Heidegger και αποδόμηση
Στους δρόμους της θεωρίας
Με αφορμή ένα βιβλίο ή μια σκέψη
Του Στέφανου ΡΟΖΑΝΗ
Ο Drew A. Hyland, στο κείμενό του Truth and Finitude: “On Heidegger's reading of Plato” (βλ. Finitude and Transcendence in the platonic dialogues, State University of New York Press, Νέα Υόρκη 1995), επιχειρεί μια περιγραφή της χαϊντεγγεριανής ανάγνωσης φιλοσοφικών και ποιητικών κειμένων. "Αναφέρομαι", γράφει, "στην τάση (του Heidegger) όχι να προσφέρει μια 'περιεκτική' ερμηνεία που διατρέχει το έργο από την αρχή μέχρι το τέλος και να επιχειρεί να συνδέσει τα μέρη σε ένα συνεκτικό όλον, αλλά αντ' αυτού, προβλέποντας τις μετέπειτα αποδομητικές στρατηγικές του Derrida και άλλων, να εστιάσει πάνω σε λίγες προτάσεις, φράσεις, ή μερικές φορές ακόμη και σε μία μόνο λέξη, δηλαδή στα 'περιθώρια', ως τρόπο που κερδίζει πρόσβαση στον 'άρρητο' πυρήνα της σκέψης του στοχαστή. Θα έπρεπε να είναι προφανές ότι όσο εκτενέστερο και συμπλοκότερο είναι το υπό συζήτηση έργο, τόσο περισσότερο προβληματικό είναι το αίτημα να κερδηθεί πρόσβαση στην ουσιώδη σκέψη (του κειμένου) μέσω της ανάλυσης ενός μικρού χωρίου".
Από την επισήμανση του Hyland προκύπτουν, κατά την αντίληψή μου, ορισμένα σημαντικά προβλήματα της θεωρίας της ανάγνωσης των κειμένων, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στο μεταίχμιο μεταξύ μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού. Ο Hyland έχει ασφαλώς δίκαιο, περιγράφοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη μεθοδολογία και το εγχείρημα του Heidegger στο πεδίο της ανάγνωσης κειμένων, φιλοσοφικών ή ποιητικών. Ωστόσο, η παρατήρησή του ότι αυτή η μεθοδολογία και αυτό το εγχείρημα αναγγέλλουν κατά κάποιον τρόπο την αποδομητική στρατηγική ανάλυσης των κειμενικών στοιχείων, μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί ως υπερβολή. Αναμφισβήτητα, μπορεί να υπάρχει κάποια "μορφολογική" ή "υφολογική" ομοιότητα μεταξύ χαϊντεγγεριανής και αποδομητικής ανάγνωσης, αλλά αυτό οφείλεται περισσότερο στο κοινό φαινομενολογικό τους υπόβαθρο παρά στο σκοπούμενο αποτέλεσμα της ανάγνωσης. Διότι, αναντίρρητα, θα ήταν δύσκολο να αποδεχθούμε ότι η αποδομητική ανάγνωση σκοπεί στη φανέρωση του "άρρητου" πυρήνα του κειμένου, όπως ακριβώς είναι η επιδίωξη του Heidegger, δεδομένου ότι στη χαϊντεγγεριανή προσέγγιση ο "άρρητος" πυρήνας του κειμένου διατηρεί έναν θεολογικοφαινομενολογικό χαρακτήρα, ο οποίος, ασφαλώς, δεν τίθεται μέσα στο σχέδιο και την προοπτική της αποδομητικής ανάγνωσης.
Η αποδομητική ανάγνωση εκκινεί από χεγγελιανές προϋποθέσεις και όρους, έστω και αν όχι λίγες φορές ανατρέπει τον χεγγελιανισμό της. Αντίθετα, οι όροι και προϋποθέσεις της χαϊντεγγεριανής ανάγνωσης τίθενται αυστηρά πάνω στην επιδίωξη της ανάγνωσης να φέρει στο φως της γλώσσας κάτι ουσιώδες το οποίο μέσα στο κείμενο παραμένει κρυμμένο, ενώ ταυτοχρόνως υπάρχει κάτι που το βλέπει. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο μεταφυσικός και θεολογικοφαινομενολογικός πυρήνας της χαϊντεγγεριανής ανάγνωσης, ένας πυρήνας τον οποίο οι αποδομητικές στρατηγικές θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, εντελώς απρόθυμες να συμπεριλάβουν στην προοπτική τους και πολύ περισσότερο να αναλάβουν. Για να χρησιμοποιήσω μια γλαφυρή περιγραφή της χαϊντεγγεριανής ανάγνωσης από τον ίδιο τον Hyland: "δεν μπορώ να κάνω περίπατο μέσα στο δάσος, να κρύβομαι, έπειτα να φανερώνομαι, εκτός και αν υποθέτω (ή έστω αν το φαντάζομαι μόνο) ότι κάποιος με αναζητά".
Εν προκειμένω, το δάσος είναι το ίδιο το κείμενο. Άρα δεν μπορώ να κρύβομαι και να φανερώνομαι μέσα σ' αυτό, χωρίς κάποιος να με επιτηρεί. Τίθεται λοιπόν το πρόβλημα, με όρους χαϊντεγγεριανής ανάγνωσης, υπό την ακόλουθη μορφή: ποιος μπορεί να είναι εκείνος που επιτηρεί το κείμενο και άρα την ανάγνωση του κειμένου; Έχω τη γνώμη ότι στις αποδομητικές στρατηγικές ο επιτηρητής του κειμένου είναι ο αναγνώστης του, πέραν του συγγραφέα και μάλιστα εν απουσία του συγγραφέα. Η στρατηγική της ανάγνωσης αφορά αποκλειστικά εκείνον που την επιχειρεί, ο οποίος την αναλαμβάνει, όχι προκειμένου να φανερώσει έναν "άρρητο" πυρήνα του κειμένου, αλλά, αντίθετα, να φανερώσει κάτι ουσιωδώς ρητό, το οποίο όμως έχει αποκρυβεί, με ευθύνη ή και χωρίς ευθύνη του συγγραφέα. Ο Derrida αναλαμβάνει αυτή τη στρατηγική μέσω ενός ελεύθερου παιχνιδιού σημαινόντων. Πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για ένα ανοικτό παιχνίδι μεταξύ της παρουσίας ενός σημαίνοντος και της απουσίας κάποιου άλλου. Όπως σημειώνει η Toril Moi στο βιβλίο της Sexual Textual Politics (Routledge, Λονδίνο 1995), σύμφωνα με τη ντεριντιανή στρατηγική "η σημασία δεν είναι ποτέ αληθινά παρούσα, αλλά απλώς κατασκευάζεται μέσω της εν δυνάμει δίχως τέλος διαδικασίες αναφοράς σε άλλα, απόντα σημαίνοντα. Το "επόμενο" σημαίνον μπορεί κατά κάποια έννοια να ειπωθεί ότι παρέχει σημασία στο "προηγούμενο" και ούτω καθ' εξής ad infinitum". Άρα, ο επιτηρητής του κειμένου είναι κατ' ουσίαν το νεύμα του αναγνώστη προς το κείμενο μέσω του ελεύθερου παιχνιδιού των σημαινόντων. Και βέβαια, αυτό το νεύμα κατά καμία έννοια δεν μπορεί να εξισωθεί με το χαϊντεγγεριανό αίτημα ενός νεύματος, το οποίο η γλώσσα μάς στέλνει για την "ουσία ενός πράγματος", φανερώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον "άρρητο" πυρήνα ως την πραγματική ύπαρξη (Dasein) του κειμένου.
Ο αναζητούμενος "άρρητος" πυρήνας του Heidegger είναι αναμφισβήτητα ένα υπερβατικό σημαινόμενο, το οποίο η ντεριντιανή αποδομητική στρατηγική αποκρούει εξ ολοκλήρου, καθώς θα σήμαινε μια μεταφυσική της παρουσίας και της απουσίας των σημαινόντων. Αντίθετα, ένα απολύτως "αυθεντικό" κείμενο εντάσσεται, κατά τη χαϊντεγγεριανή προοπτική, στη μεταφυσική της παρουσίας και της απουσίας, σε πλήρη αντιδιαστολή με το αποδομητικό νεύμα του αναγνώστη πάνω στο κείμενο και διά του κειμένου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το χαϊντεγγεριανό πρόταγμα της ανάγνωσης κατευθύνεται προς τη φανέρωση του υπερβατικού σημαινομένου, το οποίο, σε τελευταία ανάλυση, είναι ο επιτηρητής του κειμένου. Συγχρόνως, το όχημα της φανέρωσης παραμένει πάντα η γλωσσική ύπαρξη του κειμένου, αφού, κατά τη χαϊντεγγεριανή διατύπωση, "η μεταφυσική σκέψη αρθρώνει την τάξη του όντος σε λέξεις".
Οφείλουμε, κατά συνέπεια, να αποδεχθούμε την πλήρη διάσταση μεταξύ αποδομητικής στρατηγικής της ανάγνωσης και χαϊντεγγεριανού προτάγματος. Η μορφολογία ή υφολογία των χρησιμοποιούμενων μέσων παίζει έναν ελάχιστο ρόλο. Εκείνο που είναι σημαντικό για την ανάγνωση του κειμένου είναι τελικά η πλήρης αντίθεση μεταξύ υπερβατικού σημαινομένου και ελεύθερου παιχνιδιού σημαινόντων.
Ο Στέφανος Ροζάνης διδάσκει Φιλοσοφία των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου