Του Γιώργου Βαρθαλίτη*
Αν με ρωτούσαν ποια είναι η σημαντικότερη, μέχρι τώρα, κριτική τοποθέτηση για το έργο του Άγγελου Σικελιανού, δεν θα δίσταζα να απαντήσω: ο Σικελιανός του Μάρκου Αυγέρη. Το μικρό αυτό βιβλίο μόνο με τα προλεγόμενα του Πολυλά στο Σολωμό μπορεί να παραβληθεί και πάντως αξίζει περισσότερο από εκατό διατριβές.
«Η κριτική», όπως έχει ειπωθεί, «είναι η τέχνη της αγάπης». Τίποτε πιο αληθινό για τον Σικελιανό του Αυγέρη, αφού ο Λευκάδιος λυρικός υπήρξεν ο μεγάλος έρωτας της νεότητάς του. Ο δημιουργός Αυγέρης της πρώτης του περιόδου στάθηκε ο πιο σικελιανικός μας ποιητής, ιδίως στο μεταχείρισμα του δίστιχου δεκαπεντασύλλαβου που ο Σικελιανός εισήγαγε με τη Μητέρα Θεού και που επηρέασε επίσης τον Ρίτσο και τον Βάρναλη.
Το βιβλίο του Αυγέρη ξεκινά με τη φράση: «Ο Σικελιανός αν συγκριθεί με τους σημερινούς παγκόσμια ξακουσμένους ποιητές, μπορεί να σταθεί πλάι στους πιο μεγάλους».
Είναι αξιοζήλευτος ο ζήλος που δείχνουν οι Άγγλοι κι οι Αμερικανοί, συνεπικουρούμενοι από την πανίσχυρη εκδοτική, ακαδημαϊκή και κινηματογραφικήν ακόμα βιομηχανία τους, για να προβάλλουν τα πνευματικά μεγέθη της παράδοσής τους. Δείτε, λ.χ., όλον αυτό τον μεταμφιεσμένο σε κριτικήν ετυμηγορία ενθουσιασμό ενός Harold Bloom. Εμείς, απέναντι στα δικά μας μεγέθη, στεκόμαστε φειδωλοί και επιφυλακτικοί. Για αυτό είναι ανυπολόγιστη η συνεισφορά των κριτικών όταν μας αποκαλύπτουν αστέρες πρώτου μεγέθους που ανάτειλαν στον τόπο μας. Φυσικά, τέτοιες ανακαλύψεις τιμούν και τους ίδιους: μόνο ένα μεγάλο πνεύμα διαθέτει τη γενναιοδωρία της ευθυκρισίας.
Αυτή η ευθυκρισία κάνει τον Αυγέρη να βλέπει και τα έκτακτα χαρίσματα (πρωτοφανή λυρική έξαρση, εικονοπλαστική τόλμη, ρυθμική πλαστικότητα, λεκτική ευφορία) του Σικελιανού –«είναι ο περισσότερο λυρικός από όλους τους Έλληνες ποιητές», γράφει χαρακτηριστικά- αλλά και τα ελαττώματά του: την εγωλατρεία του, τη μεγαλαυχία του, την απουσία μέτρου και εγκράτειας, την αφέλειά του ζητήματα πολιτικής τοποθέτησης. Αυτά τα ελαττώματα αφορούν κυρίως στον άνθρωπο αλλά ρίχνουν τη σκιά τους και στην αισθητική ποιότητά του έργου του. Βέβαια, ο Αυγέρης δεν παραβλέπει πως κάποια απ’ αυτά τα μειονεκτήματα είναι κληροδοτήματα της εποχής, μέσα στην οποία διαμορφώθηκε η προσωπικότητα του ποιητή: ο υπερανθρωπισμός του Νίτσε κι η εγωλατρεία ενός Μωρίς Μαρρές καθόριζαν τότε την πνευματικκήν ατμόσφαιρα. Βρήκαν όμως γόνιμο έδαφος στην ιδιοσυγκρασία του Σικελιανού.
Ο Αυγέρης διαπραγματεύεται ισότιμα και τον Λυρικό Βίο και τη Θυμέλη. Μολονότι δεν του διαφεύγει η προβληματικότητα της ανασύστασης ενός νεκρού είδους, διαπιστώνει στα τελευταία θεατρικά έργα του Σικελιανού μιαν ακραιφνή ανταπόκριση στα μείζονα αιτήματα των καιρών. Έτσι με τον Θάνατο του Διγενή ο Σικελιανός γράφει «ένα ποίημα αγωνιστικό, μ’ εκστατική πνοή, όπου δοξάζεται το αναγεννητικό πνεύμα της ανθρωπότητας, που συνεπαίρνει σήμερα τους λαούς και που θα γκρεμίσει τα καθεστώτα της ανισότητας και της αδικίας».
Απ’ τις πιο καίριες επισημάνσεις του Αυγέρη είναι αυτές επιχειρούν μια σύγκριση του Σικελιανού με το Σολωμό και στο επίπεδο της θρησκευτικής συνείδησης και στο επίπεδο της ποιητικής. Για τη θρησκευτικότητα των δύο ποιητών γράφει χαρακτηριστικά: «ο Σολωμός, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, βλέπει τη ζωή σαν θεοδικία, όπου ο άνθρωπος δοκιμάζεται και κρίνεται. Ενώ στο Σικελιανό η ζωή παρουσιάζεται σαν θεοφορία. Η παράσταση του κόσμου εμφανίζεται στον Σικελιανό μέσα σ’ αδιάκοπα γιορταστική θεοφάνεια, όπου ο φυσικός κι ο πνευματικός κόσμος ταυτίζονται σ’ αξεχώριστη ενότητα».
Στο ποιητικό επίπεδο ο Αυγέρης παρατηρεί πως ο σολωμικός στίχος πετυχαίνει μια ευτυχισμένη συζυγία ανάμεσα στη συγκίνηση και τη νόηση: «η ποίηση του Σολωμού είναι συγκινημένος στοχασμός και στοχαστική συγκίνηση». Στον Σικελιανό αντίθετα «η αισθητική συγκίνηση σκεπάζει και πνίγει μέσα σε απανωτές εικόνες τον εσωτερικό λογικό ειρμό». Η σικελιανική ποίηση κυοφορείται σε «υποχθόνιες περιοχές» και έχει «κάτι το αυτοματικό και μαζί ανεξιχνίαστο στην καταγωγή της».
Κάθε κριτική αποτίμηση ασφαλώς δεν μπορεί να είναι τελεσίδικη. Ο Αυγέρης αναγνωρίζει τη μεγάλη αξία κάποιων όψιμων λυρικών του Σικελιανού, που τα διαπνέει ένα πνεύμα αγωνιζόμενου ανθρωπισμού (Ιερά Οδός, Στ’ Όσιου Λουκά το Μοναστήρι, Άγραφον, Διόνυσος επί Λίκνω κ. α.) αλλά γενικά βρίσκει πως στα τελευταία ποιήματά του «τα πρωτινά λαμπρά χρώματα θαμπώνουν». Αυτές οι παρατηρήσεις αναφέρονται κυρίως στους Ιμέρους. Πιστεύω πως μια μελλοντική κριτική δεν θα δυσκολευόταν να αποκαταστήσει αυτά τα βαθιά ποιήματα, όπου συμπλέκονται το σεξουαλικό και το μυστικιστικό στοιχείο. Το ίδιο ισχύει και για τον Πρόλογο στη Ζωή. Τολμώ να πω αυτό το έργο, αν είχε μεταφραστεί και γνωσθεί στον καιρό του πέρα απ’ τα όρια της γλώσσας μας, θα μπορούσε να αναδείξει τον Σικελιανό στον πρώτο διεθνή –πριν τον Καβάφη− ποιητή μας, γιατί σπάνια το ρεύμα του βιταλισμού που κυριαρχούσε τότε εκφράστηκε με τόση λυρική θέρμη όσο εκεί. Και σήμερα όμως θα ήταν το προσφορότερο έργο για να εκτιμηθεί διεθνώς ο Σικελιανός.
Ο Σικελιανός, όπως επισημαίνει, κλείνοντας την επισκόπησή του ο Αυγέρης, κέρδισε το χθες. Θα κερδίσει όμως και το αύριο; Σ’ αυτό το ερώτημα αποκρίνεται ευθαρσώς − και μ’ αυτά τα ωραία λόγια κλείνουμε κι εμείς: «σ’ αυτή την ευτυχισμένη συνείδηση του Σικελιανού, στο φωτεινό και χαρούμενο όραμα του κόσμου, νομίζουμε πως βρίσκεται το μυστικό της γοητείας που κάποια κομμάτια από την ποίησή του προκαλούσαν και χθες και προκαλούν σε πολλούς και σήμερα. Σ’ αυτή την αθόλωτη ευτυχία, που αποδίδεται άμεσα από την ποίησή του κι από τον ανόλεθρο κόσμο του, θα βρίσκεται η εξήγηση και της όποιας επιβίωσής του σε άλλους πιο καλοτυχισμένους καιρούς».
*Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου