Του Βασίλη Ντόκου*
Με αφορμή την ιστορική αναδρομή του Αλέξιου Μάινα στη δημιουργία της έννοιας του ποιήματος (Αυγή, Αναγνώσεις, «Ποίηση, το ‘νέο γένος’», 6/11/22 και τη συζήτηση που ακολούθησε) και την αναφορά στην ύποπτη κατά τους ακραίους νομιναλιστές οντολογική ουσία του ως αυτόνομου είδους, λόγω της όψιμης εμφάνισής του στην ιστορία της γραμματολογίας, και σε συνδυασμό με τη σύγχρονη αισθητική φτωχοποίησή του μέσω της παύσης των μορφολογικών αναζητήσεών του και μείωση της γλωσσικής φαντασίας, με άλλοθι την ανταπόκριση σε κοινωνικά αιτήματα και την εύκολη επικοινωνιακή προσβασιμότητά του, ίσως θα πρέπει να προβληματιστούμε αν πέρα από τη συζητήσιμη οντολογική έχει χάσει πλέον και την αισθητική αυτονομία του, που λειτουργούσε κριτικά σε σχέση με το πρακτικό πεδίο του βίου.
Ποια αναγκαιότητα ανέδειξε όμως -πέραν της εγγενούς αισθητικής εξέλιξής του- το πολύσημο, έως γριφώδες εν είδει χρησμού, ποίημα στη λογοτεχνική διαδρομή της ποίησης ως αυτόνομου είδους, αν όχι το οντολογικά κρίσιμο και οιονεί υπερβατικό της φθαρμένης γλώσσας, αίτημα διαστολής της απεύθυνσής του ώστε να κατευθύνεται από το ειδικό-συγκεκριμένο ερέθισμα του ποιητή στο γενικό-καθολικό της εμπειρίας της αναγνωστικής του κοινότητας, μέσω μιας αυξημένης αφαίρεσης της προθετικότητας του λόγου του;
Και γιατί δεν έχει «πέραση» πια το μοντερνιστικό, ερμητικά κλειστό και γι’ αυτό πληθυντικής σημασιοδότησης ποίημα, μιας τόσο έντονης μαλλαρμεϊκής απροσδιοριστίας που το κάνει να τείνει σε ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο; Είναι μόνο λόγοι αισθητικού κορεσμού ή επικοινωνιακού κομφορμισμού, όταν δεν παράγεται κάτι αντίστοιχης ποιητικής ειρωνείας σε σχέση με τη βεβαιωτική πραγματικότητα για να γεμίσει το κενό του, ή αυτός ο σημειολογικός «μπαλαντέρ» του ποιήματος ξεπεράστηκε από την πληθωριστική χρήση του στην ίδια τη ζωή, όταν το χρήμα ως μορφή ανταλλακτικότητας των πάντων με τα πάντα κατέστη το κυρίαρχο κυλιόμενο σημαίνον, αντιστοιχώντας σε όλα χωρίς από μόνο του να σημαίνει κάτι;
Και όντως, ο σύγχρονος καπιταλισμός με την ιδεολογικά αντεστραμμένη ριζοσπαστικότητά του (που διέκρινε κάποτε ο Μπρεχτ) μέσω αξιών όπως το χρήμα ή το καταναλωτικό αγαθό κατέστησε όλες τις ταυτότητες ανταλλάξιμες στη δυνητική πραγμοποίησή τους, έτσι ώστε το βέβηλο να μη διακρίνεται από το ιερό, το χαμηλό απ’ το υψηλό, το αισθητικό απ’ το αναισθητικό και η μορφή απ’ τη μομφή για το ελιτίστικο, σε μια διαρκή και «αδέσποτη» αντιμετάθεση των δύο πόλων εν τη απουσία μιας καθολικής -ανεξαργύρωτης άμα τη εμφανίσει της- δεσπόζουσας στη ζωή και την τέχνη ως κριτικού και όχι απλώς διακριτικού της εξατομίκευσης πνεύματος.
Και το ατέρμονα ολισθαίνον στα πράγματα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο γδύθηκε την ιερότητα του ποιητικού, κοινωνικού και σωματικού ανείπωτου λειτουργώντας μόνο ομοιοπαθητικά πλέον, στο καθεστώς της αντιστοίχησης όλων σε όλα. Κι αυτά, σε μια κοινωνία που η διαφορά ως κενή εξωτερικότητα κατέστη αδιαχώριστη της κοινοτοπίας και μιας φαινομενικότητας που δεν έχει τίποτε να φανερώσει, αμαυρώνοντας την αναζήτηση της πρωτοτυπίας στην τέχνη του λόγου ως φορέα νέων περιεχομένων, μέσω της ευρηματικότητας ως κοινού της πλέον ζητούμενου με το μάρκετινγκ των προϊόντων και τους πειραματισμούς της μόδας, φαντάζοντας και το ίδιο το αισθητικά ανήσυχο ποίημα εξίσου πραγμοποιημένο, κάτι που επιτείνει η σχεδόν συγχρονική, πυρηνική συγκρότηση και στιγμιοτυπική αποτύπωση του μη αφηγηματικού ποιήματος, εν είδει μαύρου κουτιού της πτώσης της γλώσσας από το «είναι» στο «λέγειν» των πραγμάτων.
Όπως περίπου συνέβη και με τη μεταφυσική διάσταση της ποίησης, όταν το πνεύμα της σύγχρονης Ιστορίας με έναν οιονεί μεταφυσικό τρόπο κατέστησε αυτόν τον τερατώδη μηχανισμό ανάπτυξης αυτόνομο των ανθρώπινων αναγκών αυτοσκοπό της, μετουσιώνοντας δηλαδή τα μέσα της σε σκοπούς και μιμούμενη έτσι τον αισθητικό τρόπο και την αυταξία του ποιήματος.
Έτσι, σε μια κοινωνία που όλοι οι αισθητικοί τρόποι του ποιήματος έχουν αλωθεί από την κυκλοφορία της έννοιας του αγαθού ως αναλώσιμου άμα τη εμφανίσει του, ο μόνος άμεσα επιδραστικός τρόπος που του έχει απομείνει -πέραν μιας προβολικής στη ζωή αισθητικής ανιδιοτέλειας- είναι αυτός της άρνησής του να υπάρξει δίχως να αυτοκαταστραφεί, όπως κάποτε τα αρνητικά των φωτογραφιών στο φως της μέρας ή εκείνο το αυτοδιαλυόμενο έργο του Banksy κατά τη διάρκεια της δημοπρασίας του. Εκτός, αν σαν δημιουργημένο σχεδόν εκ του μηδενός, εκλάβουμε το ιδιαίτερης αισθητικής ποίημα ως υπόσχεση για αυτό που δεν έχει υπάρξει ακόμη, μέχρι τουλάχιστον το ξημέρωμα μιας ολότελα διαφορετικής μέρας που τα μέσα της ζωής θα ξεχωρίσουν από σκοπούς, ξανά πολύσημους, πέραν της πλησμονής ή της σκέτης επιβίωσης.
*Ο Βασίλης Ντόκος είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου