Του Σπύρου
Κακουριώτη
ENZO TRAVERSO, Η Γάζα μπροστά
στην Ιστορία, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα
2024, σελ. 125
Ο περί παρρησίας έπαινος θα παρήλκε, δεδομένου ότι αυτός τον οποίο αφορά είναι γνωστός ιστορικός, δημοφιλής διανοούμενος και πανεπιστημιακός δάσκαλος σε ένα από τα σημαντικά πανεπιστημιακά ιδρύματα της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ.
Όμως, εξαιτίας του κύματος νεομακαρθισμού που σάρωσε τα προοδευτικά αμερικανικά ακαδημαϊκά ιδρύματα, όπως έδειξε η εμπειρία του Πανεπιστημίου Κολούμπια, η άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου, του περίφημου free speech, όχι μονάχα δεν είναι ακώλυτη αλλά, αντιθέτως, κινδυνεύει να επιφέρει σοβαρές συνέπειες σε εκείνην ή εκείνον που θα το ασκήσει.
Ο Έντσο Τραβέρσο, γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό ιστορικός (χάρη και στη μετάφραση σχεδόν ολόκληρου του έργου του από τον Νίκο Κούρκουλο, ο οποίος πέθανε τον περασμένο Αύγουστο), δεν διστάζει, με αυτό το σύντομο δοκίμιο, να παρέμβει, σπάζοντας τη συναίνεση που έχει επιβληθεί στη Δύση, είτε μέσω της αιδήμονος σιγής των ΜΜΕ είτε, όταν χρειάζεται, μέσω της αστυνομίας και των δικαστηρίων, σε ό,τι αφορά τη συνεχιζόμενη, εδώ και ένα χρόνο, γενοκτονία που επιχειρεί το ισραηλινό κράτος στη Γάζα.
Το κείμενο του Τραβέρσο, επιδιώκοντας να αποτελέσει μια «αντίστιξη» σε αυτή την ομοφωνία, εξετάζει κριτικά την πολιτική και διανοητική αντιπαράθεση που προκάλεσε η κρίση της Γάζας, διερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο μνήμη και ιστορία εργαλειοποιούνται προκειμένου να δικαιωθεί μια πολιτική που κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Ο Ιταλός ιστορικός, που είναι βέβαιο ότι θα κατηγορηθεί ως «εβραίος που μισεί τον εαυτό του» (self-hating Jew), μολονότι επιφυλακτικός απέναντι στη χρήση του όρου «γενοκτονία», λόγω της νομικής και πολιτικής, κατά βάση, φύσης του, εκτιμά πως ο ορισμός που έδωσε η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών το 1948 «ταιριάζει θαυμάσια στην κατάσταση που υπάρχει τη στιγμή αυτή», ενώ δεν διστάζει να παρομοιάσει τα επιχειρήματα δικαιολόγησης της πολιτικής του Ισραήλ με εκείνα με τα οποία ο ιστορικός Ερνστ Νόλτε δικαιολογούσε τον ναζισμό ως αντίδραση στον μπολσεβικισμό.
Στη συνέχεια, αναλύει την οριενταλιστική προέλευση της αντίληψης για το Ισραήλ ως «δημοκρατική νησίδα» σε ένα πέλαγος βαρβαρότητας, επισημαίνοντας την ενσωμάτωση των εβραίων, και μάλιστα ως «λευκών», στον «ιουδαιοχριστιανικό πολιτισμό»: Ενώ παλαιότερα ενσάρκωναν την κριτική συνείδηση της Ευρώπης, σήμερα «τους λατρεύουν οι ίδιοι που κάποτε τους περιφρονούσαν και τους κυνηγούσαν».
Στα επόμενα κεφάλαια του δοκιμίου του ο Τραβέρσο εκθέτει τους κινδύνους που ενέχει για τη δημοκρατία η υποστήριξη από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ της ισραηλινής πολιτικής που βασίζεται στην «κρατική λογική» (raison d’État), δηλαδή σε έκνομες και ανήθικες ενέργειες που γίνονται ανεκτές για το συμφέρον του κράτους, αποτελώντας, έτσι, την κρυφή όψη του νόμου, αλλά και η αποδοχή από το σύνολο των δυτικών ΜΜΕ χωρίς αμφισβήτηση «ειδήσεων» που διαδίδονται από την πολεμική προπαγάνδα του Ισραήλ, και συνήθως διαψεύδονται χαμηλόφωνα μερικές εβδομάδες αργότερα, όπως αυτές για μωρά που πέταγαν στους φούρνους μαχητές της Χαμάς - μια συκοφαντία του αίματος από την ανάποδη...
Ο ιστορικός στο δοκίμιό του εξετάζει και το κρίσιμο ζήτημα της σχέσης αντισημιτισμού και αντισιωνισμού, που οι υπερασπιστές του κράτους του Ισραήλ και της πολιτικής της κυβέρνησής του ταυτίζουν απολύτως. Πρόκειται για έναν εργαλειοποιημένο κατά φαντασίαν αντισημιτισμό, που χρησιμεύει στην ποινικοποίηση της κριτικής προς το Ισραήλ, επισημαίνει ο Τραβέρσο, τονίζοντας ότι ο στόχος αυτής της κατασκευής είναι τριπλός: τα αντιαποικιοκρατικά και αντιρατσιστικά κινήματα στη Δύση και ιδίως στις ΗΠΑ και ο εβραϊκός αντικομφορμισμός. Παράλληλα, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού στο μέλλον, εφόσον η φύση του έχει παραμορφωθεί, αλλά και για τις καταστροφικές συνέπειες της χρήσης της μνήμης του Ολοκαυτώματος με στόχο να διωχθούν ως αντισημίτες οι υποστηρικτές της παλαιστινιακής υπόθεσης.
Εξετάζοντας πληθώρα ιστορικών παραδειγμάτων, ακόμη και των ίδιων των εβραϊκών οργανώσεων στην υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη, ο συγγραφέας δείχνει ότι η αντίσταση στην ξένη κατοχή σχεδόν ποτέ δεν είναι απαλλαγμένη από τη βία εναντίον αμάχων, σκοπούμενη ή μη. Αυτό, βέβαια, δεν τη δικαιώνει· δεκαετίες κατοχής «δεν μειώνουν διόλου τη φρίκη της σφαγής Ισραηλινών παιδιών», επισημαίνει. «Οι καταπιεσμένοι εξεγείρονται καταφεύγοντας στη βία και η βία τους δεν είναι ούτε ωραία ούτε ειδυλλιακή».
Αφού επισημάνει τις διασταυρούμενες μνήμες που γεννούν αναλογίες «με αυθόρμητο τρόπο», όπου «η καταστροφή της Γάζας εκ μέρους του Τσαχάλ θυμίζει την καταστροφή του γκέτο της Βαρσοβίας» από τον στρατηγό Στρόουπ το 1943 ή οι selfies νεαρών Ισραηλινών στρατιωτών που διασκεδάζουν πλάι σε ταπεινωμένους Παλαιστίνιους θυμίζουν τους χαμογελαστούς στρατιώτες της Βέρμαχτ πλάι σε κρεμασμένους παρτιζάνους, ο Ιταλός ιστορικός καταλήγει διερμηνεύοντας το σύνθημα «from the river to the sea Palestine should be free» (Λευτεριά στην Παλαιστίνη, απ’ το ποτάμι μέχρι τη θάλασσα).
Το σύνθημα αυτό, που υιοθετεί ανυπερθέτως, δεν σημαίνει την εκδίωξη των εβραίων από την ιστορική Παλαιστίνη/Ισραήλ. Αντιθέτως, καθώς η λύση των δύο κρατών θεωρείται πλέον νεκρή, η μόνη δυνατή ειρηνική λύση είναι αυτή ενός κράτους δύο ισότιμων εθνών, ένα δυεθνικό κράτος. Ο συγγραφέας γνωρίζει πως κάτι τέτοιο σήμερα φαντάζει αδύνατον, ακόμη και για την πιο αισιόδοξη φαντασία. Πόσοι όμως μπορούσαν να φανταστούν το 1945 ότι έξι χρόνια αργότερα Γερμανία, Ιταλία και Γαλλία θα συμφωνούσαν να προχωρήσουν σε μια διαδικασία που εντέλει κατέστησε την ιδέα του μεταξύ τους πολέμου απλώς παράλογη;
Αν η ακροδεξιά κυβέρνηση του Ισραήλ εμποδιστεί να σύρει τη Μέση Ανατολή σε έναν γενικευμένο πόλεμο προκειμένου να ολοκληρώσει τα γενοκτονικά της σχέδια, ίσως κάποτε, στο μέλλον, υπάρξει ελπίδα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου