Φουστανελοφόρος πατριωτισμός ή κοσμοπολιτισμός;
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ
Λίγο πριν τη διαμάχη του 1899, για την έννοια της ελληνικότητας στη λογοτεχνική παραγωγή, που ξέσπασε με την κυκλοφορία της Τέχνης , ο Επισκοπόπουλος θέτει ένα θέμα καίριο για την εποχή του. Με έμμεσο τρόπο και ωραία κάλυψη πίσω από την έννοια του πατριωτισμού, την επαύριο της ήττας του 1897, επιχειρεί να μιλήσει για την ευθύνη των συγγραφέων στη διαμόρφωση του αναγνωστικού κοινού και την προσαρμογή του στα δεδομένα της νέας εποχής. Αφορμή είναι μια σειρά άρθρων του Lemaître, αλλά στόχο έχει να επισημάνει τη λανθασμένη έννοια που ο πατριωτισμός έλαβε στην Ελλάδα, με την προσκόλληση στο παρελθόν, και να προτείνει την αντιμετώπιση της νέας εποχής και του μέλλοντος με υπεύθυνο τρόπο εκ μέρους των λογίων. Η διαμόρφωση («διαπαιδαγώγηση») του νεοελληνικού κοινού από όλες τις πλευρές, με τη γόνιμη και διαλεκτική επαφή με τους Ευρωπαίους, έχει στόχο τη μελλοντική είσοδό τους στη νέα εποχή και άπτεται του ευρύτερου ζητήματος της πρόσληψης της νεωτερικής ιδεολογίας στην Ελλάδα από την εποχή του πρώιμου Ροΐδη, που αφιέρωσε τη ζωή του στη μάχη για την είσοδο στη νεωτερική εποχή. Ο τελευταίος έχει διαμορφωμένη άποψη, την οποία πλησιάζει ο Επισκοπόπουλος, που τον θεωρεί δάσκαλό του.
Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Θράκης
Γνώμαι προς διάδοσιν
Τα έθνη προάγονται και καλλιτερεύουν και ευημερούν διά της ενεργείας, διά της εργασίας, διά της γραφίδος, προπάντων ίσως διά της γραφίδος.
Παρετηρήθη και είνε πλέον κοινοτοπία πόσον η επιρροή των μεγάλων ανδρών και των μεγάλων έργων συνετέλεσεν εις τας μεγάλας μεταβολάς και τα μεγάλα γεγονότα. Ότι ο Δάντης συνετέλεσεν εις την ακμήν της Ιταλίας, ότι το «Κοινωνικόν Συμβόλαιον» έφερε την Γαλλικήν Επανάστασιν, είνε πράγματα, τα οποία μόνον εις τας Χρηστομαθείας επιτρέπεται σήμερον ν’ ανευρίσκη κανείς.
Η Γερμανία σήμερον είνε μεγάλη περισσότερον ένεκα του εκπολιτιστικού έργου των συγγραφέων της παρά ένεκα της οργανώσεώς της.
Και είνε δυστύχημα – και δι’ αυτό το δυστύχημα ήθελα να παραπονεθώ σήμερον – ότι η Ελλάς μεταξύ των άλλων, τα οποία της λείπουν, στερείται τον πατριωτισμόν των συγγραφέων της, των εργατών του καλάμου.
Ας εννοούμεθα. Δεν εννοώ τον πατριωτισμόν τον πρωτογενή και τον αμεσώτερον, τον πατριωτισμόν τον άλλως τε αξιέπαινον, όστις συνίσταται εις την εξύμνησιν των μεγάλων μας έργων και εις τον ενθουσιασμόν του παρελθόντος και εις την λατρείαν των μεγάλων ιδεών και των μεγάλων ιδανικών.
Αυτόν τον έχομεν δόξα τω Θεώ˙ τον έχομεν εν αφθονία˙ τον έχομεν μάλιστα εις βαθμόν επιζήμιον.
Αλλά τον πατριωτισμόν τον άλλον, τον λεπτομερέστερον, τον μερικώτερον, ο οποίος φροντίζει διά μακρών βημάτων περί του μέλλοντος, ο οποίος φιλοδοξεί την θεραπείαν των λεπτομερειών, την διαπαιδαγώγησιν των πολιτών, την διόρθωσιν των κακώς κειμένων, την αποβολήν των κακών νόμων και των ανοήτων εθίμων, την μόρφωσιν του λαού, αυτήν δεν την έχομεν και δεν την έχουν προ πάντων οι άνθρωποι της γραφίδος, αι ολίγαι και σχετικαί φιλολογικαί μας επισημότητες, αι οποίαι διά του κύρους του καλάμου των, διά της επιβολής του σπανίου και σοβαρού των λόγου, διά της λευκότητος των γενειάδων των τουλάχιστον θα ηδύναντο να επιβληθούν, να κάμουν προπαγάνδα, ν’ ακουσθούν, να δράσουν, να βελτιώσουν.
Την κάμνομεν την σκέψιν αυτήν, αναγνώσαντες τελευταίως μίαν σειράν «Γνωμών προς διάδοσιν», την οποίαν ήρχισε εις τον «Φιγαρώ» ο Ιούλιος Λεμαίτρ.
Α! εις την Γαλλίαν παραδείγματος χάριν το παράδειγμα του Ρουσσώ, το παράδειγμα των κλασικών του δεκάτου ογδόου αιώνος, οι οποίοι ήσαν προ πάντων ηθικολόγοι και προ πάντων παιδαγωγοί, ακολουθείται πιστώς και δεν συντελεί ολίγον εις το μεγαλείον της Γαλλίας και δεν συμβάλλει ελάχιστα εις την περιωπήν της.
Αν αφήση κανείς τους παλαιοτέρους συγγραφείς και αν παρατηρήση μόνον τους συγχρόνους, θα ίδει, ότι οι μεγαλείτεροι μεταξύ αυτών, ο Φράνς, όπως ο Λεμαίτρ, ο Λεγκουβή, όπως ο Σαρσαί, ο Βογκέ και ο Ροδ, ο Βρυνετιέρ και ο Δουμάς έγραψαν βιβλία, εδημοσίευσαν σειράς άρθρων, αφιέρωσαν μέρη του έργου των εις σκοπούς πατριωτικούς, εις ζητήματα εκπαιδεύσεως, εις θέματα πολιτικά, όπως και εις θέματα κοινωνικά.
Και τώρα περισσότερον άλλων εις το τέλος, ή μάλλον το μεσουράνημα ενδόξου σταδίου ο Λεμαίτρ, αφού εδημιούργησε πλέον αναμφισβήτητον κύρος και αφού ηδραιώθη ως πρίγκηψ της γαλλικής κριτικής, αφιερώθη ολόκληρος εις την βελτίωσιν της Γαλλίας.
Αφού εκτύπησε την επίδρασιν των ξένων φιλολογιών• αφού ειργάσθη πατριωτικότατα δια ν’ αποδείξει ότι ο Ίψεν και ο Βγιόρνσων πάσχουν γαλλικήν επίδρασιν, το οποίον οφείλεται εις την Σάνδην και τον Δουμάν• αφού εσήμανε τον κίνδυνον, τον κίνδυνον της «Αγγλοσαξωνικής υπεροχής», τώρα πάλιν διά της σειράς «Γνωμών προς διάδοσιν» ασχολείται εις την αποτίναξιν της σκωρίας των νόμων και εθίμων, εις την καταπολέμησιν των κακώς κειμένων, εις την βελτίωσιν της βιομηχανίας και των τεχνών.
Εις τα ολίγα άρθρα, τα οποία μέχρι τούδε εδημοσίευσε, δεικνύεται όχι πολύ τρυφερός προς τους Γάλλους, αναδεικνύων τα ελαττώματά των καταπολεμών απροκαλύπτως τα λάθη των, εκθέτων τας γνώμας τας οποίας οι πολέμιοί των οι Γερμανοί έχουν περί αυτών, κεραυνώνων την κατά την εκπαίδευσιν των κλασικών αγωγήν και την ατελή αρχαϊκήν μόρφωσιν.
Το έργον του είνε αχάριστον και ολιγότερον λαμπρόν από το έργον του κριτικού και θα υποφέρει υποθέτομεν ο συγγραφεύς των φιλολογικών σκιαγραφιών, μη δυνάμενος να τοποθετήση πουθενά την ειρωνείαν του και να διαχύσει το έργον του.
Αλλά σκέπτεται ότι έχει μίαν υποχρέωσιν και εν χρέος προς την Γαλλίαν και κάμνει όχι ως διασκέδασιν αλλ’ ως έργον και ως αποστολήν τα άρθρα αυτά, όπως οι άλλοι κάμνουν την στρατιωτικήν θητείαν των.
Μιας σειράς «Γνωμών προς διάδοσιν» τώρα, την επαύριον του πολέμου, δεν θα είχωμεν τάχα ανάγκην;
Είμεθα εις εποχήν κατά την οποίαν ατενίσαμεν καλλίτερον και βαθύτερον παρά ποτέ τας πληγάς μας, τα ελαττώματά μας, τα λάθη μας και είμεθα υπό την εντύπωσιν αυτών και υπό την συγκίνησιν, ώστε να δυνάμεθα να διδαχθώμεν.
Αλλά λείπουν οι κάλαμοι οι αμερόληπτοι και έγκυροι ή μάλλον λείπει η διάθεσις και η θέλησις των καλάμων αυτών, οι οποίοι θα ομιλούν εις την Κυβέρνησιν και το πλήθος.
Θα ωμίλουν και θα ηκούοντο.
Ναι∙ μια σειρά γνωμών προς διάδοσιν, αρχιζομένη από τους ολίγους μεγάλους, ή οπωσδήποτε σεβαστούς λογίους μας, θα ήτο ωφέλεια προς το έθνος και ποία εφημερίς – πρώτον το «Άστυ» – δεν θα ήνοιγε πλατείας τας στήλας της εις αυτάς και δεν θα εθεώρει φιλοδοξίαν την δημοσίευσίν των;
Πρόκειται να δοθή καθημερινός άρτος μαθήσεως, καθημερινόν φάρμακον υγείας και βελτιώσεως εις τον λαόν και διδάγματα εις τας αβεβαίους και δισταζούσας και χαλαράς Κυβερνήσεις.
Το έργον είνε ολίγον αχάριστον ίσως, αλλά πόσον ευγενές όμως και πόσον πατριωτικόν!
Ν. Επ.
Άστυ 22/3/1898
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου