17/7/10

Φαντασμαγορίες του Κακού

Ο φασισμός, ως αισθητική και ως θέμα στον κινηματογράφο

ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΓΟΥΔΕΛΗ

SUSAN SONTAG, Η γοητεία του φασισμού, δύο δοκίμια, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 84

"Το σημαντικότερο: θεωρείται γενικά ότι ο εθνικοσοσιαλισμός σημαίνει μόνο κτηνωδία και τρόμο. Αλλ' αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο εθνικοσοσιαλισμός - και γενικότερα ο φασισμός- σημαίνει επίσης και ένα ιδεώδες ή μάλλον κάποια ιδεώδη που επιβιώνουν σήμερα κάτω από άλλες σημαίες: το ιδεώδες της ζωής ως τέχνης, η λατρεία της ομορφιάς, ο φετιχισμός του θάρρους, η διάλυση της αποξένωσης σε εκστατικά αισθήματα κοινότητας• η απόρριψη της διανόησης• η ανδροκρατική οικογένεια (υπό την πατρική αιγίδα των ηγετών)..."

Από το βιβλίο

Πολλαπλά ωφέλιμα και χρήσιμα τα ανά χείρας δύο μικρά δοκίμια της διεισδυτικής αμερικανίδας θεωρητικού και πεζογράφου Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004), στη δημιουργική μετάφραση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, για τον γερμανικό -και όχι μόνο- φασισμό. Αν και γράφτηκαν πριν από αρκετές δεκαετίες, με συγκυριακές αφορμές, θέτουν, βραχυλογικά, ακρογωνιαία ζητήματα της συγκεκριμένης ιδεολογίας και αισθητικής. Θα έλεγε κανείς ότι ειδικά το πρώτο στην ουσία σφραγίζει μια συζήτηση, για το κιτς, που έχει ως αφετηρία τις φανφάρες, τις εντυπωσιακές επιδείξεις του "κάλλους" και όλη αυτή την ενορχηστρωμένη από τις διάφορες εξουσίες προβολές των υπερβολών του σώματος (εμείς πια τα σύγχρονα, άδοξα θύματα των μίντια ξέρουμε καλά τι σημαίνει, σε μικρή και μεγάλη κλίμακα, η τυραννία αυτή).
Η δημιουργός του κλασσικού πια Η ασθένεια ως μεταφορά, με συμπυκνωμένα σχόλια για το φαινόμενο της αμφιλεγόμενης γερμανίδας κινηματογραφίστριας Λένι Ρίφενσταλ (1902-2003), της Ηγερίας του Γ' Ράιχ, καθώς και για το φιλμ-ποταμό (επτάωρης διάρκειας) του συμπατριώτης τής προηγούμενης Χανς Γούργκεν Ζύμπερμπεργκ (1935), Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία -υπερφιλόδοξο έργο ενός μοντερνιστή σκηνοθέτη μεγαλεπήβολων, δοκιμιακών ταινιών- υπογράφει δύο αποτελεσματικά, διαχρονικά πολιτικά/αισθητικά κείμενα.
Δημοσιευμένα το 1975 και 1980 τα δύο δοκίμια («Η γοητεία του φασισμού» και «Ο Χίτλερ του Ζύμπερμπεργκ», η Σόνταγκ εξετάζει, με τρόπο ευάγωγο και ευσύνοπτο, τις βασικές παραμέτρους της αισθητικής ιδεολογίας που ακολούθησε η προπαγάνδα του ναζιστικού, γερμανικού καθεστώτος, διόλου ανάξιες λόγου, αν και έχουμε συνηθίσει να τις αντιμετωπίζουμε διαφορετικά.
Με μια αδυσώπητα αποδομητική διάθεση, η Σόνταγκ, στο πρώτο κείμενο, παίρνοντας αφορμή την κυκλοφορία, πριν από τριανταέξι περίπου χρόνια, ενός σχολιασμένο φωτογραφικού άλμπουμ με θέμα τη φυλή των Νούμπα του Σουδάν, βασισμένου σε εικονιστικό υλικό της Ρίφενσταλ, "βιογραφεί" την τελευταία κάνοντας μια αναδρομή στο επιλήψιμο ιδεολογικά παρελθόν της. Το άλμπουμ, στο οποίο η ματιά της Ρίφενσταλ δεν έχει καθόλου αλλάξει στόχευση από τα αλήστου μνήμης εκείνα χρόνια της θητείας της στο "γερμανικό πνεύμα", όταν γύριζε τα υπερφίαλα, εξυμνητικά του μεγαλείου των Αρείων, ντοκιμαντέρ της, στο Μεσοπόλεμο, κατά παραγγελία των Χίτλερ και Γκέμπελς, εστιάζεται σε μια μισοξεχασμένη φυλή της Αφρικής.
Εάν το αμπαλάζ της έκδοσης αυτής δεν συνδύαζε την παρουσία μιας σκηνοθέτιδος/φωτογράφου με "βαρυσήμαντο" ιστορικό και ιδιαίτερη αισθητικοιδεολογικό προσανατολισμό, θα το υποδεχόταν ο αναγνώστης πρόχειρα, ως μία ακόμα εθνολογική προσέγγιση, τύπου Λεβί- Στρός, σε κάποιο "θλιβερό τροπικό". Όμως, από το φίλτρο της Σόνταγκ δεν περνά απαρατήρητη η εξειδικευμένη φόρτιση του άλμπουμ, η οποία παραπέμπει απευθείας στο ναζιστικό παρελθόν της Ρίφενσταλ. Πέρα από το έντεχνα διασκευασμένο βιογραφικό της Ρίφενσταλ, οι Νούμπα παρουσιάζονται φιλότεχνοι, ευειδείς, με έφεση στις τελετουργίες, "αθλητικό παράστημα που σπανίζει στις αφρικανικές φυλές", προικισμένοι με "μια πολύ εντονότερη αίσθηση για τα πνευματικά και θρησκευτικά ζητήματα απ' ό,τι για τα εγκόσμια και τα υλικά". Η Ρίφενσταλ με το βιβλίο αυτό δεν έκανε τίποτε άλλο από το να εξάρειένα πριμιτιβιστικό ιδεώδες, που στηρίζεται στην απεικόνιση ενός λαού που ζει σε αρμονία με το περιβάλλον του, ανέγγιχτος από τον "πολιτισμό".
Η γερμανίδα ντοκιμαντερίστα, πριν γυρίσει τις τέσσερις ονομαστές της ταινίες (οι πιο γνωστές εξ αυτών: Ο θρίαμβος της θέλησης, 1934, και Οι θεοί των σταδίων, 1938, για το ναζιστικό συνέδριο της Νυρεμβέργης και τους Ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου αντιστοίχως), που "δοξολογούν την αναγέννηση του σώματος και της κοινότητας διαμέσου της λατρείας ενός ακαταμάχητου ηγέτη", είχε πρωταγωνιστήσει -ως πρώην αθλήτρια γαρ- σε διάφορες άλλες, με θέμα το άπιαστο ιδεώδες της Φύσης και της λυτρωτικής δοκιμασίας του σώματος εντός αυτής. Οι "αλπικές" της ταινίες, όπως ονομάσθηκαν, τη δείχνουν να ορειβατεί, με σκοπό να εξαγνιστεί απέναντι στην πρόκληση του στοιχειακού και του πρωτόγονου, να νιώθει ίλιγγο μπροστά στη δύναμη και το μεγαλείο των βουνών.
Η Σόνταγκ είναι απερίφραστη: "...Οι ναζιστικές ταινίες (της Ρίφενσταλ) αποτελούν έπη της κατορθωμένης κοινότητας, όπου η καθημερινή πραγματικότητα υπερβαίνεται μέσω του εκστατικού αυτοελέγχου και υποταγής• μιλούν για το θρίαμβο της εξουσίας. Και Οι τελευταίοι των Νούμπα, ένα ελεγείο για την οσονούπω εξαφανιζόμενη ομορφιά και τις μυστικές δυνάμεις των πρωτογόνων τους οποίου η Ρίφενσταλ αποκαλεί 'υιοθετημένο λαό' της, αποτελούν το τρίτο μέρος από το τρίπτυχο των φασιστικών οπτικών δημιουργημάτων της...". Βέβαια, θα πείτε, οι Νούμπα είναι μαύροι, του ιδίου χρώματος με τον ολυμπιονίκης του ναζιστικού Βερολίνου Τζέσε Όουενς, ο θρίαμβος του οποίου εξόργισε τον Χίτλερ, αλλά η ρητορική και η εικαστική της Ρίφενσταλ δίνουν βάρος στον "ευγενή άγριο", με την αμόλυντη από προσμίξεις φυλετική διαδρομή, όπως είναι ένας Νούμπα, με διαπιστευτήρια δοκιμασμένα μέσα από τη σωματική δεξιότητα, το θάρρος, τη φιλοδοξία της απόλυτης νίκης επί των βιολογικά κατωτέρων, συν την τελετουργική σκηνοθεσία αυτής της προσπάθειας. Οι χορευτικά ανεπτυγμένοι στρατιώτες της Βέρμαχτ στη Νυρεμβέργη και οι Άρειοι υπεραθλητές του Βερολίνου, αποτυπωμένοι από τον κινηματογραφικό φακό της Ρίφενσταλ, είναι πρόγονοι των Νούμπα, που είναι "παγωμένοι" σε στατικά κάδρα.
Η Σόνταγκ εγκαλεί δεξιοτεχνικά τη φασιστική αισθητική, η οποία (και) στην περίπτωση της Ρίφενσταλ, πέρα από τα προηγούμενα, υιοθετεί δύο φαινομενικά αντίθετες στάσεις, την εγωμανία και τη δουλικότητα, των οποίων η σχέση παίρνει τη μορφή μιας ορισμένης φαντασμαγορίας, με κύρια στοιχεία τη μαζικοποίηση, τη μετατροπή των ανθρώπων σε πράγματα, την αναπαραγωγή ή ομοιοτυποποίηση των πραγμάτων και την ομαδοποίηση ανθρώπων και πραγμάτων γύρω από μια πανίσχυρη υπνωτιστική ηγετική δύναμη ή φιγούρα. Μιλά, επίσης, για τη φασιστική δραματουργία με "τις οργιαστικές συναλλαγές μεταξύ ισχυρών δυνάμεων και των ανδρεικέλων τους, που ομοιόμορφα ντυμένα παρουσιάζονται κατά ολοένα ογκούμενα κύματα", καθώς και για τη χορογραφία που εναλλάσσεται ανάμεσα σε μια ακατάπαυστη κίνηση και σε μια παγωμένη, στατική 'ανδρική' στάση". Για να καταλήξει: "η φασιστική τέχνη εξυμνεί την υποταγή, εκθειάζει τη βλακεία, μυθοποιεί το θάνατο". Το κείμενο κλείνει με μια ευφυέστατη ανάλυση των σεξουαλικών μεταφορών, που χρησιμοποίησε το θέατρο του φασισμού για να απεικονίσει την "αρσενικότητα" της εξουσίας και τη "θηλυκότητα" της μάζας. Η ηχώ του Παζολίνι και του Σαλό του ακούγεται καθαρά...
Η σχέση φασισμού και θανάτου ήταν, σύμφωνα με κάποιον κριτικό του The New York Review of Books, η αχίλλειος πτέρνα του δευτέρου κειμένου του βιβλίου της Σόνταγκ για την ταινία του Ζύμπερμπεργκ. Κατά το άρθρο, αν και το φιλμ είναι μια σημαντική προσπάθεια να ερμηνευθεί ο χιτλερισμός, μέσα από ένα σύνθετο, συχνά απροσπέλαστο, πεδίο σημειολογικών παραπομπών σε πλήθος πολιτισμικών συμβόλων, η ερμηνεία του Ζύμπερμπεργκ, για την περίπτωση του Χίτλερ και της αποδοχής της από τους Γερμανούς, επικεντρώνεται στο γεγονός της γοητείας που άσκησε ο ναζισμός πάνω στους οπαδούς του, βασισμένος στο... δέλεαρ της καταστροφής και της αγάπης του ατόμου για το θάνατο: παράμετρο που δεν συλλαμβάνει η Σόνταγκ, σχολιάζει το άρθρο.
Η τελευταία είναι απολύτως καταφατική απέναντι στον ανατολικογερμανό σκηνοθέτη, που με τις ταινίες του μίλησε για την πατρίδα του, προσεγγίζοντας τους μύθους της Ιστορίας της. Το έργο του, γυρισμένο κυρίως στις δεκαετίες του '60 και του ‘70 (π.χ. Ρέκβιεμ για ένα παρθένο βασιλιά, Ο μάγειρας του Λούντβιχ, Βίνιφρεντ Βάγκνερ, Πάρσιφαλτον κ.ά.) είναι, όπως γράφτηκε, ο θρήνος ενός αριστοκράτη του 19ου αιώνα, που πενθεί το χαμένο μεγαλείο της Γερμανίας, αναθεματίζει την πεζότητα της καταναλωτικής κοινωνίας και επιστρέφει στις "μεγάλες πηγές": στον Νίτσε, τον Γκέτε, τον Χέντερλιν ή τον Βάγκνερ. Η φόρμα του είναι θηριώδης: ένα υπέρογκο, μη αναπαραστατικό φρέσκο, αδέσμευτο από όρια. Ο χώρος δεν επιτρέπει ειδικές αναλύσεις αυτού του "αλαζονικού" έργου, που η Σόνταγκ επαινεί ανενδοίαστα, υποστηρίζοντας, εμμέσως πλην σαφώς, ότι το φιλμ κάνει τομή στα πολιτικά και κινηματογραφικά πράγματα, αφού, μεταξύ άλλων, επιστρατεύει μεγάλη ποικιλία θεατρικο-αφηγηματικών ειδών (παραμύθι, τσίρκο, σκηνική αλληγορία, μαγική τελετή, φιλοσοφικό διάλογο κ.λπ.), σε μια "μνημειώδη" προσέγγιση του Ναζισμού. Η ρομαντική και μαζί μοντερνίστικη σκοπιά της ταινίας, πάνω στο "μεγάλο θέατρο της Ιστορίας" με αφετηρία τον Χίτλερ, που δεν διστάζει να τον παρουσιάσει ως ένα κληρονόμο του Λουδοβίκου και του Καρλ Μαίυ, ενσαρκωτή των γερμανικών εθνικών μύθων, με αποτέλεσμα την πλατιά του αποδοχή από το λαό, είναι αναμφίβολα η πιο ολοκληρωμένη σύνθεση για το φαινόμενο.
Μόνο που εστιάζει τα βέλη της σε ένα νευραλγικό κέντρο (στον "Χορό του θανάτου") όπως είπα, μια από τις κριτικές της εποχής, αρκετά συγκροτημένη, η οποία αντιλαμβάνεται, εν αντιθέσει προς την Σόνταγκ, το συγκεκριμένο σκοτεινό φιλμ, λίγο ως πολύ, "καταραμένο"....

Ο Τάσος Γουδέλης είναι πεζογράφος και κριτικός κινηματογράφου

Δεν υπάρχουν σχόλια: