ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Με τα εργαλεία της λογοτεχνικής θεωρίας, η «αφήγηση» σημαίνει πολύ περισσότερα από τη διαδικασία κοινοποίησης ενός στόρυ. Περιλαμβάνει το ιστορικό φορτίο της γλώσσας και την υλικότητα του πράττειν, συμπυκνώνει κοινωνικούς και αισθητικούς προσδιορισμούς, έχει «μορφή» και «περιεχόμενο», προτάγματα και στοχεύσεις. Συνιστά έναν τρόπο του αφηγείσθαι, δηλαδή μια συνθήκη για να υπάρξει ως λόγος.
Η αφήγηση ανανεωτική «ανανεωτική αριστερά» υπήρξε το σχήμα στο οποίο αποκρυσταλλώθηκε το αίτημα για μια αριστερά διαφορετική, που τοποθετούνταν απέναντι στην κυρίαρχη αφήγηση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Μήτρα της η ΕΔΑ και πεδίο μορφοποίησής της αυτό του ευρωκομμουνισμού. Σήμερα, όμως, η αφήγηση «ανανεωτική αριστερά» δεν αντιστοιχεί παρά στην υπόμνηση της ιστορικότητας αυτού του αιτήματος, καθώς και στην περιγραφή της δύσκολης και προβληματικής διαδρομής οικειοποίησης του ευρωκομμουνιστικού εγχειρήματος στα καθ’ ημάς. Όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό, ας πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, τον Νίκο Πουλαντζά, δηλαδή ό,τι πιο σημαντικό πρόσφερε η καθ’ ημάς αριστερά στη μαρξιστική θεωρία. Αντέχει, σήμερα, το έργο του; Η θεωρία του για το κράτος και τις κοινωνικές τάξεις μπορεί να έχει χρηστικότητα; Αμφιβάλλω. Γιατί πια το κράτος είναι εντελώς διαφορετικό (υπερεθνικοί θεσμοί, όπως της Ε.Ε., παγκοσμιοποίηση κλπ), όπως εντελώς διαφορετική είναι και η κοινωνική διάρθρωση (ακόμα κι αν κάποιος αντιστοιχήσει τους μετανάστες στην εργατική τάξη...).
Βέβαια, το στρατηγικό πρόταγμα της ανανεωτικής αριστεράς, «σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία», παραμένει το εφαλτήριο για οποιαδήποτε συζήτηση. Αποτελεί τη μόνη βάση αναφοράς του πολιτικού μας χώρου, ενώ εκφέρεται και προτάσσεται ως στρατηγικό στίγμα απ’ όλες τις τάσεις και τα ρεύματα που τον διαπερνούν. Αυτό άλλωστε μας διαχωρίζει από τη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία και τον αριστερόστροφο εθνικολαϊκισμό, που μας πιέζουν εκατέρωθεν. Και αυτό το πρόταγμα πρέπει να παραμείνει ως εφαλτήριο, διαρκές και αδιαπραγμάτευτο. Το πρόβλημα όμως είναι, πως πια δεν αρκεί για να περιγράψει ένα σύγχρονο αριστερό εγχείρημα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το πεδίο της κομματικής συγκρότησης. Ο Συνασπισμός είναι ένα κόμμα, το οποίο μπορεί να πορεύεται με αρχή του τη δημοκρατική λειτουργία; Φοβάμαι πως όλες οι αιτιάσεις που ακούγονται, με βάση αυτή την αρχή, είναι εκπρόθεσμες. Και αυτές που μιλούν για καταστρατήγηση της εσωκομματικής δημοκρατίας, κι εκείνες που επικαλούνται την αρχή της πλειοψηφίας. Μήπως ο Συνασπισμός είναι ένα μετα-κόμμα; Ή, μάλλον, μήπως μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει; Πριν κάποιοι σπεύσουν να με κατηγορήσουν για μεταμοντερνισμό, καλό θα είναι να σκεφτούμε τον τίτλο του κόμματος για το οποίο μιλάμε: «Συνασπισμός της Αριστεράς, της Οικολογίας και των Κοινωνικών Κινημάτων».
Και μόνο η παράθεση των τριών εννοιών του τίτλου, αφίσταται κατά πολύ από την αντίληψη των «δύο επιπέδων»: «κόμμα-μάζες» ή «κόμμα-συνδικάτα». Και μόνο αυτή η παράθεση αμφισβητεί, θέτει υπό αναθεώρηση, τη μονόδρομη και υπερφίαλη σχέση του πολιτικού φορέα με το κοινωνικό σώμα, που μας κληρονόμησε τόσες και τόσες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, καθώς και κάμποσες ιστορικές τραγωδίες.
Το σημερινό αίτημα είναι να επιχειρηθούν πρωτότυπες οσμώσεις και πολύμορφες συνθέσεις, πολιτικών προταγμάτων και κοινωνικών κινημάτων. Έτσι ώστε, οι κοινωνικοί αγώνες να μη θεώνται πια ως μια «πρωτόλεια» διαδικασία, μέσα από την οποία ίσως να προκύψουν (διά της «άνωθεν» παρέμβασης...) οι «ανώτερες μορφές συνείδησης», αλλά οι κοινωνικές μορφοποιήσεις να νομιμοποιούνται ως στοιχεία, λόγοι και πραγματικότητες, ισότιμα μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, έστω κι αν είναι μακρύς ο δρόμος που θα ορίσει τις νέες σχέσεις, που θα μας δώσει το νόημα αυτής της «ισοτιμίας».
Η αρχή που μπορεί να διέπει ένα τέτοιο μετα-κόμμα, τη μακροημέρευση του οποίου φαίνεται να επιθυμούν όλες οι τάσεις, τα ρεύματα και οι συνιστώσες, δεν μπορεί να είναι η αρχή της δημοκρατίας αλλά αυτή της πολυφωνίας. Δηλαδή, όχι η κανονιστική ισοτιμία και αντιπαράθεση διαφορετικών πολιτικών απόψεων, που όλες τους όμως είναι μονοφωνικές, μονολογικές (παρά τις πολιτικές διαφορές τους), αλλά η εν τω γίγνεσθαι συνύπαρξη λόγων διαφορετικής υφής και διαφορετικών ποιοτήτων, όπως είναι ο πολιτικός λόγος, ο λόγος των κινημάτων, ο λόγος της τέχνης. Και πάνω απ’ όλα, η μεταξύ τους όσμωση, που θα ανασυνθέτει όλο το πολιτικό μόρφωμα. Για να δημιουργηθεί μια νέα, ιστορική πραγματικότητα της αριστεράς, η οποία, με όρους Μιχαήλ Μπαχτίν, δεν θα εγκαλεί τον πολίτη σε τρίτο πρόσωπο («αυτός»), αλλά σε δεύτερο («εσύ») και πρώτο («εμείς»). Που, αντί να «προσδιορίζει», θα ερωτά, θα προκαλεί, θα ακούει, μέσα από ένα περίπλοκο πλέγμα φωνών, «προθέσεων διασταυρούμενων, αντιπαρατιθέμενων, συναγωνιστικών, συμπληρωματικών, αντιφατικών».
Πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών αυτή τη δυνατότητα διείδαμε στην υποψηφιότητα Τσίπρα, ήδη από τον Δήμο Αθηναίων, και σπεύσαμε να την υποστηρίξουμε, με τις υπογραφές μας, με κείμενά μας, με τη συμμετοχή κάποιων στο δημοτικό ψηφοδέλτιο. Ελπίσαμε στην υπέρβαση των αδιεξόδων του τοπίου της «εσωκομματικής δημοκρατίας» και του ιστορικού ορίζοντα της ανανεωτικής αριστεράς, ενώ δεν είναι τυχαίο πως αυτή η διαθεσιμότητα εκφράστηκε έχοντας απέναντί της την πιο ισχυρή εκδοχή της ανανεωτικής αφήγησης, δηλαδή την υποψηφιότητα του Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Εν πλήρει επιγνώσει, λοιπόν, υπήρξε αυτή η συμπαράθεση στη διαφαινόμενη νέα προοπτική της αριστεράς.
Δυστυχώς, τα αναμενόμενα δεν συνέβησαν, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Αυτό που κυριάρχησε ήταν η απόπειρα «ριζοσπαστικοποίησης». Ριζοσπαστικοποίηση, όμως, τίνος; Μα της μοναδικής αφήγησης που συνέχει τον πολιτικό μας χώρο, δηλαδή ριζοσπαστικοποίηση της αφήγησης «ανανεωτική αριστερά». Αυτό όμως ήταν ένα διακύβευμα της δεκαετίας του 1980 και παραπέμπει (για εκατοστή φορά...), στη διαπάλη δύο τάσεων στο εσωτερικό του ευρωκομμουνισμού: αυτής που απέβλεπε στην ένταξή της στην καρδιά του πολιτικού συστήματος (απ’ τον Ντ’ Αλέμα μέχρι τους θλιβερούς εγχώριους μιμητές του), και της αριστερής εκδοχής του, εκείνης που, περνώντας μέσα από άγος της ιστορικής τομής του 1989, επιχείρησε να «επανιδρύσει» την αριστερά, όπως περιγράφεται και από τον τίτλο του ομώνυμου ιταλικού κόμματος.
Σε αυτή την εκπρόθεσμη αντιπαράθεση, όπως ήταν φυσικό, οι μεν οχυρώθηκαν πίσω από την υπεράσπιση της ανανεωτικής αφήγησης, ενώ οι δε απέμειναν με έναν ριζοσπαστισμό χωρίς περιεχόμενο. Γιατί η επίκληση της «κινηματικότητας» έμεινε κενό γράμμα και εξαντλήθηκε στη φετιχοποίηση της μαχητικότητας των κινητοποιήσεων. Όμως το αναγκαίο χαρακτηριστικό «μαχητικότητα», από μόνο του, δεν παραπέμπει παρά στον αριστερίστικο πλειστηριασμό επαναστατικότητας, που επιχείρησε, για τόσες και τόσες δεκαετίες, να επιλύσει προβλήματα πολιτικής στρατηγικής –ατελέσφορα βέβαια. Το ίδιο και με τις τοπικές κινήσεις: τι περισσότερο κομίζουν, απ’ ό,τι οι μεταπολιτευτικοί πολιτιστικοί σύλλογοι; Κι όμως, μπορούν να κομίσουν κάτι πολύ περισσότερο, αν αποτελέσουν στοιχεία μιας ευρύτερης αφήγησης. Αυτής που εκκρεμεί, ακόμη και ως διατύπωση. Γιατί η κινηματική αντίληψη μπορεί να γονιμοποιήσει την αριστερή σκέψη, μόνο αν εγγραφεί σε έναν ευρύτερο ορίζοντα, όπως π.χ. είναι αυτός του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ.
Η αφήγηση «ανανεωτική αριστερά» διέθετε θεωρία, είχε συγκεράσει στην κοίτη της σημαντικά ρεύματα της τέχνης και των ιδεών, ακόμα και τομές στην ίδια τη μαρξιστική σκέψη. Η αφήγηση «ριζοσπαστική αριστερά», όπως συρρικνώθηκε περιοριστικά, δεν διαθέτει τίποτα απ’ αυτά, παρά μόνο εν δυνάμει. Και το κυριότερο: δεν αναζητά τη διαδικασία για να τα αποκτήσει. Το γεγονός ότι μετά τις εκλογές η κρίση του πολιτικού μας χώρου βρίσκει διέξοδο σε οργανωτικές αντιθέσεις και προοπτικές, είναι ενδεικτικό του αδιεξόδου. Όπως άλλωστε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ζητούμενο δεν είναι να διευρυνθεί οριακά το κομματικό πεδίο του ΣΥΝ, περιλαμβάνοντας και τις μικρές συνιστώσες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ακόμα και κάποιους ανένταχτους. Αυτή η διεύρυνση του πεδίου του πολιτικού λόγου είναι μονοσήμαντη, γι’ αυτό και αδιέξοδη. Γιατί οι άλλοι λόγοι απουσιάζουν, στον ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα εκκωφαντικά.
Εδώ σταματώ. Δεν είναι δουλειά μου να παραγάγω πολιτική θεωρία - και αυτό ακριβώς είναι που απαιτείται υπό τις παρούσες συνθήκες. Ίσως, δε, να υπερέβην τα εσκαμμένα. Θα σημειώσω όμως, ότι αυτά που ενδεχομένως μπορεί να συνεισφέρει η θεωρία της λογοτεχνίας, ως εργαλεία και εφαλτήρια στην πολιτική σκέψη, έχουν κατατεθεί έγκαιρα, και νομίζω με τον πλέον έγκυρο τρόπο, στις σελίδες των «Αναγνώσεων». Και για το περιβόητο «μετά», και για την πολυφωνικότητα και για άλλα πολλά. Για όσα υπάρχουν «εκεί έξω», ως «έξω κείμενο» για τον πολιτικό λόγο της αριστεράς, αλλά όμως υπάρχουν και πορεύονται παράλληλους δρόμους, ως θεωρητικές, καλλιτεχνικές, κοινωνικές πραγματικότητες, «εναλλακτικές» ως προς τις κυρίαρχες αφηγήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου