεόντως τας ενεργείας των πνευματικών αυτού δυνάμεων. Προς ανάλυσιν και μελέτην αυτών τούτων των πνευματικών ημών δυνάμεων και ενεργειών ουδέν εδόθη ημίν όργανον έτερον παρά τας αυτάς ενεργείας και δυνάμεις του ημετέρου πνεύματος. Ώστε το πνεύμα μελετά εαυτό διά του εαυτού του μόνον. Αλλ' εν και το αυτό υποκείμενον ο άνθρωπος, οσάκις υποβάλλεται εις αυτοπαρατηρησίαν, ευρίσκει, ότι όχι μόνον αι δι' ων ποιείται την ενέργειαν ταύτην πνευματικαί δυνάμεις διαφεύγουσι την παρατήρησίν του, αλλ' ότι και το έτερον της φύσεως αυτού μέρος, αι ενέργειαι και δυνάμεις ας ηβουλήθη να παρατηρήση, μεταβάλλονται εν τω μεταξύ και αλλοιούνται. Όταν τις ευρίσκηται βεβυθισμένος εις σπουδαίας φιλοσοφικάς σκέψεις δεν δύναται να παρατηρήση την κατ' αυτάς λειτουργίαν του πνεύματός του, χωρίς να διακόψη αυτάς ταύτας τας σκέψεις του. Καθ' ην στιγμήν παρατηρεί, δεν σκέπτεται πλέον. Ο ωργισμένος άνθρωπος αδυνατεί να σπουδάση τα ψυχολογικά στοιχεία της αψικαρδίας αυτού χωρίς να την διακόψη. Πάντοτε θα ευρεθή, ότι καθ' ην στιγμήν σκέπτεται επί του θυμού του δεν είναι πλέον θυμωμένος. Και ο καλλιτέχνης άρα δεν θα δυνηθή ποτε να εξιχνιάση την φύσιν των ψυχολογικών φαινομένων του λεγομένου οίστρου, εφ' όσον κατέχεται υπ' αυτού. Ευθύς ως το δοκιμάση, παύει ή διακόπτει την ενδόμυχον εκείνην συγκίνησιν, υπό το κράτος της οποίας διατελών ο άνθρωπος ενεργεί ως παραγωγός του καλού.
Το μυστηριώδες και δυσφώρατον τούτο της παραγωγικής του καλού δυνάμεως εγένετο, νομίζομεν, αιτία να χαρακτηρισθή αυτή παρ' άπασι τοις λαοίς ως άνωθεν επιφοιτώσα τοις ανθρώποις υπερφυσική τις επίπνοια. Ο αρχαίος Έλλην ιδίως, ο τα πάντα διά του μαγικού πρίσματος της πλαστικής αυτού φαντασίας βλέπων, εξαντικειμενίσας και τας παραγωγούς των τεχνών δυνάμεις του ανθρωπίνου πνεύματος, επίστευσεν αυτάς ως εκδηλώσεις της εν αυτώ παρουσίας ευμενών θεοτήτων, ας και ελάτρευσεν υπό διάφορα ονόματα. Εποίησε δε τούτο, νομίζομεν, τόσω μάλλον, καθ' όσον εν τη αρχαιότητι αι τέχναι, μη υπάρχουσαι παρά ως υπηρετικαί της θρησκείας θεραπαινίδες, προέγραφον τρόπον τινά την προς τους θεούς σχέσιν του τεχνίτου. Οι νεώτεροι καλλιτέχναι, άμοιροι του φιλοθρήσκου και της παιδικής των αρχαίων αφελείας, δεν εδίστασαν ν' αποσείσωσι τον ζυγόν των Μουσών και να φωνάξωσι τω Απόλλωνι κατά πρόσωπον, ότι δεν είναι πατήρ των. Ίσως διότι αι χριστιανικαί ιδέαι ήσαν κολακευτικώτεραι του ολονέν αυξάνοντος εγωϊσμού των: Ο χριστιανός καλλιτέχνης, πλασθείς κατ' εικόνα και ομοίωσιν του ενός και μόνου Θεού, δεν καταδέχεται να έχη προς Αυτόν ως ο αυλός προς τον αυλητήν∙ αλλά θέλη να ήναι, δικαιώματι κληρονομίας, δημιουργός εν τω μικροκόσμω της φαντασίας, όπως ο Πατήρ αυτού ο αιώνιος είναι φύσει δημιουργός εν τω μακροκόσμω της πραγματικότητας. Εν τούτοις αύται και αι τοιαύται εγωϊστικαί αξιώσεις κατ' ουδέν συνέτεινον προς διαλεύκανσιν της καθ' αυτό των τεχνών αρχής, και ούτως αφέθη το ζήτημα εις τους εξ επαγγέλματος μεταφυσικούς.
Οι του αρχαίου κόσμου φιλόσοφοι δεν ηδύναντο να επιληφθώσιν αυτού σπουδαίως, όχι τόσον διά την προς θρησκευτικάς πεποιθήσεως σχέσιν αυτού, όσω μάλλον διά την ατέλειαν, της παρ' αυτοίς ψυχολογίας. Οι του μεσαίωνος, αναμασσηταί της κλασικής φιλοσφοίας, ουδέν συνεισέφερον εις λύσιν του προβλήματος. Μόνον ότε το στοιχείον της κριτικής, εισαχθέν εις πάσαν φιλοσοφικήν επιστήμην, υπέσεισεν όχι πλέον την πίστιν εις αόρατα πνεύματα, αλλά και την πεποίθησιν περί υπάρξεως αυτού του υλικού, του αντικειμενικού λεγομένου κόσμου, μόνον τότε υπεβλήθη και το περί της αρχής των τεχνών ζήτημα εις αυστηρώς επιστημονικήν έρευναν.
Τούτο εγένετο, ως γνωστόν, υπό του Καντίου διά της συγγραφής αυτού: Kritik der Urtheilskraft.
Σκοπός ημών δεν είναι να εισέλθωμεν ενταύθα εις λεπτομερείας ή κριτικάς συζητήσεις επί των αρχών, καθ' ας ο μέγας ούτος φιλόσοφος συστηματοποιεί τας καλολογικάς αυτού θεωρίας. Ό,τι μας ενδιαφέρει ενταύθα είναι κυρίως ο παρ' αυτώ ορισμός του καλού: Οσάκις, λέγει ο Κάντιος, εν ησύχω διατελούντες θεωρία, δεχόμεθα εκ του εξωτερικού κόσμου άνευ προσωπικού τινος ενδιαφέροντος, την εντύπωσιν αντικειμένου τινός, εάν η εντύπωσις αύτη -ως πρόκλησις, την οποία το ρηθέν αντικείμενον απευθύνει, αξιούν να παρασταθή υπό της ψυχής ημών ως ενιαίον σύνολον- συμφωνή με τας συνηθείας, με το φυσικόν παιγνίδιον των πνευματικών ημών δυνάμεων και άγει ταύτας εις ζωηράν εκδήλωσιν των ενεργειών αυτών, τότε η τοιαύτη εντύπωσις διεγείρει εν ημίν συναίσθημα ηδονής, χάριν του οποίου και ονομάζομεν καλόν το αντικείμενον, εξ ου έσχομεν αυτήν.
[Γεωργίου Μ. Βιζυηνού, Ψυχολογικαί Μελέται επί του καλού. Β' Αι αρχαί των τεχνών (Γένεσις του καλού), Εν Αθήναις Σπουρ. Κουσουλίνου τυπογραφείον και Βιβλιοπωλείον, 1885]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου