6/1/24

Φροντίζει ο άνεμος

Γιώργος Μαυροΐδης, Ύδρα, 1961, λάδι σε καμβά, 54,3 x 69 εκ. 

Του Παναγιώτη Βούζη*
 
ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ, Πέφτοντας σκόνη, εκδόσεις Ενύπνιο, σελ. 123
 
Ηλιοτρόπιος πάντα / νιώθω να χαμηλώνει το φως / κι ο ουρανός / διάλογο δεν δέχτηκε ποτέ // Της φθοράς τώρα / βαδίζω στου καιρού τις ομίχλες / με τη σκέψη στο νου / τι να φιλοτεχνούν άραγε / ένθεοι και μη / οι κάτω απ’ το χώμα στεγασμένοι // Φροντίζει ο άνεμος / την άρπα του τη χορταρένια
(«Η χώρα των άλλων»)

Η πρώτη και πιο στοιχειώδης παρατήρηση για το ποιητικό βιβλίο του Πάνου Κυπαρίσση είναι ότι καθορίζεται από ένα σημασιολογικό πεδίο όπου δεσπόζουν οι αντίθετοι πόλοι «ομορφιά – ασχήμια». Ο πρώτος πόλος προϋποθέτει τη συμπαρουσία του αγαθού (επισήμανση της Τιτίκας Δημητρούλια, στο κείμενό της για την παρουσίαση του βιβλίου) και της γνώσης, ενώ ο δεύτερος συνοδεύεται από τα αντώνυμά τους. Η προκείμενη συλλογή βρίσκεται μέσα στη διάσταση του λυρισμού και τα ποιήματα φορτίζονται ή αποφορτίζονται, με βάση τις διαβαθμίσεις του τελευταίου. Εφαρμόζεται, λοιπόν, μια τεχνική εντάσεων: Η ομορφιά συνιστά το ιδεώδες, το οποίο χαρακτηρίζεται από την ένταση στον υπερθετικό βαθμό. Ώστε τα ποιήματα, όταν πλησιάζουν αυτό το ιδεώδες, αυξάνουν τη λυρική έντασή τους, ενώ τη μειώνουν, όταν απομακρύνονται, περιοριζόμενα στην αποθαρρυμένη παρατήρηση και επίκριση της ασχήμιας.
Πίσω από αυτό το αντιθετικό δίπολο κρύβεται μια θεωρία για την ασυμβατότητα της τέχνης με την πραγματικότητα τόσο την ιστορική όσο και τη σύγχρονη. Η Μαρία Ψάχου σημειώνει, στο βιβλίο της για τον Πάνο Κυπαρίσση, ότι, στην ποίησή του, τα εξατομικευμένα βιώματα συγκροτούν τη συλλογική περιπέτεια του ελληνικού λαού, σε έναν κύκλο αδικίας, που επαναλαμβάνεται αέναα και ατελέσφορα. Αυτή η κυκλική επανάληψη συνεπάγεται ότι η ιστορική και η σύγχρονη πραγματικότητα ρυθμίζονται από τις ίδιες αρνητικές παραμέτρους. Ως συνέπεια, και στη συλλογή Πέφτοντας σκόνη, λειτουργεί μια μέθοδος απάλειψης των συγκεκριμένων παραμέτρων, η οποία έχει τη μορφή μιας ποιητικής της αποστασιοποίησης από τον κόσμο και της περιχαράκωσης στο πλαίσιο μιας υπερχρονικής τέχνης.
Ποιητική η οποία διακρίνεται για την απουσία του ρεαλισμού και της αφηγηματικότητας, που συναντάμε συχνά στις τωρινές συλλογές. Για τις ελλειπτικές, επίσης, συντακτικές φόρμες. Για τη νοσταλγική γλώσσα, η οποία αποτελεί τον φόρο τιμής «στον μεσοπολεμικό λυρισμό και τις μεταπολεμικές εκβλαστήσεις του», όπως επισημαίνει ο Κώστας Βούλγαρης, στο βιβλίο του Η δικιά μας Ελένη. Για μια ιμπρεσιονιστική εικονοποιία, η οποία αφαιρεί τα περιγράμματα από τα πράγματα. Διακρίνεται, τέλος, για τη μουσικότητα, για τη δημιουργία της οποίας συνδυάζονται αρκετές τεχνικές: οι εξωτερικές και εσωτερικές ομοιοκαταληξίες, το σπάσιμο μετρικών ενοτήτων –για παράδειγμα, ενδεκασύλλαβων και δεκαπεντασύλλαβων ιαμβικών στίχων– τα υπερβατά και, εν γένει, η ανατροπή της κανονικής σειράς των λέξεων, η αίσθηση της πληρότητας η οποία παράγεται με τη διαδοχή ενός στίχου τονισμένου στην τελευταία συλλαβή από έναν άλλο τονισμένο στην προτελευταία (με τις ανάσες τους σβηστές / κι ομπρέλες ανοιγμένες, «Στη σιγή μη και σε χάσω»). Συνοψιστικά, πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας ιδιολέκτου η οποία εσκεμμένα και συστηματικά όχι μόνο διαφοροποιείται από το ύφος των καθημερινών ομιλιών αλλά αφήνει στο περιθώριο οποιοδήποτε στοιχείο χρονικότητας.
Για να πετύχει την παραπάνω διαφοροποίηση, ο Κυπαρίσσης ανάγει το αισθητικό πρόταγμά του στην ιδιομορφία της απόλυτης (ερμητικής) μεταφοράς. Ο όρος δόθηκε από τον Hans Blumenberg στην ειδική περίπτωση μιας μεταφοράς η οποία ανεξαρτητοποιείται από το γεγονός το οποίο απεικονίζει. Δεν μπορεί, δηλαδή, να μεταφραστεί στο πρόσωπο ή το πράγμα που την προκάλεσε, επειδή δεν υπάρχει προσιτός δίαυλος πίσω σε αυτό. Συνεχίζοντας τον Blumenberg, ο Thomas Rentsch ορίζει τις απόλυτες μεταφορές ως αυτονομημένες εικόνες, καθώς δεν παραπέμπουν σε γεγονότα τα οποία μπορούν να παρατηρηθούν εμπειρικά στον κόσμο. Στο Πέφτοντας σκόνη κάθε ποίημα, στο σύνολό του, καθίσταται μεταφορά. Σχηματίζεται, επιπλέον, ένα κλειστό σύστημα, αφού σχεδόν αποκλείεται η αναφορικότητα (Για ποιους, για τι μιλά το ποιητικό υποκείμενο; Σε ποιους απευθύνεται;). Χωρίς την αναφορικότητα η κάθε μεταφορά παγιδεύεται στο πεδίο της. Γίνεται απόλυτη, αίροντας την εξήγηση, το κυριολεκτικό νόημα.
Η ποίηση του Πάνου Κυπαρίσση περιχαρακώνεται, αποστασιοποιείται από τον κόσμο και, στο τέλος, επιστρέφει στον κόσμο. Όχι όμως προκειμένου να μιλήσει για την πραγματικότητα, αλλά για να τονίσει τη διαφορά της από αυτήν, στο ύφος, στο ήθος, στην αποθησαυρισμένη γνώση. Και το κάνει, μέσω μεταφορών οι οποίες, μάλιστα, δεν εντοπίζονται στο σώμα των ποιημάτων. Αντίθετα, το καταλαμβάνουν και το μετατρέπουν στην απόλυτη εκδοχή τους.

*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι ποιητής και δρ κλασικής φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου