Του Κώστα Βούλγαρη
ΣΤΕΛΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ, Με λένε Φόβο, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 94
Ήδη με το μότο του Νικηφόρου Βρεττάκου, «Οι ποιητές κατοικούν έξω απ’ το φόβο», με το οποίο ανοίγει η συλλογή του Στέλιου Λουκά, δίνεται ένα στίγμα όσων θα ακολουθήσουν, αλλά κυρίως η ποιητική αγκύρωσή τους στη μάλλον υποφωτισμένη εκείνη περιοχή της ποιητικής μας παράδοσης, που κυρίως στα χρόνια του μεταπολέμου περιχαρακώθηκε από τον χαρακτηρισμό «υπαρξιακή ποίηση». Ο Βρεττάκος βέβαια διέθετε εξίσου ισχυρή την κοινωνική παράμετρο στο έργο του, αποδεικνύοντας πως αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν ήσαν και τόσο δόκιμοι, όπως άλλωστε αποδείχθηκε περίτρανα με τον επίσης σε αυτήν την κατηγορία παραχωμένο Τάκη Σινόπουλο.
Ο Λουκάς λοιπόν προσεγγίζει την έννοια του φόβου, το αέναο αυτό συναίσθημα που εν πολλοίς ορίζει τη μοίρα των ανθρώπων, με αλλεπάλληλες κοινωνικές ταυτοποιήσεις και σύγχρονες τυποποιήσεις του, στοχεύοντας να αναδείξει το δυστοπικό παρόν της ανθρώπινης ύπαρξης: «Με λένε Φόβο/ Για πολλούς είμαι απλώς μια λέξη/ Για άλλους ένα φριχτό συναίσθημα/ Όμως εγώ πιστεύω/ Πως είμαι το αλφάβητο της ανθρωπότητας/ Από μένα αρχίζουν όλες οι γλώσσες/ Και σ’ εμένα καταλήγουν».
Η οπτική και η ευαισθησία της ιδιαίτερης ματιάς του Στέλιου Λουκά δεν είναι ούτε νοσταλγική ούτε παρωχημένη, όπως άλλωστε επισημαίνεται από μία ακόμη, διακειμενική ποιητική αναφορά στον Αργύρη Χιόνη, που τον εικονογραφεί να κλαδεύει το αμπέλι του, ακόμα και μεταθανάτια, ακόμα «Κι όταν η άβυσσος τον καταπίνει μ’ ένα της φιλί». Όψεις και πτυχές της ζωής, αστικές και υπαίθριες, εναλλάσσονται σε έναν καταιγιστικό ρυθμό στιγμιοτύπων, χωρίς τίποτα να εξιδανικεύεται, ούτε κι ο αναχωρητισμός, αφού «Ζωή με φόβο δε θέλεις/ Όμως κανείς δεν μπορεί να σου χαρίσει/ Τη γενναιότητα που εσύ/ Συνεχίζεις να αρνείσαι».
Η ποιητική συνείδηση του Στέλιου Λουκά είναι στοχαστική και μαχητική, πεπαιδευμένη και εν εγρηγόρσει, είναι ματιά βαθιά κοινωνική και εν ταυτώ υπαρξιακή, δείχνοντας έμπρακτα πως ο συρμός της «ριζοσπαστικής» θεματικής δεν είναι παρά μια πομφόλυγα. Η ποίηση έχει κατακτημένους και συνεχώς ανανεούμενους τόσους άλλους τρόπους, δικούς της τρόπους, να μιλήσει για τα μεγάλα, τα διαρκή, τα σοβαρά. Όπως έκδηλα το πραγματώνει μία ακόμη διακειμενική/προσωπική αναφορά: «Τώρα η μέρα δε γεννά μόνο απελπισία/ Κι ο ουρανός δε φέρνει μόνο/ Κόκκινη βροχή και σκόνη/ Τώρα, αυτή τη στιγμή που εσύ γελάς/ Ευτυχισμένος μέσα στην αμεριμνησία/ Η θάλασσα ακουμπά απαλά/ Στην έρημη ακτή/ Το πεθαμένο σώμα του μικρού Φαρούκ/ Από μέσα μας περνά ο θάνατος/ Κι όπως θα έλεγε ο ποιητής/ Ο Γιάννης Βαρβέρης/ Εμείς ‘παίζουμε τους ζωντανούς’/ Εμείς/ Εμείς, οι από χρόνια πεθαμένοι».
Μια ποίηση «υποψιασμένη» για τον ρόλο της και την αποστολή της.
Γιάννης
Γαΐτης, Πορτραίτο της Γαβριέλλας Σίμωσι,
1950, λάδι σε μουσαμά, 108,5 x 74,5
εκ., Ιδιωτική συλλογή |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου