3/5/20

Μη ζητάς αθανασία...

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

ΦΡΑΝΚ NΤΑΜΟΥΡ: Μακάριοι οι θνητοί… γιατί είναι ακόμη ζωντανοί, μετάφραση Νίκος Μάλλιαρης, εκδόσεις «μάγμα», σελ. 144


Υπάρχει μόνο μία ηδονή: να είσαι ζωντανός. Όλες οι άλλες είναι βάσανο.
Ο θάνατος είναι ανάπαυση, αλλά η σκέψη του θανάτου ταράζει κάθε ανάπαυση.
Τσέζαρε Παβέζε
Εάν πιστέψουμε στην ψυχανάλυση, ένας οικείος τρόπος για να εκδηλώσουμε τους απωθημένους φόβους της παιδικής ηλικίας, και κυρίως τον φόβο του θανάτου, είναι κάποιες «ασήμαντες» φοβίες, όπως η αγοραφοβία, η αραχνοφοβία, και πάει λέγοντας. Ένας πιο εξεζητημένος τρόπος είναι να φανταστούμε ότι είμαστε αθάνατοι. Όταν αυτή η (παιδιάστικη) ονειροφαντασία μετατρέπεται σε ατομική ψευδαίσθηση, σε ιδεολογία, με ισχυρές αξιώσεις πραγμάτωσης, τότε έχουμε να κάνουμε με μια μείζονα πρόκληση εκ μέρους των «άλογων τεχνολόγων», και των «άσοφων σοφών» της φυλλοροούσας νέας τάξης. Αναφέρομαι βέβαια στους προπαγανδιστές και χρηματοοικονομικούς επενδυτές της ιδεολογίας του ιμμορταλισμού –στους ιδρυτές της μηχανής αναζήτησης του google– που έβαλαν για σκοπό τους την αύξηση του προσδόκιμου ζωής ίσαμε και τα τριακόσια χρόνια: μέσω των τεχνολογικών επιτευγμάτων της ιατρικής (μεταμοσχεύσεις τεχνητών οργάνων, πλαστική χειρουργική, νέες θεραπείες κ.λπ.) αποβλέπουν όχι απλώς στην επέκταση του προσδόκιμου ζωής μα στην πραγμάτωση του φαουστικού ονείρου μιας αιώνιας νεότητας.
Αυτούς τους παλαβούς και την ατομιστική-ελιτίστικη παλαβομάρα τους κατακεραυνώνει ο Φρανκ Νταμούρ με μια σειρά επιστολών του. Έστω κι αν εν μέσω της πανδημίας του COVID-19 ο τίτλος του βιβλίου του, Μακάριοι οι θνητοί γιατί είναι ακόμη ζωντανοί, ακούγεται μακάβρια διαλεκτικός, θα πρέπει να τον δούμε όχι στην αντίθεσή του με το ποιητικό όραμα μα με βάση μια πολιτική, εκείνη της αιώνιας νεότητας, σαν αποκορύφωμα της φιλελεύθερης ουτοπίας. Οι πολιτικές γενικά δεν είναι γόνος των ονειροπόλων ποιητών αλλά των παλαβών, που κάνουν πράξη τις ονειροφαντασίες (πατούν επί πτωμάτων), φτιάχνουν φοβερές μηχανές όπως το κράτος-λεβιάθαν, οι αυτοκρατορίες, οι «οργανικές ενώσεις»  τύπου Φρανγκεστάιν.

Εάν δεν θέλουμε να γίνουμε (βιο)ηθικολόγοι του συρμού θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τέτοιας λογής πολιτικές έχουν το διπλό πρόσωπο του Ιανού. Ας πάρουμε για παράδειγμα το κατ’ εξοχήν μοντέρνο δημιούργημα της πολιτικής, το κράτος-λεβιάθαν. Αυτός ο τεχνητός θεός έθεσε ένα τέλος στους θρησκευτικούς πολέμους που αιματοκυλούσαν την Ευρώπη στο όνομα χριστιανικών δογμάτων για την αιώνια ζωή. Ο Τόμας Χομπς μας λέει ότι ο ιδρυτικός μύθος, οι βάσεις του κράτους-λεβιάθαν, είναι ο φόβος του θανάτου: στη φυσική κατάσταση δεσπόζει ο πόλεμος όλων εναντίον όλων και η ανθρώπινη ζωή βρίσκεται διαρκώς σε θανάσιμο κίνδυνο· οι άνθρωποι παραδίδουν τη φυσική ελευθερία τους στον κυρίαρχο κι αυτός τους εξασφαλίζει γαλήνη κι ασφάλεια, μακροβιότητα. Για να περιοριστούμε στον δυτικό κόσμο, στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων τουλάχιστον οι εσωτερικές πολιτικές του κράτους παρείχαν στους πολίτες του (ή στους υπηκόους) όχι μόνο γαλήνη κι ασφάλεια μα και μια σειρά υπηρεσιών που αύξησαν το προσδόκιμο ζωής, το διπλασίασαν σε σχέση με δυο αιώνες πριν. Σ’ αυτή τη συνάφεια ο θάνατος εξημερώθηκε, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Φιλίπ Αριές, καθώς τον ανέλαβαν εξειδικευμένες υπηρεσίες με κύριο μοχλό τις υγειονομικές· κατ’ ουσία ο θάνατος εξαφανίστηκε από το προσκήνιο της κοινωνικής ζωής. Η ίδια η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό από την πρόσβαση σε τέτοιας λογής υπηρεσίες. Γι’ αυτό και στις μέρες της πανδημίας του COVID-19, με τη βίαιη επανεμφάνιση του θανάτου επί σκηνής, ό,τι εξελέγχεται στις ασκούμενες πολιτικές δεν σχετίζεται τόσο με τη ζωή καθαυτή μα με την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ζωής.
Στην μοντέρνα υγειονομική γλώσσα υπάρχει η ουδέτερη, εκκοσμικευμένη και ψυχρή έκφραση «ο ασθενής κατέληξε», πράγμα που υποδηλοί ένα τελικό αίτιο, ένα φυσιολογικό τέλος του ανθρώπου, ένα είναι-προς-θάνατο· τέτοιες λεκτικές εκφράσεις συνυπάρχουν με άλλες προμοντέρνες μα βαθιά ριζωμένες εκφράσεις όπως «χάσαμε τον άνθρωπό μας» ή «έφυγε», δηλώνοντας έτσι την θρησκευτική πίστη στη μετοίκηση του ανθρώπου σ’ έναν άλλο κόσμο αιώνιας ζωής.  Θα χρειαζόταν πολύ μελάνι για να καταγράψουμε και μόνο πώς οι λόγιοι προσέγγισαν τον θάνατο και προσπάθησαν να τον εκλογικεύσουν δίνοντας άλλη βαρύτητα στην εκφορά του λόγου. Από τον πλατωνικό Σωκράτη γνωρίζουμε ήδη πως η α-λήθεια της φιλοσοφίας είναι μια άσκηση θανάτου, μια προετοιμασία για τη μετά θάνατο άνοδο στον ακίνητο κι αιώνιο κόσμο των ιδεών· κι αυτή η αναζήτηση, η προετοιμασία για ένα γαλήνιο θάνατο, είναι εν πολλοίς ο πυρήνας του φιλοσοφικού φαντασιακού. Ωστόσο, εάν θέλουμε ν’ ανακαλύψουμε τεκμήρια για αναλογίες με τη συγκυρία χρειάζεται να ανατρέξουμε στον πλούτο της λογοτεχνίας. Ας θυμηθούμε τον Δράκουλα του Στόκερ, τη σαγηνευτική φιγούρα του Νοσφεράτου όπως αποτυπώθηκε εξπρεσιονιστικά στον κινηματογράφο από τον Μουρνάου, και τέλος τις χολυγουντιανές εκδοχές του· εκεί θα βρούμε όλα τα αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες (ο Νοσφεράτου σπέρνει το θανατικό στη Βρέμη) που ταιριάζουν σαν γάντι στον ιμμορταλισμό και στην πανδημία, στις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος...
 Μα κι Φρανκ Νταμούρ έχει στο πίσω μέρος του κεφαλιού μια ξεκάθαρη ιδέα περί θανάτου. Εξηγούμαι: η αιώνια ζωή ή ακριβέστερα η αιώνια νεότητα των ιμμορταλιστών είναι ακινησία· εδώ δεν υπάρχει ανάγκη για κάτι ενδιαφέρον να γραφτεί, να ζωγραφιστεί ή να εξυμνηθεί· η θνητή ζωή, από την άλλη, είναι κίνηση, γίγνεσθαι, διαδοχή γενεών, πολιτισμών. Το γεγονός πως είμαστε θνητοί μας εισάγει στον χρόνο, κι ο χρόνος είναι ιστορία. Το τέλος της ιστορίας είναι και το τέλος του χρόνου, του ίδιου του ανθρώπου. Και το τέλος του ανθρώπου είναι ένα ακόμη «μετά», ο μετάνθρωπος των ιμμορταλιστών. Κοντολογίς, το τέλος της ιστορίας που διέβλεψε ο Φουκουγιάμα είναι το αφήγημα αυτής της φιλελεύθερης πολιτικής θεολογίας.
Η Χάννα Άρεντ απέρριψε την εβραϊκή θεολογία της Βίβλου για τον θάνατο και την αιώνια ζωή («και προσετέθη στον λαό του») και αντ’ αυτού στράφηκε στην αρχαία Ελλάδα. Εκεί, στον δημόσιο βίο των αρχαίων Ελλήνων ανακάλυψε την αθανασία, όταν οι πολίτες με λόγια και έργα γίνονται αθάνατοι χάρη στη σταθερή ύπαρξη του δημόσιου τόπου (της αγοράς). Η ίδια όμως είχε τη διορατικότητα να δει στις σύγχρονες κοινωνίες την παρακμή του δημόσιου προσώπου και την κατίσχυση της ιδιώτευσης. Η ακραία κατάσταση της πανδημίας, κατέδειξε τα όρια μα και τη γενίκευση της ιδιώτευσης, της συρρίκνωσης του κόσμου όλου μέσα στα τετραγωνικά ενός διαμερίσματος. Εκεί η τηλεόραση, η μηχανή της google και πλήθος άλλων γκάτζετ αναπληρώνουν τον κόσμο, και τον συρρικνώνουν όσο πιο πολύ γίνεται. Υπό μία έννοια αυξάνουν το προσδόκιμο ζωής, αφού έργα, μουσεία, πόλεις και χώρες, βιβλία, και πάει λέγοντας, που θα απαιτούσαν τεράστια δαπάνη χρόνου για να τα προσεγγίσει κανείς είναι μπροστά του με το πάτημα ενός πλήκτρου· συνάμα οι αναρτήσεις του φέισ-μπουκ και των συμπαρομαρτούντων δίνουν τη δυνατότητα στον καθένα να εκφράζει κανείς ανέξοδα τις μελλοντικές προσδοκίες του. Σ’ αυτή τη συνάφεια η μοναχικότητα της ζωής και του θανάτου αποκτούν μια άλλη ένταση, αναδεικνύουν μια μεταμοντέρνα παθολογία, καθώς η τυραννία της ιδιώτευσης φαίνεται να συμβαδίζει με την ανάφλεξη πολιτικών τυραννιών που στηρίζονται στην εικόνα του Πατέρα.
Εν πάση περιπτώσει, γεγονός είναι ότι η ακραία κατάσταση της πανδημίας επιτάχυνε κι ανέδειξε εξελίξεις στη σφαίρα του μάκρο και του μίκρο ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Πρόκειται για γεωπολιτικές εξελίξεις, κοινωνικές, πολιτισμικές, που στο επόμενο διάστημα θα τις βρούμε μπροστά μας. Σε γενικές γραμμές δεν θα πέφταμε έξω αν λέγαμε πως για μια μειονότητα του αναπτυγμένου δυτικού κόσμου η διέξοδος επαφίεται στο κράτος, στις υπηρεσίες του και σε εκκοσμικευμένες πολιτικές θεολογίες τύπου ιμμορταλισμού ή των αντιπάλων του. Για την πλειονότητα της ανθρωπότητας όμως η θρησκευτική πίστη και η πολιτική θεολογία της είναι το μόνο ορατό πέπλο παρηγοριάς (το μόνο όπιο που διαθέτει) με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ο εικοστός αιώνας τέλειωσε με τη διάψευση της κομμουνιστικής ουτοπίας και καταπώς φαίνεται στις μέρες μας ο εικοστός πρώτος ετοιμάζεται να δει την κατάρρευση της φιλελεύθερης ουτοπίας.

Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου