3/5/20

Τα στρατόπεδα του Εθνικού Διχασμού

Γιάννης Τσαρούχης, Κεφάλι νέου,1970, παστέλ σε χαρτί,  23,5 x 30,5 εκ.

ΤΗΣ ΤΖΕΝΗΣ ΛΑΛΙΟΥΤΗ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΙΖΑΣ, Βενιζελισμός και αντιβενιζελισμός. Στις απαρχές του Εθνικού Διχασμού 1915-1922, εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 168

Η πρόσφατη οικονομική κρίση στην Ελλάδα, η οποία υπήρξε πολύπλευρη στην εκδήλωσή της, οδήγησε σε μια σειρά κλυδωνισμών και μετασχηματισμών και στο πεδίο της πολιτικής. Απόρροια αυτής της διαδικασίας ήταν, μεταξύ άλλων, ο προσανατολισμός της ερευνητικής παραγωγής στα ορόσημα και στις διεργασίες που διαμόρφωσαν ιστορικά το ελληνικό κομματικό σύστημα, το οποίο βρέθηκε στο επίκεντρο της κρίσης. Κεντρική θέση εδώ καταλαμβάνουν οι δύο διαιρετικές τομές, του Εθνικού Διχασμού και του Εμφυλίου Πολέμου, με την δεύτερη να προσελκύει το μεγαλύτερο μέρος των βιβλιογραφικών συμβολών.
Η τελευταία μονογραφία του Σωτήρη Ριζά, Διευθυντή Ερευνών στο Κέντρο Έρευνας της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, έρχεται να συμβάλει στην κατανόηση του πρώτου μεγάλου σχίσματος στην ελληνική πολιτική ιστορία, του Εθνικού Διχασμού, με έμφαση στις διαιρέσεις που τροφοδότησε –και στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία αυτές απέκτησαν– και στις προεκτάσεις τους. Η μελέτη οριοθετείται χρονολογικά από την εκδήλωση της ρήξης μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, το 1915, και τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922.
Κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου είναι πως ο Εθνικός Διχασμός δεν αποτελεί έκφραση και αποτέλεσμα δομικών αντιθέσεων, οι οποίες προϋπάρχουν της ρήξης Βενιζέλου-Κωνσταντίνου. Αντίθετα, ο Ριζάς υποστηρίζει πως αυτές οι δομικές αντιθέσεις αποτελούν επακολούθημα του Διχασμού, και ιδιαίτερα των γεγονότων που ορίζουν την περίοδο 1915-1922, όπως τα Νοεμβριανά (1916), η Μικρασιατική Καταστροφή και η εκτέλεση των Έξι (1922).

Ο Ριζάς εντοπίζει τις πολιτικές προϋποθέσεις του Εθνικού Διχασμού στην περίοδο 1910-1915. Από τη σκοπιά αυτή, ο Διχασμός εμφανίζεται ως η απόληξη προγενέστερων κρισιακών κατατάσεων. Η πρώτη αφορά στην αδυναμία εκσυγχρονισμού του κομματικού συστήματος και μετάβασης από προσωποπαγή κόμματα σε κόμματα αρχών. Η δεύτερη δυνάμει κρισιακή συνθήκη τροφοδοτείται από τις αδυναμίες του κοινοβουλευτικού συστήματος της περιόδου σε συνδυασμό με τη δράση της Μοναρχίας, η οποία συνιστά ένα εξωκοινοβουλευτικό κέντρο εξουσίας.  Ωστόσο, είναι ένα μείζον γεωπολιτικό γεγονός, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα διλήμματα που θέτει για την ελληνική πολιτειακή και πολιτική ηγεσία, το οποίο λειτουργεί ως καταλύτης ώστε οι δύο αυτές εστίες κρίσης να μετασχηματιστούν σε ένα ρήγμα τόσο στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας.
Το ερμηνευτικό σχήμα που συγκροτεί ο Ριζάς για τα αίτια του Διχασμού περιλαμβάνει τους ακόλουθους παράγοντες: Πρώτον, το ρόλο της μοναρχίας στην πολιτική ζωή της χώρας, με τον συγγραφέα να κάνει λόγο για «ασυμμετρία» μεταξύ του επίσημου συνταγματικού πλαισίου και της πολιτικής πρακτικής. Δεύτερον, την αλληλεπίδραση μεταξύ της γεωπολιτικής συγκυρίας και της ιδεολογίας στην κομβική συγκυρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις του οράματος της Μεγάλης Ιδέας από τα δύο στρατόπεδα σε συνδυασμό με τα μεταβαλλόμενα δεδομένα, σε σχέση με τη θέση της Ελλάδας, τα οποία απορρέουν από τις στρατηγικές επιλογές των αντιμαχόμενων εξηγούν, για το συγγραφέα, την ένταση του Διχασμού. Τρίτον, τις επιπτώσεις του κινήματος του 1909 και της ανάδειξης στην πρωθυπουργία του Ελευθερίου Βενιζέλου (1910) στο επίπεδο του πολιτικού προσωπικού με την ανάδυση μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των λεγόμενων ‘παλαιοκομματικών’ προς τους ‘νέους πολιτικούς άνδρες’, διάκριση η οποία σε ένα βαθμό εξέφραζε και τις διαφορετικές στάσεις έναντι της προώθησης μιας μεταρρυθμιστικής ατζέντας.
Ο συγγραφέας πλαισιώνει αυτούς τους παράγοντες με μια βήμα προς βήμα καταγραφή της επιδείνωσης του πολιτικού και ψυχολογικού κλίματος και παρακολουθεί την αποκρυστάλλωση της ακραίας πόλωσης, η οποία διαχέεται από το επίπεδο της κορυφής σε εκείνο των κοινωνικών σχέσεων. Η περιγραφή αυτή ανασυγκροτεί τον Εθνικό Διχασμό ως βιωμένη εμπειρία, η οποία με τη σειρά της μετασχηματίζεται σε υλικό συγκρότησης των παραταξιακών ταυτοτήτων.
Αποφεύγοντας τη δαιμονοποίηση ή την εξιδανίκευση των εμπλεκομένων, ο Ριζάς φωτίζει την ετερόκλητη συγκρότηση του αντιβενιζελικού στρατοπέδου, παρουσιάζοντας τις διαφορετικές διαδρομές των προσώπων που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό από διαφορετικές αφετηρίες. Η ανάλυση αυτή συνιστά μια επιβεβαίωση της βασικής θέσης του βιβλίου ότι οι διαιρέσεις και ομαδοποιήσεις που δημιούργησε ο Διχασμός δεν ήταν προδιαγεγραμμένες, αλλά ήταν το ιστορικό αποτέλεσμα μεταξύ περισσότερων ενδεχομενικών καταστάσεων. Ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην κατανόηση του πλαισίου εκδήλωσης του Διχασμού, και στην ερμηνευτική του αξία, προκειμένου να αντικρούσει σχήματα που βασίζονται σε μια πρωθύστερη ανάγνωση του ιστορικού φαινομένου. Στην κατεύθυνση αυτή, ο συγγραφέας τονίζει πως η διαίρεση μεταξύ Παλαιάς Ελλάδας και Νέων Χωρών σε ό,τι αφορά την προνομιακή απήχηση του αντιβενιζελισμού και του βενιζελισμού αντίστοιχα, διαίρεση η οποία αποτέλεσε σημαντικό χαρακτηριστικό της ελληνικής εκλογικής γεωγραφίας, έχει ως ορόσημο τις εκλογές του 1920 και όχι του 1915 ή πολύ περισσότερο του 1912.
Σημαντικό κεφάλαιο του βιβλίου αποτελεί επίσης η σκιαγράφηση του δαιδαλώδους τοπίου των διπλωματικών σχέσεων της χώρας με τη Γερμανία, αφενός, και τις χώρες της Αντάντ αφετέρου, κατά την κρίσιμη περίοδο 1915-1917. Μέσα από μια επισκόπηση των πορισμάτων της αρχειακής έρευνας, εξετάζει την πολιτική της ουδετερότητας και την επιρροή του γερμανικού παράγοντα στο βασιλικό περιβάλλον, τις τάξεις του στρατεύματος και τους πολιτικούς κύκλους. Η ενότητα αυτή φωτίζει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διάσταση που αφορά στο ρόλο της προπαγάνδας και της κοινής γνώμης σε αυτήν την οριακή στιγμή για την εθνική ιδεολογία και την εξωτερική πολιτική. Η πρόσληψη του Μεγάλου Πολέμου από την ελληνική κοινή γνώμη, και της ενδεδειγμένης θέσης για την Ελλάδα σε αυτόν, διαμορφώνεται εντός της συνθήκης του Διχασμού, η οποία απονομιμοποιεί τον πολιτικό αντίπαλο ως εσωτερικό εχθρό και, συγχρόνως, εντός ενός ασφυκτικού περιβάλλοντος εξωτερικών πιέσεων (διπλωματικών, στρατιωτικών, οικονομικών, προπαγανδιστικών). 
Απέναντι σε απλουστευτικές γενικεύσεις οι οποίες αποτέλεσαν κοινό τόπο στη δημόσια συζήτηση κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με τις οποίες ο διχασμός και η εμφύλια διαμάχη αποτελούν ένα είδος εγγενούς τάσης του ελληνικού λαού, το βιβλίο παρουσιάζει την ιστορική εμπειρία του Εθνικού Διχασμού ως το άθροισμα πράξεων, επιλογών και ροπών, που δεν ήταν κατ’ ανάγκην αναπόφευκτο. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Διχασμός δεν ήταν η προδιαγεγραμμένη κατάληξη αγεφύρωτων αντιθέσεων εντός της ελληνικής κοινωνίας, αλλά το αποτέλεσμα της αδυναμίας των πολιτικών ελίτ να συναινέσουν στους θεσμικούς κανόνες διεξαγωγής της πολιτικής σύγκρουσης. Όπως μάλιστα αποφαίνεται ο Ρζάς, ο Διχασμός, έτσι όπως ανασυγκροτείται από τις πεποιθήσεις και τις ενέργειες των πρωταγωνιστών του, δεν αντιπροσωπεύει μια κοινωνική ή ιδεολογική σύγκρουση, αλλά μια «σύγκρουση νοοτροπιών». Εν τέλει, αυτή η ανάγνωση προσανατολίζει το ερευνητικό βλέμμα στις στρατηγικές και στα χαρακτηριστικά των πολιτικών ελίτ της χώρας, ένα ζήτημα που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον τόσο στην ιστορική όσο και στη συγχρονική του διάσταση.

Η Τζένη Λαλιούτη διδάσκει Ευρωπαϊκή ιστορία στο ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου