Έφυγε για τη μάχη, κρυφά,
πριν χαράξει.
Μέχρι να πέσει η νύχτα δεν σταμάτησε.
Πάλευε με το σπαθί στο χέρι.
Το μεσημέρι ο ήλιος του πύρωνε το κεφάλι.
Δυνάμωνε την επιθυμία του να εκδικηθεί.
Το δειλινό η κούραση τον είχε πλημμυρίσει.
Άντεξε και συνέχισε.
Σκότωσε και λαβώθηκε.
Το αίμα σκέπασε το σώμα του.
Λάφυρο πήρε το λάβαρο του εχθρού.
Τα μεσάνυχτα γύρισε στο σπίτι του.
"Πού ήσουν;", τούπε η μάνα του.
"Τους εχθρούς μας σκότωνα", αποκρίθηκε
κι έδειξε το ματωμένο σύμβολο.
Εκείνη τον φίλησε και τούστρωσε
το λινό σεντόνι να πλαγιάσει.
Του ήρωα.
Στα χρόνια τα κατοπινά
τον δόξασαν όσο κανέναν στην πόλη του.
Γέροντας πια σαν ήτανε,
τον ρώτησαν:
"Σαν τι, μαθές, θυμάσαι πιο καλά, ήρωα;"
Κι εκείνος τους απάντησε:
"Της μάνας το φιλί μετά τον σκοτωμό".
Γιώργος Κ. Μπουγελέκας
Μέχρι να πέσει η νύχτα δεν σταμάτησε.
Πάλευε με το σπαθί στο χέρι.
Το μεσημέρι ο ήλιος του πύρωνε το κεφάλι.
Δυνάμωνε την επιθυμία του να εκδικηθεί.
Το δειλινό η κούραση τον είχε πλημμυρίσει.
Άντεξε και συνέχισε.
Σκότωσε και λαβώθηκε.
Το αίμα σκέπασε το σώμα του.
Λάφυρο πήρε το λάβαρο του εχθρού.
Τα μεσάνυχτα γύρισε στο σπίτι του.
"Πού ήσουν;", τούπε η μάνα του.
"Τους εχθρούς μας σκότωνα", αποκρίθηκε
κι έδειξε το ματωμένο σύμβολο.
Εκείνη τον φίλησε και τούστρωσε
το λινό σεντόνι να πλαγιάσει.
Του ήρωα.
Στα χρόνια τα κατοπινά
τον δόξασαν όσο κανέναν στην πόλη του.
Γέροντας πια σαν ήτανε,
τον ρώτησαν:
"Σαν τι, μαθές, θυμάσαι πιο καλά, ήρωα;"
Κι εκείνος τους απάντησε:
"Της μάνας το φιλί μετά τον σκοτωμό".
Γιώργος Κ. Μπουγελέκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου